Ήταν φίλοι κι έμεναν στην ίδια γειτονιά. Όταν λοιπόν ο
Αντρέας θα έφευγε για καλοκαιρινές διακοπές ήξερε πού θα άφηνε τα δύο καναρίνια
του. Ο Μηνάς δεν είχε αντίρρηση, μόνο που…
«Ξέρεις, μου έχει αφήσει και η Έλενα τη γάτα της. Βλέπεις τα
ξενοδοχεία για ζώα δε συμφέρουν. Άσε που δεν τους έχεις κι εμπιστοσύνη»
Ο Αντρέας δεν πτοήθηκε καθόλου.
«Και γω έχω γάτες στην αυλή. Κεραμιδόγατες δηλαδή, αλλά τους
βάζω ένα πιάτο φαί. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Μόνο να το βάλεις ψηλά το κλουβί, να
μη μπορεί να το πλησιάσει η γάτα. Και λίγη προσοχή σε παρακαλώ»
«εννοείται» απάντησε ο Μηνάς
Οι πρώτες μέρες της συγκατοίκησης κύλησαν ήσυχα. Οι δυο
εχθροί κρατούσαν τις αποστάσεις θέλοντας και μη. Μόνο το βλέμμα της γάτας
σπίθιζε κάποιες φορές στη θέα των καναρινιών, σαν να ξυπνούσε μέσα της το
αρπακτικό.
Το πρωί του Σαββάτου ο Αντρέας έπρεπε να κατέβει στο κέντρο
για κάποια ψώνια.
Ο καιρός έδειχνε γλυκός, τι γλυκός λουκούμι. Ένας ήλιος
λαμπρός, να σου ζεσταίνει το κορμί και την ψυχή ως το μεδούλι. Ιούλιος ήταν
άλλωστε, καίσαρας κι αυτός, άφησαν κάτι καλό οι Ρωμαίοι, εκτός από την πύλη του
Αδριανού και τη Ρωμαϊκή αγορά, βάφτισαν μερικούς μήνες βάλσαμο. Ακόμα κι αν
κάνεις διακοπές στην πόλη. Καλά είναι κι έτσι.
Πριν φύγει έπρεπε να φροντίσει τα καναρίνια. Τους έβαλε νερό
και κανναβούρι. Για το θέμα της ασφάλειας μάλλον δεν έπρεπε ν’ ανησυχεί. Πού να
φτάσει η γάτα σε τέτοιο ύψος.
Να πηδήσει απ την ταράτσα θα μπορούσε ίσως, αλλά να κάνει
άλμα κοντά στο ταβάνι, είναι δυνατόν; Από την άλλη όμως κι επειδή με τις γάτες δεν
μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος, σκέφτηκε να τα χωρίσει. Όσο να ’ναι και μόνο η
παρουσία των πουλιών ήταν πρόκληση στα γατίσια μάτια. Στην αρχή σκέφτηκε να
βγάλει τη γάτα στο μπαλκόνι και να κλείσει καλά την πόρτα. Μια χαρά θα
απολάμβανε η γάτα τον ήλιο μέχρι να γυρίσει. Ύστερα σκέφτηκε πως το μπαλκόνι
ήταν στενό για να μείνει μόνη της τόσες ώρες. Θα έκανε το αντίστροφο. Έκλεισε
μέσα τη γάτα αφού πρώτα γέμισε τα δυο
μπωλ με κροκέτες και νερό. Ύστερα άφησε τα καναρίνια στο μπαλκόνι,
άπλωσε στο τέρμα την τέντα, να είναι προστατευμένα από τον ήλιο και σφάλισε την
μπαλκονόπορτα. Η θερμοκρασία ήταν σχεδόν ανοιξιάτικη και στ’ αυτιά του έφτανε η
βουή από τη λαϊκή που ήταν από νωρίς το πρωί γεμάτη από κόσμο.
Πήρε το μετρό ως την Ομόνοια κι από κει άλλαξε με τον
ηλεκτρικό. Εκεί ακριβώς στην αλλαγή, κατάλαβε πως είχε αλλάξει και κάτι ακόμη.
Ο ουρανός είχε βαρύνει ξαφνικά, σαν κάτι φιλμάκια που δείχνουν όλες τις αλλαγές
του τοπίου σε μερικά λεπτά. Έμοιαζε σα να είχε ανοίξει μια τεράστια γκριζόμαυρη
ομπρέλα για να κρύψει τον ήλιο. «Πού τα
έκρυβε τόσα σύννεφα ο πούστης, με καισαρική τα γέννησε; Ρε τους κωλοευρωπαίους,
εκτός από τους επιτηρητές μας στείλανε και τον καιρό. Τον κακό τους τον καιρό.
Βερολίνο κατάντησε η Αθήνα μες στο
κατακαλόκαιρο». Σχολίασε ο διπλανός
του στο βαγόνι του ηλεκτρικού λίγο πριν ο ίδιος κατεβεί.
Βγαίνοντας από το σταθμό, ο ουρανός ήταν πια κατάμαυρος και
άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες σταγόνες. Πρωτοβρόχια
στον Ιούλιο, δεν έχει ξαναγίνει, σκέφτηκε. Αναγκάστηκε να πάρει ομπρέλα από
έναν Πακιστανό που ήταν προφανώς διαβασμένος για την αλλαγή του καιρού. Η βροχή
δυνάμωνε. Μπήκε στο μαγαζί, πήρε τα ανταλλακτικά για το μπάνιο που ήθελε και
παίρνοντας τα ρέστα, το βλέμμα του έπεσε σε μια συσκευασία καφέ, αυτή με τον
παπαγάλο. Οι κόρες των ματιών του διαστάλθηκαν σαν να είδε μπροστά του τον Θεό.
Ή το διάολο. «Τα καναρίνια» ψέλλισε. Ο υπάλληλος τον κοίταζε απορρημένος που
έφυγε σαν αστραπή. Σκέφτηκε να πάρει ταξί αν και δεν ήταν καθόλου βέβαιος πως θα
έφτανε νωρίτερα μ’ αυτή τη βροχή. Όταν έφτασε σπίτι μπήκε σα σίφουνας, άνοιξε
τη μπαλκονόπορτα αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Τα δυο καναρίνα επέπλεαν σε ύψος
περίπου είκοσι εκατοστών από το πάτωμα, είχαν σμίξει το ένα με το άλλο και από
μακριά έμοιαζαν σαν ένα κίτρινο νούφαρο στην επιφάνεια μιας μικρής λίμνης. «Όχι,
όχι, όχι» «Σκατά τα έκανα, σκατά, σκατά». Τα λόγια έβγαιναν βαριά απ’ το στόμα,
σα βρεγμένα ρούχα. Ένιωθε διπλή τη θλίψη. Τόσο για τα καναρίνια, όσο και για
τον φίλο του. Και τι θα του έλεγε όταν γύριζε.
Με δυο σύννεφα βαριά, τη θλίψη και την ενοχή, πιο βαριά από
εκείνα τ’ αληθινά που βγήκαν σαν μαύρα φαντάσματα από το πουθενά κι έφεραν το
χαμό, μ’ αυτά τα δυο σύννεφα θα ζούσε για καιρό. Και με τις τύψεις να τον
μαστιγώνουν σαν τις σταγόνες της βροχής στην καλοκαιριάτικη μπόρα.
Η γάτα καθόταν στον καναπέ, αμέριμνη και αθώα. Κι ας ήταν το
βλέμμα της κατακίτρινο. Σχεδόν σαν του καναρινιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου