[1904]
ΣΤΟ
ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ του ἔχει φτάσει ὁ ἐξαντλητικὸς θερισμὸς τῶν σιτηρῶν στὸν
φαρδύκαμπο τῆς Σόφιας. Ἀπὸ ἄκρη σὲ ἄκρη, μέχρι ποὺ φτάνει τὸ μάτι ἀνθρώπου,
κυματίζουν χρυσὰ σταρένια στάχια καὶ ἀποκαμωμένοι ἐργάτες φαίνονται
ἐκεῖ ἀπὸ τὰ ἄγρια χαράματα. Ἔδωσε ὁ Θεὸς αὐτὲς τὶς μέρες ἕναν φοβερὸ
καύσωνα. Ἕνας γαλάζιος οὐρανὸς ἔχει συρρικνωθεῖ πάνω ἀπὸ τὴν γῆ καὶ
ρίχνει φωτιὰ καὶ λαύρα. Πάνω ἀπὸ τὸν κάμπο τρέμει μιὰ ὁμίχλη, σκέτη
κόλαση. Ἀπομακρυσμένα δάση κουρασμένα μπλαβίζουν, σὰν νὰ περιμένουν
πότε ὁ κάμπος θὰ φουντώσει στὶς φλόγες. Τὰ πουλιὰ ἔχουν ἀποδράσει μακριά,
πέρα στὰ ἀνήλιαστα λαγκάδια καὶ οὔτε οἱ φωνές τους ἀκούγονται. Μονάχα
κάπου-κάπου ἄκουγεται τὸ γουργούρισμα ἀγριοπερίστερου στὰ φύλλα
δροσερῆς ἀγριαχλαδιᾶς. Ἡ ζέστη δυσβάστακτη καὶ ἀποπνικτική.
Πάνω
στὸν οὐράνιο θόλο ὁ ἥλιος ἔχει σταματήσει φλεγόμενος καὶ ἀνελέητος,
ἀλλὰ οἱ καυτές του ἀκτίνες δὲν πτοοῦν τοὺς ἐργατικοὺς χωρικούς. Ἐκεῖνοι
ἀκούραστα θερίζουν καὶ συγκεντρώνουν τὰ χρυσὰ δεμάτια. Ἱδρώτας τρέχει
ἀπὸ τὰ κούτελά τους, ἡ ψυχὴ μένει χωρὶς δύναμη, μὰ δὲν ὑπάρχει ἀνάπαυλα.
Τὸ ὥριμο σιτάρι δὲν περιμένει.
Φέτος
ὁ Κύριος εὐλόγησε τὰ χωράφια καὶ δὲν ἔστειλε οὔτε χαλάζια, οὔτε ἀκρίδες
στοὺς ἁμαρτωλούς, βασανισμένους χωρικούς. Τοὺς ἔδωσε εὐεργετικὲς
βροχὲς τὸν Μάϊο καὶ δὲν θέλησε νὰ τοὺς στερήσει τὴν ὀνειρεμένη ἐλπίδα
γιὰ πλούσια σοδειά. Τί λόγια ἁγνά, τί προσευχὲς ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὶς
ἀναζωογονημένες ψυχὲς τῶν χωρικῶν:
«Ὁ
Κύριος μᾶς βοηθάει! Ἂς δουλέψουμε, ἂς δουλέψουμε!»
Καὶ
νά, σ' αὐτὴν τὴν σκληρὴ ἐποχὴ τοῦ χρόνου καὶ κάτω ἀπὸ τὴν καυτὴ κόλαση
τοῦ ἥλιου, πάνω ἀπὸ τὸν φαρδύκαμπο ἠχοῦν τραγούδια καὶ ρέουν πρὸς τὸν
οὐρανὸ σὰν προσευχὴ εὐχαριστίας. Φωνὲς κοριτσιῶν ὑψώνουν ἕνα τραγούδι
νέο, ἀνέμελο, φαρδὺ-πλατὺ σὰν τὸν κάμπο, ἱερὸ σὰν τὸν ἔρωτα.
Ὁ
λεβέντης Νικόλας συχνὰ-πυκνὰ ἀφήνει κάτω το βαρὺ δεμάτι καὶ ἀφουγκράζεται.
Ὕστερα χαμογελαστὸς παρατηρεῖ τὴν γριά του μητέρα καὶ τὴν μικρή του
ἀδελφούλα πῶς θερίζουν τὰ στάχια μόνες. Ἡ ἀδελφή του γυρίζει πρὸς τὴν
μεριά του καὶ πονηρὰ τὸν πειράζει:
«Ἀδελφέ,
δὲν μπορεῖς ν' ἀναγνωρίσεις τὴν φωνὴ τῆς Πένκα!»
Καὶ
τὸ ἡλιοκαμένο της προσωπάκι λάμπει ἀπὸ τὸ χαμόγελο.
«Τὴν
πιάνω, ἀλλὰ ἀδύναμη... ἀναμιγνύεται μὲ τὶς ἄλλες καὶ χάνεται!», ἀπαντᾶ
ὁ Νικόλας καὶ συμπληρώνει:
«Μητέρα, γιὰ κάτσε νὰ ξεκουραστεῖς καὶ νὰ τὶς ἀκούσεις! Ἂν πιάσεις
τὴν φωνὴ τῆς Πένκα, νὰ ξέρεις ὅτι πράγματι θὰ γίνει νύφη σου!»
Ἰσιώνει
τὴν πλάτη ἡ γριά του μητέρα, τοῦ χαμογελάει μὲ ἀγάπη καὶ σκύβοντας μὲ
τὸ δρεπάνι, τοῦ λέει:
«Ἂν
ἐσὺ δὲν ἀναγνωρίζεις τὴν φωνή της, ἐγὼ θὰ τὴν καταλάβω;»
«Ἂν
τραγουδοῦσε μόνη της, πέρα ἀπὸ θάλασσες, θὰ τὴν ἀναγνώριζα!»
Ἄξαφνα
τὸ τραγούδι τῶν κοριτσιῶν σώπασε καὶ ὁ κάμπος ἡσύχασε. Καὶ νά, ἀπὸ
κάπου μακριὰ ὑψώθηκε μιὰ μοναχικὴ φωνή, ψηλὴ καὶ κουδουνιστή. Στὴν
ἀρχὴ τρεμάμενη καὶ ἀνάλαφρη, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ δυνάμωσε καὶ ἁπλώθηκε
δριμύτερη πάνω ἀπὸ τὸν κάμπο. Ὁ Νικόλας ἀμόλησε τὸ δεμάτι καὶ χτύπησε
τὶς παλάμες του.
«Ὁρίστε,
εἶναι ἐκείνη!»
Κι
ἔμεινε νὰ ἀφουγκράζεται.
Τὸ
τραγούδι πλάταινε, νέο καὶ ἀνέμελο, καθαρὸ σὰν πηγή, γεμάτο ἐπιθυμίες
καὶ ἐλπίδα. Ἐκεῖνο ἔφτιαχνε μπουκέτα ἀπὸ γλυκόλογα καὶ τὰ ἔστελνε
μὲ ἀγάπη σὲ κάποιον κάπου. Τὴν μιὰ ταραγμένα χανόταν, τὴν ἄλλη ὑψωνόταν
θαρραλέα, σὰν νὰ πάλευε μὲ κάποιο μεγάλο καημό, μὲ κάποια μοχθηρὴ
ἀμφιβολία, μὰ ὕστερα νικηφόρα ἀποκορυφωνόταν, ρέοντας ὁρμητικὰ
καὶ ὑπερήφανα.
Δὲν
κρατήθηκε ὁ Νικόλας, στάθηκε στὴν μέση του χωραφιοῦ καὶ ἀναφώνησε:
«Ἔεε-ἔεχ!»
Ἠχηρά,
ἀναζωογονητικὰ γέλια τοῦ ἀπάντησαν ἀπὸ τὰ κοντινὰ χωράφια.
Τὰ
χρυσὰ στάχια ταράχτηκαν ἐλαφριὰ καὶ σιγοψιθύρισαν χαρούμενα.
Τὸν
ἄκουσε ἡ Πένκα ἀπὸ μακριὰ ποὺ ἦταν καὶ τοῦ ἔστειλε ἕνα τραγούδι ἐρωτικό,
ὅλο νοήματα.
Πάνω
ἀπὸ τὸν φαρδύκαμπο, λὲς καὶ μ' ἕναν σταυρὸ στὸ χέρι, ἄνοιξε τὰ φτερά
της ἡ ἐλπίδα, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὴν χαρά.
Πῆραν
τὰ πάνω τους οἱ κουρασμένες ψυχὲς καὶ ὁ κάμπος σείσθηκε ἀπὸ τραγούδια
καὶ γέλια.
Ἀλλὰ
ἄξαφνα, ἀπὸ ἕνα μακρινὸ χωράφι κατέφτασε ἕνα ξυπόλυτο πιτσιρίκι
καὶ φοβισμένο ἀνακοίνωσε, ὅτι ἡ Πένκα εἶχε λιποθυμήσει.
Ἡ ἄσχημη
αὐτὴ εἴδηση μεταδόθηκε στόμα μὲ στόμα σ' ὅλο τὸν κάμπο.
«Ἡ
Πένκα κατέρρευσε ἀπὸ τὴν ζέστη!»
«Θεὲ καὶ Κύριε!»
«Καὶ ἄλλο θύμα!»
Οὔτε
θεομηνία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ χτυπήσει τόσο βαριὰ τὶς ψυχὲς τῶν χωρικῶν.
Πέταξαν
οἱ ἄνθρωποι τὰ κοφτερὰ δρεπάνια καὶ κυριευμένοι ἀπὸ τρόμο καὶ θλίψη,
ἔτρεχαν πρὸς τὸ χωράφι τῆς Πένκα.
«Ἂς
εἶναι ψέμα, Κύριε!»
Καὶ
γυναῖκες, καὶ κορίτσια, καὶ ἄνδρες, καὶ μητέρες συγκεντρώθηκαν ἔντρομοι
στὸ χωράφι της.
Δίπλα
σ΄ ἕνα χρυσαφένιο δεμάτι εἶχε πέσει ἀνάσκελα, σὰν πυροβολημένη,
ἡ Πένκα – τὸ καμάρι τοῦ χωριοῦ. Τὸ λευκό της μαντίλι σκέπαζε τὰ μάτια
της, γιὰ νὰ σκιάσει τὸ ὡραῖο της πρόσωπο. Τὰ πυκνά της ματόκλαδα –
κλεισμένα γιὰ πάντα. Ἀπὸ τὰ μισάνοιχτά της χείλη εἶχε τρέξει μιὰ ἄλικη
στάλα αἵματος, χρωματίζοντας τὸν λευκό της λαιμό. Τὸ ἕνα της χέρι ἀκόμη
κρατοῦσε τὸ κοφτερὸ δρεπάνι, ἐνῶ στὸ ἄλλο βαστοῦσε τὰ κομμένα στάχια.
Τὸ
κορίτσι εἶχε πάθει θερμοπληξία.
Ἔτρεξε
ὁ Νικόλας τρελαμένος, σὲ ἀπόγνωση, μέριαζε τὸν κόσμο κι ἔπεσε δίπλα ἀπὸ
τὸ ἄψυχο σῶμα τῆς κοπέλας.
«Πένκα, χαρά μου, Πένκα, τραγούδι μου!», πνίγηκε ἡ φωνή του μέσα
σὲ λυγμούς.
Τὴν
ἑπόμενη μέρα ὁ ἥλιος καὶ πάλι ἔκαιγε ἀνελέητα, ἀλλὰ στὰ χωράφια
δὲν ὑπῆρχαν ἐργάτες. Τὰ στάχια καίγονταν κι ἔπεφταν μοναχικά.
Ὁ
κάμπος γιόρταζε βαριὰ γιορτή.
Κήδευαν
τὴν Πένκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου