ΕΧΩ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ, μὲ διάφορες ἀφορμές,
ἀναφερθεῖ στὴν ἔννοια καὶ στὴ μορφὴ τῆς μικρῆς φόρμας στὴ λογοτεχνία,
δηλαδὴ στὸ διήγημα, ἐκφράζοντας τὴν προτίμησή μου στὴ συγκεκριμένη
αὐτὴ ἔκφραση.
Θὰ προσπαθήσω καὶ γιὰ δικούς μου λόγους νὰ μὴν ἐπαναλάβω,
κατὰ τὸ δυνατό, ὅσα ἔχω σημειώσει παλαιότερα γιὰ τὴ γραφὴ αὐτή.
Ἡ εὐκαιρία ποὺ μοῦ δίνεται μὲ τὸ ἀφιέρωμα τοῦ Πλανόδιον, νὰ ἀναφερθῶ
δηλαδὴ στὴ σχέση της μὲ τὴν ταινία μικροῦ μήκους, ἐξυπηρετεῖ διάφορες
σκέψεις ποὺ ἔχω κάνει στὸ μεσοδιάστημα, δηλαδὴ μεταξύ τῆς προηγούμενης
ἀναφορᾶς μου στὸ διήγημα καὶ στὴ σημερινὴ ἀφορμή.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ θέλω νὰ ὑπογραμμίσω τὴν προσφορὰ τοῦ Πλανόδιου καὶ εἰδικὰ τὴ
συμβολὴ τοῦ Γιάννη Πατίλη καὶ τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου στὴν ἀνανέωση ἀλλὰ
καὶ στὸν ἐμπλουτισμὸ τῆς περιοχῆς ποὺ ἀφορᾶ τὸ χῶρο τῆς μικρῆς φόρμας
καὶ τὸν ἐπιτονισμὸ ἐκ μέρους τους τῆς ἀξίας τῆς τελευταίας. Οἱ χειρονομίες
καὶ τῶν δύο βοηθοῦν τὸ θετικὸ κλίμα ἀπέναντι στὸ διήγημα ποὺ ἀρχίζει
νὰ δημιουργεῖται, ἀφήνοντας κατὰ μέρος πάγιες καχυποψίες καὶ ἀμφιβολίες
ἀπέναντι στὴ μικρὴ φόρμα.
Πρίν, ὅμως, ἐπικεντρωθῶ στὸ θέμα «μικρὴ λογοτεχνικὴ φόρμα
καὶ ταινία μικροῦ μήκους» θεωρῶ σκόπιμο καὶ «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» νὰ ἀναφερθῶ
συνθηματικὰ γενικὰ στὴ σχέση λογοτεχνίας καὶ κινηματογράφου. Ἐπαναλαμβάνω:
μὲ ἕνα τρόπο καθαρὰ τηλεγραφικό, ὁ ὁποῖος, ὅμως, ἂν καὶ δὲν φιλοδοξεῖ
νὰ κωδικοποιήσει ὁριστικὰ τὸ ζήτημα, θέτει μέσα ἀπὸ ἐρωτήματα
τὴ βασικὴ προβληματικὴ ποὺ τὸ ὁρίζει:
Λοιπόν:
1. Ὁ κινηματογράφος θὰ ὑπῆρχε μὲ τὴ σημερινή του μορφὴ
ἐὰν δὲν βασιζόταν στὴ λογοτεχνία;
2. Ποιά στοιχεῖα δανείσθηκε ἡ 7η Τέχνη ἀπὸ τὴ λογοτεχνία;
3. Εἶναι διαφορετικοὶ οἱ γλωσσικοὶ κώδικες τῶν δύο αὐτῶν
τεχνῶν;
4. Ποιές λογοτεχνικὲς ἐκφράσεις ἐπηρέασαν τὸν κινηματογράφο;
Ἡ ποίηση, ἡ πεζογραφία, τὸ δοκίμιο;
5. «Ὁ κινηματογράφος εἶναι ἡ λογοτεχνία τοῦ 20οῦ αἰώνα»
πρότεινε στὴ δεκαετία τοῦ ’60 διαφήμιση γραφείου διανομῆς. Αὐτὸ
τὸ ἐκ πρώτης ὄψεως παράδοξο σλόγκαν πόση σχέση ἔχει μὲ τὴν πραγματικότητα;
6. Ἡ κινούμενη εἰκόνα ἔχει ἀφαιρέσει «ὕλη» ἀπὸ τὴ λογοτεχνία;
Μὲ ἄλλα λόγια: οἱ συγγραφεῖς ἔχουν ἐπηρεασθεῖ ἀπὸ τοὺς κώδικες τῆς
κινηματογραφικῆς ἀφήγησης;
7. Ἕνα σενάριο μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ λογοτεχνικὸ κείμενο;
8. Τί σημαίνει «πιστὴ» ἢ «μὴ πιστὴ» μεταφορὰ ἑνὸς λογοτεχνικοῦ
ἔργου στὴν ὀθόνη; Πολλοὶ περιμένουν νὰ δοῦν τὶς διατυπώσεις τῶν λογοτεχνικῶν
κειμένων νὰ ἐγγράφονται μὲ ἀκρίβεια στὶς κινούμενες εἰκόνες. Ἄλλοι,
γνωρίζοντας τὶς διαφορὲς τῶν κωδίκων τῶν δύο ἐκφράσεων, περιμένουν
νὰ δοῦν μιὰ ἰδιαίτερη ἀναπαράσταση, δηλαδὴ μιὰ ἄλλη ὑποδοχὴ τοῦ ἔργου,
ὅπως συμβαίνει ἀπὸ τὴν πλευρὰ κάθε ξεχωριστοῦ ἀναγνώστη ἑνὸς λογοτεχνικοῦ
ἔργου.
Φυσικὰ δὲν πρόκειται νὰ ἀπαντήσω ἀναλυτικὰ στὰ προηγούμενα
ἐρωτήματα, διότι θὰ χρειάζονταν ἐκτενεῖς ἀναλύσεις γιὰ νὰ διευκρινισθοῦν
αὐτά.
Ὅμως θέτοντας τὰ προηγούμενα ἐρωτήματα, προσπάθησα νὰ
σκιαγραφήσω ἕνα γενικὸ πλαίσιο ἐντός τοῦ ὁποίου εἴμαστε ὑποχρεωμένοι
νὰ κινηθοῦμε ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴ μεταφορὰ ἑνὸς ὁποιουδήποτε, ἀνεξαρτήτως
ἐκτάσεως, λογοτεχνικοῦ ἔργου στὶς κινούμενες εἰκόνες.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ γιὰ τὸ διήγημα ἰσχύουν οἱ προηγούμενοι
κανόνες, ἂς τὶς πῶ συμβάσεις.
Γι’ αὐτὸ θὰ ἐπανέλθω λίγο πιὸ κάτω στὸ τρίτο ἐρώτημα ποὺ
ἀφορᾶ στοὺς κώδικες τῶν δύο ἐκφράσεων.
Προηγουμένως ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ κάποιος προσωπικὸς τόνος
στὶς ἀναφορές μου στὸ διήγημα, γιατὶ αὐτὴ τὴ διάσταση εἶχα ἐπιλέξει
ἐδῶ καὶ χρόνια, ὅταν ἔπρεπε σὲ διάφορα γραπτὰ ἢ ὁμιλίες μου νὰ ὑποστηρίξω,
θὰ ἔλεγα δυναμικά, τὴ μικρὴ φόρμα, σὲ ἐποχὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἡ τελευταία
ἀντιμετωπιζόταν σχεδὸν συγκαταβατικὰ ἀκόμα καὶ ἐκ μέρους τῶν ἁρμοδίων
ἀπὸ ὅ,τι στὶς ἡμέρες μας, ὅπου εὐτυχῶς ἡ ἔκφραση αὐτή, ἐπαναλαμβάνω,
ἔχει ἀρκετὰ ἀναβαθμιστεῖ καὶ κερδίσει τὴν ἀξία ποὺ τῆς ὀφειλόταν.
Λοιπόν, ἐξ ἀρχῆς μὲ εἶχε κερδίσει τὸ διήγημα, γιατί μὲ εἶχε
γοητεύσει πρωτογενῶς μιὰ ἔννοια ποὺ τὴν εἶχα προσεγγίσει ἀόριστα,
ἀλλὰ ἀργότερα τὴν εἶδα διατυπωμένη σὲ ὅτι ὅριζε ὁ Βόριντζερ ὡς ἐ
ν σ υ ν α ί σ θ η σ η, μιλώντας, μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὴν ἔννοια τῆς ἀκριβοῦς
ἀναπαράστασης τῆς πραγματικότητας. Ἡ σκέψη τοῦ θεωρητικοῦ αὐτοῦ
ἀναφέρεται στὴν ἀνθρώπινη παρόρμηση τῆς βούλησης γιὰ τὸ ὡραῖο, ποὺ
ὁδηγεῖ στὴν προσέγγιση τῆς ἀπόλυτης ἀξίας ἑνὸς πράγματος μὲ τὴ μέθοδο
τῆς ἀ φ α ί ρ ε σ η ς.
Τὸ συγκεκριμένο στοιχεῖο, αὐτὸ τῆς ἐλλειπτικῆς γραφῆς,
τὸ εὐσύνοπτο τῆς διατύπωσης, κατάλαβα ὅτι μὲ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδό
τῆς λογόρροιας τῶν περισσοτέρων ἐκτενῶν διατυπώσεων, ποὺ πάντα
μοῦ ἔδιναν τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦσαν δημιούργημα μιᾶς συγκεκριμένης ἐποχῆς
προγραμματικῶν συνηθειῶν λογοτεχνικῆς ψυχαγωγίας, μακριὰ ἀπὸ τὰ
δεδομένα τῆς σύγχρονης ζωῆς καὶ ἔκφρασης.
Ἐπὶ πλέον, γιὰ νὰ μείνω στὸ θεωρητικὸ πεδίο ὅσων προσπαθῶ
νὰ διατυπώσω, ἐπέλεξα σὲ μεγάλο βαθμὸ ἕναν λόγο συχνὰ ἀντιρεαλιστικό,
υἱοθετώντας τὴν ἄποψη, ἡ ὁποία μοῦ ταίριαζε ὅσον ἀφορᾶ τὸν τρόπο
μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιμετώπιζα τὰ πράγματα, γιατὶ ἡ συγκεκριμένη γραφὴ
ποὺ υἱοθέτησα κινεῖται, ὅπως ὑποστήριζαν οἱ μοντερνιστές, διαλεκτικὰ
ἀνάμεσά σὲ δύο πόλους μιᾶς σειρᾶς ἀντιφάσεων, μὲ κυριότερη ἐκείνη
ποὺ ἀντιπαραθέτει τὴν ἀμεσότητα τῆς ἐμπειρίας μὲ τὴν ἀναγκαιότητα
τῆς ἀφαίρεσης.
Ἡ φόρμα τοῦ διηγήματος, λοιπόν, ἐξυπηρέτησε τὴν ἄποψή
μου ἐξαρχῆς γιὰ μιὰ γραφὴ λακωνική, βασισμένη πολλὲς φορὲς σὲ βιωματικὰ
μοτίβα, κατὰ τὸ δυνατὸν ἀποτελεσματική, ποὺ θὰ ἐπιθυμοῦσε νὰ παραπέμπει
στὸ καίριο τῆς ποιήσεως, τοῦ ἐπιγράμματος καὶ τῆς μινιμαλιστικῆς
"Μπονζάι» εἶναι ἕνας εὔστοχος ὅρος ποὺ υἱοθέτησε τὸ
Πλανόδιον συγγενικὸς
τοῦ χαϊκοῦ, τῆς λεπτουργίας, τῆς μινιατούρας, ἀκόμα καὶ τῆς βινιέτας.
Ἔχω πάντα στὸ μυαλό μου τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Πασκὰλ ποὺ σημείωσε
κάποτε σὲ ἐπιστολὴ σὲ φίλο του ὅτι βιάζεται γι’ αὐτὸ τοῦ γράφει πολλά.
Ἢ τὴν ἄποψη τοῦ Χεμινγουέη ὅτι ἡ σύνταξη ἑνὸς τηλεγραφήματος εἶναι
ἕνα πολὺ δύσκολο εἶδος γραφῆς.
Ἡ οἰκονομημένη ἔκφραση ἦταν πάντα ὁ κύριος στόχος τῶν
γραπτῶν μου, ἡ φιλοδοξία τους. Τὸ μοναδικὸ μυθιστόρημα ποὺ ἔγραψα
εἶναι καὶ αὐτὸ περιορισμένης ἔκτασης σὲ σχέση μὲ ἄλλα πολυσέλιδα
μυθιστορήματα. Οἱ Οἰκογενειακὲς
ἱστορίες, ἔτσι λεγόταν, θυμίζει ἐκτενὴ περίληψη διαφόρων
περιστατικῶν ἀπὸ τὴ διαδρομὴ μιᾶς ἑλληνικῆς οἰκογένειας στὴν πρόσφατη
ἱστορία τοῦ τόπου.
Σὲ ἕνα πρόσφατο ἀνέκδοτο διήγημά μου προτείνω, μὲ ἕνα
μικρὸ πρόλογο, ὡς διήγημα τὶς σημειώσεις ποὺ κρατοῦσε κάποιος ἄγνωστος
συγγραφέας ὑπὸ μορφὴν κεφαλαίων καὶ ὑποκεφαλαίων, θέλοντας ὁ τελευταῖος
κάποτε νὰ γράψει ἕνα αὐτοβιογραφικὸ μυθιστόρημα πρὶν πεθάνει. Ἔκρινα
ὅτι αὐτὸ τὸ ὑλικὸ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ ὑποκαταστήσει περιττὲς περιγραφὲς
γεγονότων τὰ ὁποῖα προοικονομοῦσαν οἱ τίτλοι καὶ οἱ ὑπότιτλοι τῶν
κεφαλαίων, ὅπως γινόταν στὰ παλιὰ ξένα καὶ ἑλληνικὰ μυθιστορήματα.
Θὰ μποροῦσα νὰ σημειώσω ἀρκετὰ ἀκόμα γύρω ἀπὸ τὴ φύση,
ὅπως ἐγὼ τὴν ἀντιλαμβάνομαι, τοῦ διηγήματος ἀλλὰ θὰ μακρηγοροῦσα,
ὁπότε σταματῶ γιὰ νὰ περάσω πιὸ ἐξειδικευμένα σὲ αὐτὸ ποὺ ἔχω ἀναλάβει
νὰ θίξω, δηλαδὴ τὴ σχέση καὶ τὴν ἀνταπόκριση μικρῆς φόρμας καὶ ταινίας
μικροῦ μήκους.
Ἀναγκαία παρένθεση: τί ἐννοοῦμε ὅταν μιλᾶμε γενικὰ
καὶ τυπικὰ γιὰ μιὰ «ταινία μικροῦ μήκους»;
Πρόκειται γιὰ μιὰ ταινία (ἀνεξαρτήτως περιεχομένου) τῆς
ὁποίας ἡ διάρκεια δὲν ξεπερνᾶ τὰ 35 λεπτὰ περίπου. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ μέχρι
τὰ 59 λεπτὰ κάθε ταινία αὐτῆς τῆς διάρκειας ὀνομάζεται «ταινία μεσαίου
μήκους». Εἶναι προφανὲς ὅτι οἱ ταινίες ποὺ ξεπερνοῦν τὴ μία ὥρα θεωροῦνται
«ταινίες μεγάλου μήκους».
Θὰ ἐπαναλάβω ὅτι σὲ γενικὲς γραμμές, καὶ ἄς μὴν φανεῖ αὐτὸ
παράξενο, ἡ μεταφορὰ τοῦ διηγήματος στὴ φόρμα τῆς ταινίας μικροῦ
μήκους παρουσιάζει τὰ προβλήματα ποὺ ἔχει ἕνα ὁποιοδήποτε λογοτέχνημα
ὅταν θέλουμε νὰ τὸ μετατρέψουμε σὲ κινούμενες εἰκόνες.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπανέρχομαι στὴν ἀπάντηση τοῦ τρίτου ἐρωτήματος
ποὺ ἔθεσα προηγουμένως σχετικὰ μὲ τὴ διαφορὰ ἢ μὴ τῶν ἐκφραστικῶν
κωδίκων κινηματογράφου καὶ λογοτεχνίας.
Ναί, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δύο διαφορετικοὺς κώδικες, ἂς
τοὺς θεωροῦμε πλέον, σὲ κάποιο βαθμὸ ταυτόσημους.
Μπορεῖ, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ ὄσμωση τῶν δύο μέσων νὰ ἔχει
δημιουργήσει ἀλληλεπιδράσεις (οἱ συγγραφεῖς δὲν γράφουν πλέον ὅπως
ἔγραφαν πρὶν ἀπὸ τὴν ἔλευση τοῦ κινηματογράφου, ὅπως καὶ οἱ σκηνοθέτες
μετὰ τὴ συνειδητοποίηση ὅτι ἡ γραφὴ παίζει καθοριστικὸ ρόλο στὴν
παραγωγὴ κινουμένων εἰκόνων, δὲν κινηματογραφοῦν ὅπως παλιὰ), ἀλλὰ
οἱ διαφορὲς τῶν δύο μέσων εἶναι σαφεῖς.
Θὰ συμφωνήσουμε στὸ ἑξῆς γνωστὸ καὶ πολυειπωμένο: ὅτι
τὴ λογοτεχνικὴ περιγραφὴ τοῦ ἀνοίγματος μιᾶς πόρτας μποροῦμε νὰ τὴ
φανταστοῦμε μὲ ἄπειρους τρόπους, ἐνῶ στὸν κινηματογράφο τὸ ἄνοιγμα
μιᾶς πόρτας τὸ βλέπουμε νὰ συμβαίνει ἅπαξ.
Αὐτὸ πάλι δὲν σημαίνει ὅτι ἡ κινηματογραφικὴ ἀποτύπωση
ἑνὸς πράγματος δὲν κινητοποιεῖ τὴ φαντασία μας, κάθε ἄλλο.
Τὸ παράδειγμα ποὺ μόλις ἀνέφερα ὑπαινίσσεται περιορισμούς:
τοὺς περιορισμοὺς τῆς μηχανικῆς εἰκόνας, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὴν παγωμένη
ἀποτύπωση τῆς πραγματικότητας ἐκ μέρους τῆς φωτογραφίας γιὰ νὰ ἐξελιχθεῖ
σὲ μιὰ ὑπέρβασή της ἐκ μέρους τῆς κινούμενης εἰκόνας.
Ἐρωτῶ, ὅμως: δὲν ἔχει συμβεῖ στὸν καθένα μας νὰ γειωνόμαστε
διαβάζοντας μιὰ μονοσήμαντη λογοτεχνικὴ περιγραφή, ἐνῶ ἀντίθετα
βλέποντας κινούμενες εἰκόνες πάνω στὸ ἴδιο θέμα, αὐτὲς νὰ μᾶς ὠθοῦν
σὲ ὑπερβάσεις;
Νομίζω ὅτι οἱ προηγούμενες σύντομες σκέψεις προσπαθοῦν
νὰ δείξουν συγγένειες καὶ ἀποστάσεις τῶν δύο κωδίκων, τῆς λογοτεχνίας
καὶ τοῦ κινηματογράφου.
Τώρα ἄς περάσουμε πιὸ ἐξειδικευμένα στὴ σχέση διηγήματος
καὶ ταινίας μικροῦ μήκους χωρὶς νὰ ξεχνᾶμε ὅσα προαναφέρθηκαν γενικὰ
γιὰ τὴ σχέση λογοτεχνίας καὶ ὀθόνης.
Οἱ δύο αὐτὲς ἐκφράσεις δείχνουν νὰ μοιάζουν μεταξύ τους ὅσον
ἀφορᾶ τὴν ἔκταση, ἂς τὴν ποῦμε τῆς ἀφήγησης (ἂν καὶ ἐδῶ παρενθετικὰ
νὰ πῶ ὅτι χρησιμοποιῶ συμβατικὰ τὸν ὄρο ἀφήγηση, γιατί μπορεῖ νὰ
θέλω νὰ εἰκονοποιήσω ἕνα ἀντιαφηγηματικό, μὴ ἀναπαραστατικὸ
διήγημα…). Τέλος πάντων.
Μπορεῖ, λοιπόν, νὰ δείχνουν ἐξωτερικὰ ὅτι μοιάζουν οἱ δύο
ἐκφράσεις, ἀλλὰ βαθύτερα ἔχουν νὰ ἀντιμετωπίσουν στὴ σχέση τους τὰ
προβλήματα ποὺ ἀντιμετωπίζει, ὅπως προανέφερα, ἕνα ὁποιοδήποτε
λογοτέχνημα ποὺ πρόκειται νὰ γίνει κινούμενη εἰκόνα. Ἐξηγοῦμαι: ἐπειδὴ
ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ δύο διαφορετικοὺς κώδικες (αὐτὸν τῆς γραφῆς
καὶ αὐτὸν τῆς εἰκόνας, ἄσχετα μὲ τὸ ἂν κάποτε ἡ σημειολογικὴ θεωρία
ἀντιμετώπισε τὴν εἰκόνα ὡς κείμενο), θὰ πρέπει νὰ σκεφθοῦμε μὲ βάση
αὐτὸ ποὺ ὀνομάσθηκε «μεταστοιχείωση».
Ἔγινε ἀπὸ τὰ προηγούμενα κατανοητὸ ὅτι μέσα στὰ κοινὰ
γονίδια τῶν δύο ἐκφράσεων κυκλοφοροῦν καὶ ἄλλα ξένα, ποὺ θέλουν προσοχὴ
γιατὶ αὐτὰ εἶναι ποὺ συνθέτουν τὴ διαφορετικότητα.
Θέλω νὰ πῶ ὅτι αὐτὰ τὰ τελευταῖα εἶναι σὲ θέση νὰ ὑπονομεύσουν
ἕνα ἐγχείρημα ποὺ σὲ πρώτη ματιὰ μοιάζει εὔκολο.
Γιατὶ βλέποντας ἕνα διήγημα, κρίνουμε ὅτι ἀποτελεῖ
προσφορότερο ὑλικὸ γιὰ μεταφορὰ τὴν ὀθόνη ἀπὸ μιὰ ἐκτενῆ ἀφήγηση,
χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε τὶς δυσκολίες του.
Τὸ τονίζω αὐτὸ ἐπειδὴ ἀγαπῶ καὶ τὶς δύο ἐκφράσεις, διήγημα
καὶ ταινία μικροῦ μήκους, καὶ θεωρῶ ἀστοχία τὴν προεξόφληση τοῦ ἀποτελέσματος
μὲ βάση ἕνα σχῆμα ποὺ τὸ ὁμοειδές του θὰ σταθμισθεῖ μὲ ἕναν τρόπο προγραμματικό.
Θὰ φέρω ὡς παράδειγμα τὶς ἀναπόφευκτες δυσχέρειες ποὺ ἀντιμετωπίζει
τὸ ἐγχείρημα κάποιου σκηνοθέτη ὁ ὁποῖος θέλει νὰ μεταφέρει στὴν ὀθόνη
ἕνα διήγημα τοῦ Μπόρχες, γιατὶ ὁ μεγάλος αὐτὸς συγγραφέας χρησιμοποιεῖ
προσχηματικὰ στὰ περισσότερα διηγήματά του τὴν περιγραφικότητα.
Ὁπότε ὁ σκηνοθέτης πρέπει νὰ ἐπιλέξει ἕναν ἐσωτερικὸ τρόπο ἀφήγησης,
ὁ ὁποῖος βέβαια ἐπιβάλλεται νὰ συνάδει μὲ ὅλο τὸ σύστημα κωδίκων
τῆς τέχνης στὴν ὁποία μεταφέρεται τὸ διήγημα: ὅσον ἀφορᾶ τὸ μοντάζ,
τὸν ἐσωτερικὸ ρυθμό, τὶς διάφορες ἀντιστίξεις εἰκόνας-ἤχου κ.λπ.
Ἀλλὰ καὶ λιγότερο διανοητικὰ διηγήματα παρουσιάζουν
δυσκολίες, ἐὰν ὁ σκηνοθέτης μηχανιστικὰ μεταφέρει τὶς εἰκόνες τῶν
συγκεκριμένων ἀφηγήσεων (ὅπως αὐτὸς τὶς φαντάζεται φυσικὰ) στὸ ὀπτικοακουστικὸ
σύστημα μιᾶς ταινίας μικροῦ μήκους.
Ἐδῶ ἄλλη μιὰ ἀναγκαία παρένθεση ποὺ ἀφορᾶ στὴ «μεταστοιχείωση»
τοῦ λογοτεχνικοῦ κειμένου σὲ σενάριο:
Τὸ σενάριο κατὰ τὴ γνώμη μου, εἶναι ἐπίσης ἕνα λογοτεχνικὸ
κείμενο παρὰ τὶς ἀντίθετες ἀπόψεις, ἂν καὶ ἔχει τοὺς κανόνες καὶ τοὺς
περιορισμούς του, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι αὐτὸ δημιουργεῖται γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει
τὴ λογική τῶν κινούμενων εἰκόνων. Μόνο ποὺ συχνὰ ἡ γραφὴ ἑνὸς σεναρίου
συνομιλεῖ ἐπὶ ἴσοις ὄροις μὲ ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο. Ἕνα παράδειγμα:
ἡ γραφὴ τῆς Καθόδου τῶν
ἐννιά τοῦ Θανάση Βαλτινοῦ ἔχει περάσει ἀρχικὰ μέσα ἀπὸ
τὸ στάδιο τῆς σεναριοποίησης τῆς νουβέλας. Γι’ αὐτὸ ἡ εἰκονοποιία
τοῦ συγκεκριμένου ἔργου παραπέμπει στὸ κινηματογραφικὸ ἀπείκασμα,
κάνοντας τὶς δύο ἐκφράσεις νὰ διασταυρώνονται δημιουργικά.
Ὑπάρχουν, βέβαια, καὶ ἐξαιρέσεις: νουβέλες ἢ διηγήματα
ποὺ ἀποτυπώθηκαν στὸ σενάριο λέξη πρὸς λέξη καὶ κινηματογραφήθηκαν
π.χ. Τὸ γεράκι τῆς Μάλτας
τοῦ Τζὸν Χιοῦστον τὸ σενάριο τοῦ ὁποίου βασίσθηκε «πιστὰ» στὴν ὁμώνυμη
νουβέλα τοῦ Ντάσιελ Χάμετ. Ἐπίσης, ἡ ἀφήγηση μιᾶς σελίδας τοῦ Χούλιο
Κορτάσαρ Ἀλληλουχία
τῶν κήπων εἰκονογραφήθηκε σὰν σενάριο ἀπὸ τὸν Ἀχιλλέα
Κυριακίδη στὴν ὁμώνυμη μικροῦ μήκους ταινία του. Ὅταν λέω «πιστά»,
βέβαια, δὲν ἐννοῶ μιὰ μηχανιστικὴ ἀναπαράσταση πρώτου ἐπιπέδου,
ἀλλὰ μιὰ μετουσίωση, ἂς τὸ ὁρίσω ἔτσι, εἰκόνων σὲ ἕναν ἄλλον κώδικα.
Πολλοὶ θεωρητικοὶ ἔχουν παρομοιάσει τὴ μεταφορὰ ἑνὸς
λογοτεχνικοῦ ἔργου στὴν ὀθόνη μὲ τὴ μετάφραση. Δὲν ἔχουν ἄδικο γενικὰ
μιλώντας στὸ ἐπίπεδο τῆς λεγόμενης «μεταγλώττισης», ἀλλὰ πρέπει νὰ
τηρηθοῦν οἱ ἀναλογίες. Ἡ ἀπόδοση τῆς γλώσσας-πηγῆς στὴ γλώσσα-ὑποδοχῆς
σὲ ἕνα λογοτεχνικὸ ἔργο νομίζω ὅτι χρειάζεται νὰ τὸ ἀντιμετωπίσει
κανεὶς μὲ τοὺς ὅρους ποὺ προσπαθῶ νὰ ἀναλύσω.
Μία βιαστικὴ ματιὰ στὸ ζήτημα τῆς μεταφορᾶς στὴν ὀθόνη
τῆς μικρῆς ἢ τῆς μεγάλης φόρμας, ὅπως ἤδη ἀνέφερα, ὁδηγεῖ στὸ ἁπλοποιημένο
συμπέρασμα ὅτι ὁ σεναριογράφος δὲν ἔχει παρὰ ἐλάχιστες λιγότερες
ὑποχρεώσεις κατὰ τὴ μεταφορά.
Σὲ ἕνα πρῶτο ἐπίπεδο, φυσικά, δὲν ἀστοχοῦν ὅσοι τὸ ὑποστηρίζουν
αὐτό. Ἀλλὰ ἂν σκεφτοῦμε ὅτι ἕνα διήγημα μπορεῖ νὰ ἐκταθεῖ καὶ νὰ καλύψει
τὶς ἀνάγκες μιᾶς μεγάλου μήκους ταινίας, ἐπιβάλλεται νὰ ξανασκεφθοῦμε
τὸ θέμα.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν ἰσχυρίζομαι ὅτι ἕνα μυθιστόρημα μπορεῖ
νὰ συρρικνωθεῖ γιὰ νὰ μεταφερθεῖ στὴν ὀθόνη μὲ τὴ μορφὴ μικροῦ ἢ μεσαίου
μήκους ταινίας, ἀλλὰ καὶ τίποτα δὲν ἀποκλείεται.
Ἄς θυμηθοῦμε τὴν περίπτωση τοῦ Μαγικοῦ βουνοῦ τοῦ Τόμας Μάν, ποὺ πολλοὶ
ἐπώνυμοι σκηνοθέτες τοῦ παγκόσμιου κινηματογράφου, κατὰ καιρούς,
φλέρταραν μὲ τὴν ἰδέα τῆς μεταφορᾶς του σὲ ταινία μεγάλου μήκους, ἀλλὰ
δὲν προχώρησαν, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ πληθωρικὸ αὐτὸ μυθιστόρημα νὰ
μεταφερθεῖ, τελικά, ἐξαιρετικὰ ὑπὸ μορφὴν τηλεταινίας, μέσω μιᾶς
ἐμπνευσμένης διασκευῆς του.
Ἐδῶ χρειάζεται νὰ εἰσάγω στὴ συζήτηση διάφορους ὅρους
ποὺ λανθάνουν μέχρι τώρα στὸ κείμενό μου καὶ ἀφοροῦν γνωστοὺς καὶ τυπικοὺς
τρόπους/τεχνικὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο (καὶ ὄχι μόνο)
σεναριοποιεῖται:
Ὅλοι ἔχετε δεῖ στοὺς τίτλους μιᾶς ταινίας φράσεις ὅπως: τὸ
σενάριο εἶναι β α σ ι σ μ έ ν ο στὸ τάδε κείμενο, ἐ μ π ν ε υ
σ μ έ ν ο ἀπό τό…, τὸ σενάριο ἀποτελεῖ δ ι α σ κ ε υ ὴ
τοῦ τάδε κειμένου ἢ π ρ ο σ α ρ μ ο γ ὴ τοῦ τελευταίου ἢ
βασισμένο σὲ μιὰ ἰ δ έ α ἑνὸς κειμένου…
Ἔγινε φανερὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα, πάντως, ὅτι σὲ κάθε
περίπτωση τὸ τελικὸ κινηματογραφικὸ προϊὸν προκύπτει μέσα ἀπὸ
μιὰ περίπου μετάλλαξη τῶν στοιχείων ἑνὸς διηγήματος.
Προσοχή, ὅμως: αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι γενικὰ ἡ μικρὴ λογοτεχνικὴ
φόρμα δὲν εἶναι προσφορότερη στὰ χέρια ἑνὸς ὑποψιασμένου σεναριογράφου
γιὰ τὴν μετατροπή της σὲ εἰκόνες ἐν σχέσει μὲ τὴ μεγάλη λογοτεχνικὴ
φόρμα.
Προσπαθῶ ἁπλῶς νὰ ἐπιτονίσω τὰ ἐξ ὁρισμοῦ ἐμπόδια ποὺ ὑπάρχουν
γιὰ τὸ ἐγχείρημα τῆς μεταστοιχείωσης, ἐὰν κανεὶς θελήσει νὰ μεταγράψει
χωρὶς προβληματισμὸ μιὰ «μικρὴ ἱστορία» σὲ κινούμενες εἰκόνες.
Γιατί αὐτὸ ποὺ ὁρισμένοι θεωροῦν ὡς ἀπόσταγμα ἑνὸς διηγήματος,
δηλαδὴ μιὰ ἰ δ έ α ἢ ὡς ἀφηγηματικὴ πρόταση ἕνα τ α
χ ύ δ ρ α μ α, μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει τὴν ψευδαίσθηση ὅτι ἡ κινηματογράφησή
του εἶναι μιὰ ὑπόθεση ἁπλή.
Ἄς ἀναφερθῶ στὴν μεταφορὰ τοῦ διηγήματος τοῦ Κωνσταντίνου
Θεοτόκη «Πίστομα» στὴν ὀθόνη. Νὰ θυμίσω ότι ἔχουν γίνει πολλὰ σενάρια
καὶ ἀρκετὲς μεταφορὲς τοῦ κειμένου αὐτοῦ σέ ταινίες μικροῦ μήκους
καὶ ὅτι κάθε φορὰ ἡ κινηματογράφηση τῆς «ἁπλῆς» αὐτῆς ἱστορίας ἔδινε
ἄλλη αἴσθηση.
Ἡ ἀπάντηση στὸ τελευταῖο ἐρώτημα εἶναι αὐτονόητη, πιστεύω
καὶ σχετίζεται μὲ ὅσα προεῖπα.
Νὰ συνοψίσω:
Τὸ μπονζάι, ἡ μικρὴ φόρμα, εἶναι μιὰ μορφὴ λογοτεχνικῆς ἔκφρασης
ἡ ὁποία ἀμέσως παραπέμπει στὴν ταινία μικροῦ μήκους, γιατί σὲ ἕνα
πρῶτο ἐπίπεδο οἱ κώδικες τῶν δύο διατυπώσεων μοιάζουν.
Αὐτό, ὅμως, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν χρειάζεται μεταξύ τους
νὰ παρεμβληθεῖ ἡ ὑποψιασμένη σεναριακὴ ἐπεξεργασία οὕτως ὥστε
νὰ ἐπιτευχθεῖ ἡ σύζευξη ὅλων ἐκείνων τῶν ἀνόμοιων στοιχείων συντακτικῶν
καὶ νοηματικῶν ποὺ διαφοροποιοῦν τοὺς δύο αὐτοὺς κώδικες.
Εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἡ σκηνοθετικὴ ὑλοποίηση, στὴ συνέχεια,
τοῦ σεναρίου, εἶναι μιὰ ἀκόμα βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ
ἕνα αἰσθητικὸ ἀποτέλεσμα.
Ἐπίσης, ἐὰν θὰ περίμενε κανεὶς νὰ δεῖ ἀποτυπωμένη στὴν
ὀθόνη μὲ «πιστότητα» τὴ μικρὴ ἱστορία, μᾶλλον δὲν ἔχει προβληματισθεῖ
πάνω στὰ ζητήματα τῆς «μεταγλώτισσης», τῆς «ἀπόδοσης», τῆς «μεταφορᾶς»
ἑνὸς κειμένου σὲ μιὰ ἄλλη μορφικὴ περιοχὴ μὲ τὶς δικές της ἀπαιτήσεις
καὶ τοὺς δικούς της κανόνες. Γιατί τὸ ὀπτικοακουστικὸ σύστημα μιᾶς
ταινίας εἶναι ἰδιαίτερο. Ὀλισθηρὸ ἐὰν δὲν προσεχθεῖ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ
εἰσέρχεται στὰ ἐνδότερά του: διότι ἀπαιτεῖ εἰδικὲς συνθέσεις στοιχείων
τὰ ὁποῖα μὲ μιὰ ἐπιπόλαιη ματιὰ δείχνουν νὰ μοιάζουν μεταξύ τους ἐνῶ
τὰ χωρίζουν ἀποστάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου