Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

Ἄνα Μαρία Σούα (Ana Maria Shua): Μιὰ συ­νέν­τευ­ξη γιὰ τὸ ἱστολόγιο «Πλανόδιον- Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι»



 συ­νέν­τευ­ξη στὴν Ἄν­να Βερ­ροι­ο­πού­λου


Α.Β.: Εἶ­στε γνω­στὴ ὡς ἡ βα­σί­λισ­σα τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος στὴν ἰ­σπα­νι­κὴ γλώσ­σα. Για­τί ἀ­σχο­λη­θή­κα­τε μὲ τὴ συγ­κε­κρι­μέ­νη φόρ­μα; Ἐ­σεῖς ἐ­πι­λέ­ξα­τε τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἢ μή­πως ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α ἐ­πέ­λε­ξε ἐ­σᾶς;

Α.Μ.Σ.: Ὅ­πως συμ­βαί­νει συ­νή­θως μὲ ὅ­λα τα με­γά­λα πά­θη τῆς Ἱ­στο­ρί­ας (παγ­κό­σμια καὶ προ­σω­πι­κά), ἡ ἐ­πι­λο­γὴ ἦ­ταν ἀ­μοι­βαί­α. Πάν­τα μὲ ἐν­δι­έ­φε­ρε ὡς ἀ­να­γνώ­στρια ἡ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση. Στὴν ἀρ­γεν­τι­νὴ λο­γο­τε­χνί­α ὅ­λοι οἱ με­γά­λοι μας συγ­γρα­φεῖς εἶ­χαν ἀ­σχο­λη­θεῖ μὲ τὸ εἶ­δος: ὁ Μπόρ­χες, ὁ Κορ­τά­σαρ, ὁ Κα­σά­ρες καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι. Ἐ­ξάλ­λου, στὴ γρα­φή μου ἔ­χω μιὰ αὐ­θόρ­μη­τη τά­ση πρὸς τὴ συν­το­μί­α. Ὅ­ταν ἐ­γὼ ξε­κί­νη­σα νὰ γρά­φω, ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α δὲν ἀ­να­γνω­ρι­ζό­ταν ὡς μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ φόρ­μα ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα. Ὑ­πῆρ­χε τό­τε ἕ­να με­ξι­κα­νι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ El cuento, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε προ­κη­ρύ­ξει ἕ­να δι­α­γω­νι­σμὸ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος, μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα στὰ εἴ­κο­σι πέν­τε μου νὰ ἀρ­χί­σω νὰ γρά­φω μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα γιὰ νὰ λά­βω μέ­ρος. Ἔ­τσι βγῆ­κε τὸ πρῶ­το μου βι­βλί­ο, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­κό­μη καὶ σή­με­ρα ἀ­γα­πῶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ΄ ὅ­λα: Ἡ ὀ­νει­ρο­πα­γί­δα (La sueñera).

Α.Β.: Μι­λῆ­στε μας λί­γο γιὰ τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά σας: τὸ ὕ­φος σας, τὶς ἐ­πιρ­ρο­ές σας κλπ.

Α.Μ.Σ.: Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς συγ­γρα­φεῖς ποὺ προ­α­νέ­φε­ρα, στοὺς ὁ­ποί­ους ὀ­φεί­λω νὰ προ­σθέ­σω τὴ Σιλ­βί­να Ὀ­κάμ­πο, τὸν Ἰ­σι­δό­ρο Μπλά­ι­στεν καὶ τὸν Μάρ­κο Ντε­νέ­βι (ὄ­χι τό­σο γνω­στοὶ παγ­κο­σμί­ως, ὡ­στό­σο πο­λὺ ση­μαν­τι­κοὶ γιὰ τὴ λο­γο­τε­χνί­α μας), ὑ­πάρ­χουν κι ἄλ­λοι ποὺ ἐ­πη­ρέ­α­σαν ση­μαν­τι­κὰ τὸ ἔρ­γο μου. Πρῶ­τον, οἱ γάλ­λοι νε­ω­τε­ρι­στὲς συγ­γρα­φεῖς τῶν ἀρ­χῶν τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, οἱ ὁ­ποῖ­οι θέ­σπι­σαν νέ­ους ρι­ζο­σπα­στι­κοὺς κα­νό­νες στὴ λο­γο­τε­χνί­α: Μπρε­τόν, Ἀ­πολ­λι­ναίρ, Σβόμπ, Ζα­ρύ, Ἀρ­τώ, Λο­τρε­α­μόν... Λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἕ­να ἄλ­λο βι­βλί­ο ποὺ μὲ ση­μά­δε­ψε: Τὸ ὄ­πιο τοῦ Κο­κτώ. Τὸ ἔρ­γο μου ἐ­πη­ρέ­α­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα ἕ­νας βέλ­γος συγ­γρα­φέ­ας, ὁ ὁ­ποῖ­ος θε­ω­ρεῖ­ται ποι­η­τὴς ἀλ­λὰ γιὰ μέ­να ἦ­ταν ἕ­νας ἐ­ξαί­ρε­τος μι­κρο­δι­η­γη­μα­το­γρά­φος: ὁ Ἀν­ρὶ Μι­σὼ μὲ τὸ Voyage en Grande Garabagne. Χά­ρη στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ El cuento γνώ­ρι­σα ἐ­πί­σης τοὺς λα­τι­νο­α­με­ρι­κά­νους συγ­γρα­φεῖς, τοὺς θε­με­λι­ω­τὲς τοῦ εἴ­δους (ὅ­πως ὁ Ἀρ­ρε­ό­λα καὶ ὁ Μον­τερ­ρό­σο) κι ἄλ­λους ἀπ΄ ὅ­λη τὴν ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ἤ­πει­ρο, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πὸ τὸ Με­ξι­κό, ὅ­που εἶ­χε ἀν­θί­σει ἡ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση. Καὶ φυ­σι­κά, ἔ­χω πάν­τα στὴ σκέ­ψη μου τὸν με­γα­λύ­τε­ρο γιὰ μέ­να συγ­γρα­φέ­α μι­κρο­δι­η­γη­μά­των τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να, τὸν Φρὰν­τς Κάφ­κα.

       Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ ὕ­φος μου, ξε­κί­νη­σα γρά­φον­τας ποί­η­ση καὶ πι­στεύ­ω ὅ­τι αὐ­τὴ ἡ ἀ­νάγ­κη μου ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἐκ­φρά­ζε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά μου. Ὅ­λα ἢ σχε­δὸν ὅ­λα εἶ­ναι ἀ­φη­γη­μα­τι­κά, μο­λα­ταῦ­τα ἡ ποί­η­ση πάν­τα γυ­ρο­φέρ­νει, παί­ζον­τας μὲ τὴ γλώσ­σα, προ­κα­λών­τας στὰ κεί­με­νά μου ἀμ­φι­λο­γί­α καὶ πο­λυ­ση­μί­α. Του­λά­χι­στον, στὰ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πὸ αὐ­τά.


Α.Β.: Ἡ συγ­γρα­φὴ ἀ­πο­τε­λεῖ ἐ­νί­ο­τε μέ­σο συ­ναι­σθη­μα­τι­κῆς ἀ­πο­φόρ­τι­σης. Γιὰ σᾶς ἡ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των εἶ­ναι μιὰ πρά­ξη συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ ἢ δι­α­νο­η­τι­κὸ παι­χνί­δι;

Α.Μ.Σ.: Θε­ω­ρῶ πὼς γιὰ ἕ­ναν ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α συγ­γρα­φέ­α (καὶ δὲν ἐν­νο­ῶ ὅ­ποι­ον ἀ­μεί­βε­ται ἀλ­λὰ αὐ­τὸν ποὺ ἔ­χει ἀ­φι­ε­ρώ­σει τὴ ζω­ή του στὸ γρά­ψι­μο) δὲν εἶ­ναι πο­τὲ ἕ­να μέ­σο ἀ­πο­φόρ­τι­σης. Ἐ­μεῖς οἱ συγ­γρα­φεῖς δὲν ἀ­πο­ζη­τοῦ­με τὴ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ κά­θαρ­ση, ἀλ­λὰ νὰ προ­κα­λέ­σου­με μιὰ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ ἀν­τί­δρα­ση σὲ ὅ­ποι­ον μᾶς δι­α­βά­ζει. Πολ­λοὶ μοῦ λέ­νε ὅ­τι γρά­φουν μα­νι­ω­δῶς γιὰ νὰ ἐ­κτο­νω­θοῦν κι ἔ­πει­τα σβή­νουν ἢ κα­τα­στρέ­φουν τὶς ἀ­πο­δεί­ξεις. Οἱ πραγ­μα­τι­κοὶ συγ­γρα­φεῖς τρε­φό­μα­στε ἀ­πὸ γνή­σια μα­ται­ο­δο­ξία: δὲ σβή­νου­με, δὲν κα­τα­στρέ­φου­με τί­πο­τα καὶ τε­λι­κὰ ἀ­φή­νου­με τὴν τύ­χη τῶν γρα­πτῶν μας στοὺς ἐ­κτε­λε­στὲς τῆς δι­α­θή­κης μας μὲ τὴν ἐλ­πί­δα ὅ­τι πο­τὲ δὲ θὰ κά­νουν κά­τι τέ­τοι­ο.

       Συ­νε­πῶς, ὄ­χι, ἡ συγ­γρα­φὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των δὲν εἶ­ναι γιὰ μέ­να συ­ναι­σθη­μα­τι­κή. Ἀ­ναμ­φί­βο­λα, δὲ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι οὔ­τε δι­α­νο­η­τι­κὸ παι­χνί­δι, του­λά­χι­στον στὶς κα­λύ­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις. Ὅ­ταν ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σὲ ἕ­να παι­χνί­δι εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τας, προ­δί­δει τὶς δυ­να­τό­τη­τές της μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα μιὰ φτω­χὴ λο­γο­τε­χνί­α. Εἶ­ναι κα­λὸ ἕ­να ἔρ­γο νὰ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται εὐ­φυ­ές, ἀλ­λὰ ὄ­χι μό­νο αὐ­τό. Ἂν κά­ποι­α κεί­με­νά μου ἔ­χουν γρα­φτεῖ μὲ αὐ­τὸν τὸν τρό­πο, δὲν εἶ­ναι αὐ­τὰ γιὰ τὰ ὁ­ποῖ­α νι­ώ­θω πε­ρή­φα­νη. Εἶ­μαι ἄν­θρω­πος φι­λό­δο­ξος: τὰ σύν­το­μα ἀ­φη­γή­μα­τά μου, ὅ­πως καὶ τὰ δι­η­γή­μα­τα, τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα καὶ τὰ ποι­ή­μα­τά μου ἔ­χουν ἕ­να σκο­πό. Νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο μὲ ἕ­ναν τρό­πο ποὺ δὲν τὸν ἔ­χει ξα­να­κά­νει κα­νείς, νὰ εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ νὰ φέρ­νουν τὸ χα­μό­γε­λο καὶ νὰ συγ­κι­νοῦν, νὰ εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ νὰ τα­ρα­κου­νή­σουν τὸν ἀ­να­γνώ­στη.

Α.Β.: Ἂν καὶ ἰ­δι­αί­τε­ρα σύν­το­μα, τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἀ­παι­τοῦν συ­χνὰ τὴν αὐ­ξη­μέ­νη συγ­κέν­τρω­ση τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι οἱ ἀ­να­γνῶ­στες τους εἶ­ναι πιὸ ἀ­παι­τη­τι­κοὶ λό­γῳ αὐ­τοῦ;

Α.Μ.Σ.: Πράγ­μα­τι, τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τα ἀ­παι­τοῦν πο­λὺ με­γά­λη συγ­κέν­τρω­ση. Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ δι­α­βά­σει ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα ἀ­φη­ρη­μέ­να, πη­δών­τας ὁ­λό­κλη­ρες πα­ρα­γρά­φους, κι ὅ­μως νὰ τὸ κα­τα­λά­βει πλή­ρως. Σὲ ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα καὶ ἡ ἐ­λά­χι­στη ἀ­προ­σε­ξί­α ἐμ­πο­δί­ζει τὴν κα­τα­νό­η­ση. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, ὁ ἀ­να­γνώ­στης κά­νει τὸν κό­πο νὰ τὸ ξε­κι­νή­σει, νὰ συλ­λά­βει τὸ ὕ­φος, νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει τοὺς κώ­δι­κές του, νὰ συ­νη­θί­σει τὸ ρυθ­μό, τὴν πλο­κή, νὰ μά­θει τὰ πρό­σω­πα. Κι ἔ­πει­τα τὸ ἀ­φή­νει στὸ κο­μο­δί­νο μπαι­νο­βγαί­νον­τας στὸ βι­βλί­ο ὅ­πο­τε θέ­λει χω­ρὶς πρό­βλη­μα. Σὲ ἕ­να μι­κρο­δι­ή­γη­μα, μό­λις κά­ποι­ος κα­τα­φέ­ρει νὰ κα­τα­νο­ή­σει τοὺς νό­μους ποὺ δι­έ­πουν τὸ μι­κρο­σκο­πι­κό του σύμ­παν, τὸ κεί­με­νο ἔ­χει τε­λει­ώ­σει καὶ ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νὰ ξα­ναρ­χί­σει τὴν προ­σπά­θεια γιὰ τὸ ἑ­πό­με­νο. Γι’ αὐ­τὸ οἱ ἐκ­δο­τι­κοὶ προ­τι­μοῦν κα­τὰ σει­ρὰ προ­τε­ραι­ό­τη­τας τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα, τὸ δι­ή­γη­μα καὶ τε­λευ­ταῖ­ο τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα. (Τὴν ποί­η­ση οὔ­τε κὰν τὴν ἀ­να­φέ­ρω δι­ό­τι δὲν ἔ­χει θέ­ση στὴν ἀ­γο­ρὰ τοῦ βι­βλί­ου). Κι ἀ­ναμ­φί­βο­λα, εἶ­ναι ἕ­να λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος ἀ­παι­τη­τι­κὸ γιὰ τὸν ἀ­να­γνώ­στη.

Α.Β.: Κλεί­νον­τας τού­τη τὴ συ­νέν­τευ­ξη, ἂς πᾶ­με στὴν Ἑλ­λά­δα. Σᾶς ἀ­ρέ­σει κά­ποι­ος ἀ­πὸ τοὺς Ἕλ­λη­νες συγ­γρα­φεῖς;

Α.Μ.Σ.: Δὲν κα­λο­γνω­ρί­ζω τοὺς σύγ­χρο­νους Ἕλ­λη­νες συγ­γρα­φεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­ξάλ­λου ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ ἐ­λά­χι­στα στὰ ἱ­σπα­νι­κά. Μοῦ ἀ­ρέ­σουν πο­λὺ οἱ ποι­η­τές, γνω­ρί­ζω ὅ­μως μό­νο τοὺς πιὸ δι­ά­ση­μους: τὸν Κα­βά­φη καὶ τὸν Ἐ­λύ­τη. Φυ­σι­κὰ ἔ­χω δι­α­βά­σει Κα­ζαν­τζά­κη, κά­τι ἴ­σως ἀ­να­με­νό­με­νο. Καὶ Σα­μα­ρά­κη. Αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­ο­δο στὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ δι­α­βά­ζον­ται πο­λὺ τὰ ἀ­στυ­νο­μι­κὰ τοῦ Μάρ­κα­ρη, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει πολ­λοὺς θαυ­μα­στές, μο­λα­ταῦ­τα ἐ­γὼ σπά­νια δι­α­βά­ζω ἀ­στυ­νο­μι­κά...

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἄ­να Μα­ρί­α Σού­α (Ana Maria Shua) (Μπουένος Ἄιρες, Ἀρ­γεν­τι­νή, 1951). Ἀ­πὸ τὶς πιὸ ἀ­ξι­ό­λο­γες καὶ δη­μο­φι­λεῖς συγ­γρα­φεῖς τῆς Ἀρ­γεν­τι­νῆς. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πε­ρις­σό­τε­ρα ἀ­πὸ σα­ράν­τα βι­βλί­α καὶ θε­ω­ρεῖ­ται ἡ βα­σί­λις­σα τοῦ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τος στὴν ἰ­σπα­νι­κὴ γλώς­σα. Τὰ δι­η­γή­μα­τα καὶ τὰ μι­κρο­δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν βρα­βευ­τεῖ καὶ χαί­ρουν παγ­κό­σμιας ἀ­να­γνώ­ρι­σης μὲ με­τα­φρά­σεις σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο: ἀ­πὸ τὶς ΗΠΑ καὶ τὴν Γερμανία ἕ­ως τὴν Ἰσ­λαν­δί­α καὶ τὴν Κί­να. Τὸ 2014 ἔ­λα­βε τὸ Κρα­τι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας (Ἀρ­γεν­τι­νή). Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔ­χει κυ­κλο­φο­ρή­σει ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­δι­η­γη­μά­των Ὀ­νει­ρο­πα­γί­δα (La sueñera, 1984) σὲ με­τά­φρα­ση τῆς Ἄν­νας Βερ­ροι­οπού­λου, ἕ­να βι­βλί­ο γιὰ τὰ ὄ­νει­ρα, τὸν ὕ­πνο καὶ τὴν ἀ­ϋ­πνί­α. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τῆς με­τα­φρά­στρι­ας καὶ στὴν στήλη μας «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β’», ἐγγραφὴ τῆς 13-08-2016.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Ἄν­να Βερ­ροι­ο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1970). Μετάφραση, διήγημα. Σπού­δα­σε Ὠ­κε­α­νο­γρα­φί­α καὶ Ἰ­σπα­νι­κὴ Γλώς­σα καὶ Πο­λι­τι­σμό. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ λο­γο­τε­χνι­κὴ με­τά­φρα­ση (Juan Ramon Jimenez, Antonio Di Βenedetto κ.ἄ.). Δι­δά­σκει ἰ­σπα­νι­κὰ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς κα­θη­γή­τρια στὰ Κέν­τρα Διὰ Βί­ου Μά­θη­σης. Εἶ­ναι ἀρ­θρο­γρά­φος στὸ ispania.gr κι ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἰ­σπα­νό­φω­νη ποί­η­ση γιὰ τὸ poetica.net. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ καὶ ἔν­τυ­πο τύ­πο. Στὸ ἱστολόγιό μας ἔχει δημοσιευτεῖ τὸ διήγημά της «Ἀγγέλων ἔργα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου