ΜΑΡΕΣΕΙ νὰ δουλεύω στὰ Ἐπείγοντα – ὅπως καὶ
νά ‘χει, γνωρίζεις ἄντρες ἐκεῖ. Πραγματικοὺς ἄντρες, ἥρωες. Πυροσβέστες
καὶ τζόκεϊ. Ἔρχονται συνέχεια στὰ Ἐπείγοντα. Οἱ τζόκεϊ ἔχουν ὑπέροχες
ἀκτινογραφίες. Σπᾶνε κόκαλα συνέχεια ἀλλὰ τὰ μπαντάρουν ὅπως-ὅπως
καὶ ξανατρέχουν στὴν ἑπόμενη κούρσα. Οἱ σκελετοί τους μοιάζουν μὲ δέντρα,
μὲ ἀνασυναρμολογημένους βροντόσαυρους. Μὲ ἀκτινογραφίες τοῦ Ἁγίου
Σεβαστιανοῦ.
Ἐγὼ ἀναλαμβάνω τοὺς τζόκεϊ γιατί μιλάω ἱσπανικὰ κι οἱ
περισσότεροι εἶναι Μεξικάνοι. Ὁ πρῶτος τζόκεϊ ποὺ γνώρισα ἦταν ὁ
Μουνιόθ. Θεέ μου. Γδύνω ὅλη τὴν ὥρα ἀνθρώπους καὶ δὲν εἶναι σπουδαία ὑπόθεση,
μοῦ παίρνει κάποια λεπτά. Ὁ Μουνιὸθ ἦταν ξαπλωμένος ἐκεῖ, ἀναίσθητος,
Ἀζτέκος θεὸς σὲ μινιατούρα. Ἐπειδὴ τὰ ροῦχα του ἦταν πολύπλοκα, ἔνιωθα
λὲς καὶ ἐκτελοῦσα ἕνα πολυσύνθετο τελετουργικό.
Ἐκνευριστικό,
καθὼς χρειάστηκε πολὺς χρόνος, ὅπως στὸν Μισίμα ὅπου χρειάζονται
τρεῖς σελίδες γιὰ νὰ βγάλει τὸ κιμονό της μιὰ κυρία. Τὸ βαθυπόρφυρο
σατὲν πουκάμισό του εἶχε πολλὰ κουμπιὰ κατὰ μῆκος τοῦ ὤμου καὶ σὲ κάθε
μικροσκοπικὴ μανσέτα· τὸ παντελόνι του ἔσφιγγε μὲ περίπλοκο δέσιμο
κορδονιῶν, πραγματικοὺς προ-κολομβιανοὺς κόμπους. Οἱ μπότες του μύριζαν
κοπριὰ καὶ ἱδρώτα, ἀλλὰ ἦταν τόσο μαλακὲς καὶ λεπτοκαμωμένες σὰν τῆς
Σταχτοπούτας. Κι αὐτὸς συνέχιζε νὰ κοιμᾶται, ἕνας μαγεμένος πρίγκιπας.
Δὲν εἶχε καλὰ-καλὰ ξυπνήσει, ὅταν ἄρχισε νὰ φωνάζει τὴ
μητέρα του. Δὲν κρατοῦσε τὸ χέρι μου, ὅπως κάνουν οἱ περισσότεροι ἀσθενεῖς,
ἀλλὰ γαντζώθηκε στὸν λαιμό μου, κλαίγοντας μὲ ἀναφιλητὰ Mamacita! Mamacita! (1)
Ἡ μόνη περίπτωση ν’ ἀφήσει τὸν δρα Τζόνσον νὰ τὸν ἐξετάσει ἦταν νὰ τὸν
κρατάω στὴν ἀγκαλιά μου καὶ νὰ τὸν κουνάω σὰν μωρό. Ἦταν μικρόσωμος
σὰν παιδὶ ἀλλὰ δυνατός, μυώδης. Ἕνας ἄντρας στὴν ἀγκαλιά μου. Ὀνειρεμένος
ἄντρας; Ὀνειρεμένο μωρό;
Ὁ δρ Τζόνσον σφούγγισε τὸ μέτωπό μου καθὼς μετέφραζα. Εἶχε
στὰ σίγουρα σπασμένη κλείδα, τουλάχιστον τρία σπασμένα πλευρά, πιθανῶς
καὶ διάσειση. Ὄχι, εἶπε ὁ Μουνιόθ. Ἔπρεπε νὰ τρέξει στὶς αὐριανὲς κοῦρσες.
Πήγαινέ τον γιὰ ἀκτινογραφία, εἶπε ὁ δρ Τζόνσον. Ἐφόσον δὲν μποροῦσε
νὰ ξαπλώσει στὸ φορεῖο τὸν κουβάλησα στὸν διάδρομο, σὰν τὸν Κὶνγκ-Κόνγκ.
Ἔκλαιγε τρομοκρατημένος, τὰ δάκρυά του μούσκεψαν τὸ στῆθος μου.
Περιμέναμε τὸν χειριστὴ τοῦ ἀκτινολογικοῦ μηχανήματος
στὸν σκοτεινὸ θάλαμο. Τὸν καθησύχαζα ὅπως θὰ ἔκανα μ’ ἕνα ἄλογο. Calmate, lindo, calmate. Despacio…
despacio(2). Σιγὰ… σιγά. Ἡσύχασε στὴν ἀγκαλιά μου, ἄρχισε
νὰ ξεφυσάει καὶ νὰ ρουθουνίζει ἁπαλά. Χάιδεψα τὴν ἐξαίσια πλάτη
του. Ρίγησε καὶ τρεμούλιασε σὰν τὴ ράχη ἑνὸς ὑπέροχου πουλαριοῦ. Ἦταν
θαυμάσιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου