του Δημήτρη Αγγελάτου
Πρὸς μιὰ ἑρμηνευτικὴ
εἰδολογικὴ διερεύνηση
1. ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ, μικρο-διήγημα,
νανο-διήγημα, διήγημα μπονζάϊ, ἢ ἁπλῶς μπονζάϊ (ὅπως προτείνεται
ἐδῶ), συνιστοῦν εἰδολογικὰ ὀνόματα ποὺ χρησιμοποιοῦνται τὶς τελευταῖες
τρεῖς τουλάχιστον δεκαετίες καὶ ἐκφράζουν θεωρητικὰ καὶ κριτικὰ ἐγχειρήματα
μὲ στόχο νὰ ὁριστεῖ ἡ σύσταση (τί
εἶναι) καὶ τὸ πεδίο δράσης (τί
κάνει) μιᾶς ἰδιαίτερης ἀφηγηματικῆς μορφῆς στὸ πεδίο τῆς
πεζογραφίας.
Ἐφόσον
τὰ εἰδολογικὰ προσανατολισμένα ἐγχειρήματα ἔχουν εὑρετικὸ χαρακτήρα,
δηλαδὴ ἑρμηνευτικὴ διάσταση —αὐτὴ εἶναι ἡ θέση ποὺ ὑποστηρίζω—,
τότε διανοίγεται γιὰ τὴν ἔρευνα τὸ πεδίο τοῦ (συγκρουσιακοῦ) διαλόγου τῶν εἰδολογικῶν
μορφῶν, τὸ πεδίο τῆς ἀνοιχτῆς
χρονικότητάς τους, γιὰ νὰ ἐπικαλεστῶ τὴ συναφῆ ἀντίληψη
τοῦ Μ. Μπαχτίν, τοῦ διαρκῶς ἐνεστῶτος
λόγου(1) καὶ τῆς μνήμης
ποὺ ἐκεῖνες οἱ μορφὲς διαθέτουν. Καὶ γιὰ νὰ γίνω σαφέστερος:
τῆς μνήμης ποὺ
διαθέτουν αἴφνης στὸ μπονζάϊ τοῦ Θάνου Σταθόπουλου («Ἀριστεροί»,
2013) ἢ τῆς Ἀγγελικῆς Σιδηρᾶ («Silver Alert II», 2016), γιὰ νὰ διασταυρωθοῦν
μ’ ἐκεῖνα τοῦ Χ. Κορτάσαρ («Ἡ καθημερινὴ ἐφημερίδα καθημερινά»,
1963), ἢ στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα, μ’ ἐκεῖνα τοῦ Μιχ. Μητσάκη («Ἡ πίστις»).
Τὸ
εἶδος σημειώνει ὁ Μπαχτὶν στὴν γνωστὴ μελέτη του γιὰ τὴν ποιητικὴ τοῦ
Φ. Ντοστογιέφσκι, «συνεχῶς εἶναι καὶ δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός του, εἶναι
πάντα παλαιὸ καὶ συγχρόνως νέο.
Τὸ εἶδος ἀναγεννᾶται καὶ ἀνανεώνεται
σὲ κάθε νέο στάδιο ἐξέλιξης τῆς λογοτεχνίας, καθὼς καὶ σὲ κάθε ἀτομικὸ
ἔργο τοῦ δεδομένου εἴδους. Ἐδῶ ἔγκειται ἡ ζωὴ τοῦ εἴδους […]. Τὸ εἶδος
ζεῖ στὸ παρόν, θυμᾶται
ὅμως πάντα το παρελθόν, τὴν ἀρχή του. Τὸ εἶδος ἐκπροσωπεῖ τὴ δημιουργικὴ
μνήμη στὴ διαδικασία τῆς λογοτεχνικῆς ἐξέλιξης. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν
τὸ λόγο εἶναι ἱκανὸ νὰ ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς ἐξέλιξης»(2)·
καὶ πιὸ τολμηρὰ λίγο παρακάτω: «Παραδοξολογώντας, θὰ μπορούσαμε
νὰ ποῦμε ὅτι οἱ ἰδιαιτερότητες τῆς ἀρχαίας μενιππέας δὲν ἔχουν διατηρηθεῖ
στὴν προσωπικὴ μνήμη τοῦ Ντοστογιέφσκι, ἀλλὰ στὴν ἀντικειμενικὴ
μνήμη τοῦ εἴδους τὸ ὁποῖο ἐπεξεργάστηκε» (ὅ.π., 195).
2. Ἡ ἑρμηνευτικὴ αὐτή,
δηλαδὴ διαλογική,
διάσταση τῶν εἰδολογικῶν προσεγγίσεων, στὴν ὁποία ἀναφέρομαι,
προϋποθέτει τρεῖς τουλάχιστον μεθοδολογικοὺς ἄξονες ἀναφορᾶς.
Ὁ
πρῶτος ἄξονας συνδέεται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ λογοτεχνικοῦ εἴδους, ἤτοι τὴ (σὲ κάθε
περίσταση) κριτικὰ
προσδιορισμένη, ἐν ἱστορίᾳ
θεσμική του σύσταση (τί
εἶναι) καὶ τὴ φορὰ/δράση του (τί
κάνει) κατὰ τὶς διαλογικὲς
τροχιές του, κοντύτερα ἢ μακρύτερα ἀπὸ ἄλλα εἴδη. Ἐν προκειμένῳ:
τοῦ διαλόγου
τοῦ μπονζάϊ μὲ εἴδη καὶ ὑπο-εἴδη διηγημάτων, μυθιστορημάτων, ποιημάτων
(σὲ πεζό), ἐπιγραμμάτων, ἀφορισμῶν, κλπ. Αὐτὸς ὁ ἄξονας σηματοδοτεῖ
τὸ συγκερασμὸ τῆς θεωρητικῆς-κριτικῆς μὲ τὴν ἱστορικὴ παράμετρο
στὶς λογοτεχνικὲς σπουδές· ἂν φυσικά, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἐξακολουθοῦμε
νὰ ἐνδιαφερόμαστε γιὰ ὅ,τι συστήνει τὸ λογοτεχνικὸ ποιὸν τῶν κειμένων.
Ὁ
δεύτερος συνδέεται μὲ τὰ κριτήρια κατηγοριοποίησης —κειμενικὰ
καὶ πραγματολογικά— τῶν λογοτεχνικῶν εἰδῶν. Ἔτσι ἂν τὸ μπονζάϊ μπορεῖ
νὰ θεωρηθεῖ ἰδιαίτερο λογοτεχνικὸ εἶδος ἢ ὑπο-εἶδος κάποιου ὑπάρχοντος
εἴδους —στὴν περίπτωσή μας, τοῦ διηγήματος–, αὐτὸ γίνεται στὴ βάση ὁρισμένων
κριτηρίων, ὅπως εἶναι τὸ ἀντικείμενο ἀναφορᾶς ἢ ἀλλιῶς ἡ θεματική,
τὰ μορφικὰ μέσα (λόγος —ἔμμετρος ἢ μή—, σχήματα λόγου, κλπ) καὶ οἱ τρόποι
δομικῆς σύναψης ἀντικειμένων ἀναφορᾶς/θεματικῆς καὶ μορφικῶν μέσων
(ἀφηγηματικοί, διαλογικοί, μεικτοί)· ὅ,τι μ’ ἄλλα λόγια θεματοποιεῖ
ὁ Ἀριστοτέλης στὸ Περὶ
Ποιητικῆς: τῷ
ἕτερα / ἃ
(θεματική), τῷ ἐν ἑτέροις
/ ἐν οἷς
(μορφικὰ μέσα) καὶ τῷ ἑτέρως
/ ὡς (τρόποι).
Οἱ
συγγραφικὲς προθέσεις (γιατὶ ὡς γνωστὸν οἱ συγγραφεῖς ποτὲ δὲν πέθαναν)
καὶ ὁ ὁρίζοντας πρόσληψης τῶν λογοτεχνικῶν εἰδῶν συστήνουν ἀπὸ τὴν
πλευρά τους τὰ πραγματολογικῆς τάξεως εἰδολογικὰ κριτήρια. Ἔτσι,
γιὰ παράδειγμα, ἡ ψηφιακὴ διοχέτευση τῶν μπονζάϊ καὶ ἄρα ἡ ὀπτικὴ
διάστασή τους, ἀποτελοῦν κομβικὰ πραγματολογικὰ κριτήρια στὴν ἑρμηνευτικὴ
διερεύνηση τοῦ εἰδολογικοῦ χαρακτήρα τους.
Ὁ
τρίτος ἄξονας ἀφορᾶ στὶς συμβάσεις —σὲ συνάρτηση βέβαια μὲ ὅποια
κριτήρια χρησιμοποιοῦνται— ποὺ διαμεσολαβοῦν καὶ ἐνεργοποιοῦν σὲ
μεγαλύτερο ἢ μικρότερο βαθμό, τὸν (κειμενικὸ καὶ/ἢ πραγματολογικὸ)
διάλογο μεταξὺ
κειμένων καὶ εἰδῶν. Ἀσφαλῶς ἡ διασταύρωση περισσότερων κατὰ τὸ δυνατὸν
εἰδολογικῶν κριτηρίων καὶ ἄρα τῶν ἀναλογούντων συμβάσεων ὁρίζει
στὶς ἑρμηνευτικοῦ τύπου εἰδολογικὲς προσεγγίσεις, τὸ εὐρὺ διαλογικὸ
φάσμα ὕπαρξης (τί εἶναι)
καὶ δράσης (τί κάνει)
τοῦ ἑκάστοτε λογοτεχνικοῦ εἴδους.
3. Γόνιμες ἑρμηνευτικά,
ὑποθέσεις ἐργασίας γιὰ τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη, ὅπως καὶ γιὰ τὰ κριτήρια
καὶ τὶς συμβάσεις ποὺ τοὺς ἀναλογοῦν, τροφοδοτοῦνται συνήθως ἀπὸ τὸν
ἐντοπισμὸ μιᾶς δεσπόζουσας κειμενικῆς ἢ/καὶ πραγματολογικῆς τάξεως.
Στὴν περίπτωση δὲ τοῦ μπονζάϊ, τροφοδοτοῦνται ἀπὸ τὸν ἐντοπισμὸ ἐκείνης
τῆς δεσπόζουσας, κειμενικῆς καὶ πραγματολογικῆς, ὅπως θεματοποιεῖται
μὲ δραστικότατο τρόπο —γιὰ νὰ δώσω ἕνα ἀρκούντως χαρακτηριστικὸ
παράδειγμα— ἀπὸ τὸν Ἔτγκαρ Κέρετ στὸ «Κρίση ἄσθματος»:
Ὅταν σὲ πιάνει κρίση ἄσθματος δὲν μπορεῖς ν' ἀναπνεύσεις. Ὅταν δὲν μπορεῖς ν' ἀναπνεύσεις δυσκολεύεσαι νὰ μιλήσεις. Ἡ πρότασή σου περιορίζεται ἀπὸ τὴν ποσότητα τοῦ ἀέρα ποὺ μπορεῖς νὰ βγάλεις ἀπ' τὰ πνευμόνια σου – ποσότητα ἐξαιρετικὰ λιγοστή, τρεῖς μὲ τέσσερις κουβέντες πάνω κάτω. Αὐτό σε κάνει νὰ δίνεις σημασία στὴ λέξη. Περνᾶς ἀπὸ κόσκινο τοὺς σωροὺς τῶν λέξεων ποὺ σοῦ κατακλύζουν τὸ κεφάλι, διαλέγεις τὶς πιὸ σημαντικές. Κι αὐτὲς ἀκόμα σοῦ κοστίζουν δὲν εἶσαι σὰν τοὺς ὑγιεῖς ποὺ τὶς ξεφουρνίζουν ὅπως πετᾶμε ἔξω τὰ σκουπίδια. Ὅταν κάποιος λέει πάνω στὴ κρίση «Σ' ἀγαπῶ», ἢ «Σ' ἀγαπῶ τρελά», ὑπάρχει διαφορά. Διαφορὰ μίας λέξης, ποὺ εἶναι ὅμως ὑπεραρκετή, ἀφοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ λέξη: «Στάσου», «Ἀναπνευστήρας» ἢ ἀκόμη «Ἀσθενοφόρο»(3).
Γιὰ ποιά δεσπόζουσα πρόκειται
ἐδῶ; Γιὰ ἐκείνη, θὰ μποροῦσα νὰ ἀπαντήσω, τοῦ πραγματολογικὰ προσδιορισμένου
περιορισμοῦ ὡς πρὸς τὸν ἑκάστοτε διαθέσιμο χῶρο καὶ χρόνο (συγγραφεῖς
καὶ ἀποδέκτες), ποὺ συντονίζεται μὲ κειμενικὲς ἐπιλογὲς (θεματικῆς,
μορφικῶν μέσων καὶ τρόπων), διὰ
βραχέων μορφοποιημένες.
Πρόκειται ἀκριβέστερα γιὰ συγγραφικὲς προθέσεις καὶ ἀπόβλεψη,
ποὺ τὶς τροφοδοτεῖ ἡ ἐγκυμονούσα
στιγμή, στὴν ἀκαριαία, θὰ διευκρίνιζα, ἀνάδυσή της, ἀνεξάρτητα
ἀπὸ τὸ περισσότερο ἢ λιγότερο σημαντικὸ θεματικὸ περιεχόμενό
της (κάποιος πεθαίνει ἢ κάποιος διπλώνει μιὰν ἐφημερίδα).
Ὡστόσο,
ἡ κειμενικὴ ἀπόδοση τῆς στιγμῆς καὶ τῆς παροντικότητάς της στὸ μπονζάϊ,
δὲν ὁδηγεῖ στὰ ἀφηγηματικὰ ἀναπτύγματα τοῦ μυθιστορήματος, τῆς
νουβέλας ἢ τοῦ διηγήματος, ἔτσι ὅπως τουλάχιστον στὴ δυτικὴ πολιτισμικὴ
παράδοση τὰ ἐννοοῦμε, ὅπου ἀκριβῶς ἡ στιγμὴ ἔχει τὸ περιθώριο νὰ ἐκδιπλωθεῖ
πρὸς πολλὲς κατευθύνσεις καὶ νὰ "γεννήσει" πολλὲς ἀθέατες
πλευρές της (ἰδιαίτερα στὸ μυθιστόρημα), ἀλλὰ ὁδηγεῖ σὲ ἀφηγηματικὰ
ἀναπτύγματα, ἡ ρηματικὴ βραχύτητα —ὄχι, συντομία— τῶν ὁποίων εἶναι
σὲ θέση νὰ εἰκονοποιεῖ τὸ πλούσιο βάθος τῆς στιγμῆς.
Λίγο
πιὸ εἰδικά: ἡ βραχύτητα στὴν (κειμενικὴ) ἀπόδοση τῆς ἐγκυμονούσας στιγμῆς,
στὸ μπονζάϊ, συνιστᾶ δύο τουλάχιστον καίριες γιὰ τὸ εἶδος, ρηματικὲς
καλλιτεχνικὲς ἐπιλογές: α) τὴν ἀκρίβεια ὡς πρὸς τὰ μορφικὰ μέσα (ἐν οἷς), τὶς λεξιλογικὲς
ἂς ποῦμε μονάδες (αὐτοτελῶς ἢ κατὰ σχήματα), β) τὴ συμπύκνωση ὡς πρὸς τοὺς
τρόπους (ὡς),
τὴ συντεταγμένη διαχείριση δηλαδὴ τῶν συνδυασμῶν θεματικῆς καὶ
μορφικῶν μέσων, ἐκπεφρασμένων διὰ τῶν ἀφηγητῶν ἢ/καὶ τῶν ἡρώων.
Πρόκειται λοιπὸν γιὰ μιὰ ὑπολογισμένη βραχύτητα τῶν μπονζάϊ, ἡ ὁποία φαίνεται
νὰ συμπεριλαμβάνει στὰ στρατηγήματά της, διεργασίες εἰκονοποίησης,
ἄμεσα βέβαια συνδεμένες μὲ τὴν τροφοδοτικὴ γιὰ τὸ εἶδος ἀφετηρία
τῆς ἐγκυμονούσας στιγμῆς
(ἡ περίσταση δὲν μοῦ ἐπιτρέπει ἐδῶ τὴν ἀνάπτυξη τῆς συνάφειας ζωγραφικῆς
καὶ ἐγκυμονούσας
στιγμῆς). Χάρη στὰ εἰκονοποιητικὰ ἐρείσματα τοῦ μπονζάϊ, ἐνισχυμένα
ἀσφαλῶς ἀπὸ τὶς σημερινὲς ψηφιακὲς συνθῆκες, ὁ ἀποδέκτης μπορεῖ νὰ
ὁδηγηθεῖ ἑκὼν-ἄκων ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς ἀνάδυσης τοῦ ἀκαριαίου
στὸν ἐκρηκτικὸ κόσμο τοῦ βάθους του.
4. Ρηματικὲς προδιαγραφὲς στὸν ἀστερισμὸ τῆς βραχύτητας
(ἀκρίβεια καὶ συμπύκνωση) καὶ τῆς ἐγκυμονούσας στιγμῆς, ἀλλὰ καὶ εἰκονοποιητικὰ
ἐρείσματα, μποροῦν νὰ ὁρίσουν τὴν εἰδολογικὴ ἰδιαιτερότητα τοῦ
μπονζάϊ σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα λογοτεχνικὰ εἴδη τοῦ πεδίου τῆς πεζογραφίας,
κυρίως δὲ πρὸς τὸ διήγημα.
«Θὰ
συγκρίναμε τὸ μυθιστόρημα μ’ ἕναν μακρὺ περίπατο μέσα ἀπὸ διάφορους
τόπους ὁ ὁποῖος ὑποθέτει μιὰν ἥσυχη ἐπιστροφή· τὸ διήγημα, μὲ τὴν
ἀνάβαση σ’ ἕναν λόφο, ἡ ὁποία ἔχει ὡς σκοπὸ νὰ μᾶς προσφέρει θέα τὴν
ὁποία ἀνακαλύπτουμε ἀπὸ τὸ ὕψος αὐτό», σημειώνει τὸ 1927 ὁ Ρῶσος
φορμαλιστὴς Μπ. Ἀϊχενμπάουμ, θέλοντας παραβολικῷ τῷ τρόπω, νὰ ἐπισημάνει
τὴ διαφορὰ τῶν δύο “ἀντιπάλων” εἰδῶν(4).
Στὴν
ἀφετηρία τοῦ περίπατου (μυθιστόρημα) ἢ τῆς ἀνάβασης (διήγημα),
ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε σημεῖο πρὸς τὴν ἐπιστροφὴ ἢ τὸ λόφο ἀντίστοιχα, τὸ
μπονζάϊ "φυτεύει" γεμάτες, ἐγκυμονοῦσες,
στιγμὲς-δέντρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου