[Ὁ ἀναγνώστης θὰ κατανοήσει καλύτερα τὸ μπονζάι ποὺ ἀκολουθεῖ, ἂν διαβάσει προηγουμένως τὸ πασίγνωστο στὴν Βουλγαρία ὁμώνυμο πεζὸ τοῦ Ἐλὶν Πελὶν(1904).. Γραμμένο ἑκατὸ χρόνια μετὰ (2004) ἀπὸ τὸ πεζὸ τοῦ διάσημου συμπατριώτη του, καὶ πάνω στὸ χνάρι του, «Ἡ ἐποχὴ τοῦ θερισμοῦ» τοῦ Μιχαὴλ Βέσιμ ἔρχεται νὰ σατυρίσει τὰ ἤθη μιᾶς μερίδας τῆς νεολαίας, διαβρωμένης ἀπὸ τὴν μουσικὴ ὑποκουλτούρα τῆς Δύσης καὶ τὰ ναρκωτικά, στὴν μετα“κομμουνιστικὴ” καπιταλιστικὴ πιὰ Βουλγαρία. Σ.Τ.Ε.]
ΔΥΝΑΤΟ ΘΕΡΙΣΜΑ πέφτει μέσα στὰ κλὰμπ
τοῦ φαρδύκαμπου τῆς Σόφιας. Ἀπὸ ἄκρη σὲ ἄκρη, μέχρι ποὺ φτάνει τὸ μάτι
ἀνθρώπου, κουνιοῦνται χρυσὰ στάχια κάναβης καὶ κουρασμένοι ἐργάτες
διακρίνονται ἐκεῖ στὰ ἄγρια χαράματα. Ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὲς τὶς μέρες
ἕνα φοβερὸ καύσωνα στὸ sound. Τὰ φωτεινὰ ἐφὲ λάμπουν ἄγρια καὶ ἀνελέητα,
ἀλλὰ οἱ καυτές τους ἀκτίνες δὲν διώχνουν ἀπὸ τὰ χωράφια τοῦ κλὰμπ τοὺς
ἐργατικοὺς νέους. Ἐκεῖνοι ἀκούραστα θερίζουν ἐκεῖ καὶ συγκεντρώνουν
χρυσὰ δεμάτια ἰνδικῆς κάναβης. Ἱδρώτας τρέχει ἀπὸ τὰ μέτωπά τους, ἡ
ψυχὴ μένει χωρὶς δύναμη, μὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάπαυλα. Περιμένει ἡ ὥριμη
κάναβη. [Εν όψει, ο Μιχαήλ Βέσιμ, ως σαρκαστής της Ναπολεόντιας κυριαρχίας του τύπου.....]
Καὶ
νά σ' αὐτὴν τὴν σκληρὴ ἐποχή, κάτω ἀπὸ τὴν καυτὴ κόλαση τῶν προβολέων
ἠχοῦν οἱ ρυθμοὶ τοῦ συγκροτήματος «Μετρόπολη» καὶ ρέουν σὲ techno-κύματα
μέχρι τὸν οὐρανὸ σὰν προσευχὴ εὐχαριστίας. Σηκώνονται κάπου ἀπὸ τὴν
γωνία δυνατοὶ κρότοι καὶ ντεσιμπὲλ καὶ δυναμωμένο μέσα ἀπὸ χιλιάδες
βάτ, ὑψώνεται ἕνα τραγούδι νέο, ἀνέμελο, φαρδὺ-πλατὺ σὰν τὸν κάμπο,
ἱερὸ σὰν τὸν ἔρωτα.
Ὁ
Ντὶ Τζέι Νικόλα Ἔϊ ἀφήνει τὸ βαρὺ δεμάτι κάναβης καὶ γιὰ κάμποση ὥρα
ἀφουγκράζεται ἀπὸ τὴν θέση του. Ὕστερα χαμογελαστὸς παρατηρεῖ τὴν
γριά του μητέρα καὶ τὴν μικρή του ἀδελφούλα νὰ κουνιοῦνται μόνες στὴν
πίστα. Ἡ ἀδελφή του καταπίνει ἕνα χάπι ἔκσταση καὶ χαρούμενα τὸν
πειράζει:
«Ἀδελφέ,
μέσα ἀπ' αὐτὲς ἐδῶ τὶς τεχνολογίες, δὲν μπορεῖς ν' ἀναγνωρίσεις τὴν
φωνὴ τῆς Πένκα!»
«Τὴν
πιάνω, ἀλλὰ ἀδύνατη... Ὅταν μιξαριστεῖ στὸν ὑπολογιστὴ καὶ περάσει
ἀπὸ τὰ ἠχεῖα, ἡ vocal χάνεται!», ἀπαντᾶ ὁ Ντὶ Τζέι Νικόλα Ἔϊ, καὶ
συμπληρώνει:
«Μητέρα, γιὰ κάτσε νὰ ξεκουραστεῖς καὶ νὰ τοὺς ἀκούσεις! Ἂν πιάσεις
τὴν vocal τῆς Πένκα μέσα σ' αὐτὸ τὸ πατιρντί, νὰ ξέρεις ὅτι πράγματι θὰ
γίνει νύφη σου!»
Σηκώνεται
ὄρθια ἡ γριά του μητέρα, πίνει τὸ λεξοτανίλ της, τοῦ χαμογελᾶ μὲ ἀγάπη,
καθὼς κουνιέται στοὺς ξέφρενους ρυθμοὺς τῆς μουσικῆς:
«Ἂν
ἐσὺ δὲν ἀναγνωρίζεις τὴν φωνή της, ἐγὼ θὰ τὴν καταλάβω;»
«Ἂν
τραγουδοῦσε μόνη της, πέρα ἀπὸ θάλασσες, θὰ τὴν ἀναγνώριζα. Ἀλλὰ μὲ τὸ
“Μετρόπολη”... ἀκόμη κι ἕνας ἔμπειρος Ντὶ Τζέι σὰν κι ἐμένα δυσκολεύεται.»
Ἀπὸ
ἕνα ἀπομακρυσμένο σεπαρὲ ἄξαφνα καταφτάνει ἕνα "φτιαγμένο"
ξυπόλυτο πιτσιρίκι καὶ φοβισμένο ἀνακοινώνει, ὅτι ἡ Πένκα ἔχει
λιποθυμήσει ἀπὸ ὑπερβολικὴ δόση.
Ἡ ἄσχημη
εἴδηση μεταδόθηκε στόμα μὲ στόμα σ' ὅλο τὸν κάμπο τοῦ κλάμπ. Ἔτρεξε
ὁ Ντὶ Τζέι Νικόλα Ἔϊ τρελαμένος, σὲ ἀπόγνωση, μέριαζε τὸν κόσμο καὶ ἔπεσε
δίπλα ἀπὸ τὸ ἄψυχο σῶμα τῆς κοπέλας.
«Πένκα, χαρά μου, techno-χαρά μου, τραγούδι μου techno!», πνίγεται
ἡ φωνή του μέσα σὲ λυγμούς, ἐπίσης σὲ στὺλ techno.
Τὸ
ἑπόμενο βράδυ τὰ φῶτα συνέχισαν νὰ καῖνε ἀνελέητα καὶ τὰ ὄργανα
τοῦ «Μετρόπολη» κροτοῦσαν ξανὰ μέχρι τὸν Θεό. Ἀλλὰ μέσα στὰ χωράφια
τοῦ κλάμπ, γεμάτα κάναβη, δὲν ὑπῆρχαν ἐργάτες. Τὰ στάχια καίγονταν
καὶ ἔπεφταν μοναχικά.
Ὁ
κάμπος μὲ τὴν ἰνδικὴ κάναβη γιόρταζε βαριὰ γιορτή.
Κήδευαν
τὴν Πένκα, τὸ μανεκέν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου