Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Ἐ­λὶν Πε­λίν (Елин Пелин) : Ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ θε­ρι­σμοῦ



[1904]

pelin_elinΣΤΟ ΑΠΟΚΟΡΥΦΩΜΑ του ἔ­χει φτά­σει ὁ ἐ­ξαν­τλη­τι­κὸς θε­ρι­σμὸς τῶν σι­τη­ρῶν στὸν φαρ­δύ­καμ­πο τῆς Σό­φιας. Ἀ­πὸ ἄ­κρη σὲ ἄ­κρη, μέ­χρι ποὺ φτά­νει τὸ μά­τι ἀν­θρώ­που, κυ­μα­τί­ζουν χρυ­σὰ στα­ρέ­νια στά­χια καὶ ἀ­πο­κα­μω­μέ­νοι ἐρ­γά­τες φαί­νον­ται ἐ­κεῖ ἀ­πὸ τὰ ἄ­γρια χα­ρά­μα­τα. Ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες ἕ­ναν φο­βε­ρὸ καύ­σω­να. Ἕ­νας γα­λά­ζιος οὐ­ρα­νὸς ἔ­χει συρ­ρι­κνω­θεῖ πά­νω ἀ­πὸ τὴν γῆ καὶ ρί­χνει φω­τιὰ καὶ λαύ­ρα. Πά­νω ἀ­πὸ τὸν κάμ­πο τρέ­μει μιὰ ὁ­μί­χλη, σκέ­τη κό­λα­ση. Ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­να δά­ση κου­ρα­σμέ­να μπλα­βί­ζουν, σὰν νὰ πε­ρι­μέ­νουν πό­τε ὁ κάμ­πος θὰ φουν­τώ­σει στὶς φλό­γες. Τὰ που­λιὰ ἔ­χουν ἀ­πο­δρά­σει μα­κριά, πέ­ρα στὰ ἀ­νή­λια­στα λαγ­κά­δια καὶ οὔ­τε οἱ φω­νές τους ἀ­κού­γον­ται. Μο­νά­χα κά­που-κά­που ἄ­κου­γε­ται τὸ γουρ­γού­ρι­σμα ἀ­γρι­ο­πε­ρί­στε­ρου στὰ φύλ­λα δρο­σε­ρῆς ἀ­γρι­α­χλα­διᾶς. Ἡ ζέ­στη δυ­σβά­στα­κτη καὶ ἀ­πο­πνι­κτι­κή.


       Πά­νω στὸν οὐ­ρά­νιο θό­λο ὁ ἥ­λιος ἔ­χει στα­μα­τή­σει φλε­γό­με­νος καὶ ἀ­νε­λέ­η­τος, ἀλ­λὰ οἱ καυ­τές του ἀ­κτί­νες δὲν πτο­οῦν τοὺς ἐρ­γα­τι­κοὺς χω­ρι­κούς. Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­κού­ρα­στα θε­ρί­ζουν καὶ συγ­κεν­τρώ­νουν τὰ χρυ­σὰ δε­μά­τια. Ἱ­δρώ­τας τρέ­χει ἀ­πὸ τὰ κού­τε­λά τους, ἡ ψυ­χὴ μέ­νει χω­ρὶς δύ­να­μη, μὰ δὲν ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­παυ­λα. Τὸ ὥ­ρι­μο σι­τά­ρι δὲν πε­ρι­μέ­νει.


       Φέ­τος ὁ Κύ­ριος εὐ­λό­γη­σε τὰ χω­ρά­φια καὶ δὲν ἔ­στει­λε οὔ­τε χα­λά­ζια, οὔ­τε ἀ­κρί­δες στοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς, βα­σα­νι­σμέ­νους χω­ρι­κούς. Τοὺς ἔ­δω­σε εὐ­ερ­γε­τι­κὲς βρο­χὲς τὸν Μά­ϊ­ο καὶ δὲν θέ­λη­σε νὰ τοὺς στε­ρή­σει τὴν ὀ­νει­ρε­μέ­νη ἐλ­πί­δα γιὰ πλού­σια σο­δειά. Τί λό­για ἁ­γνά, τί προ­σευ­χὲς ἀ­πο­σπά­στη­καν ἀ­πὸ τὶς ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­μέ­νες ψυ­χὲς τῶν χω­ρι­κῶν:

       «Ὁ Κύ­ριος μᾶς βο­η­θά­ει! Ἂς δου­λέ­ψου­με, ἂς δου­λέ­ψου­με!»

       Καὶ νά, σ' αὐ­τὴν τὴν σκλη­ρὴ ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου καὶ κά­τω ἀ­πὸ τὴν καυ­τὴ κό­λα­ση τοῦ ἥ­λιου, πά­νω ἀ­πὸ τὸν φαρ­δύ­καμ­πο ἠ­χοῦν τρα­γού­δια καὶ ρέ­ουν πρὸς τὸν οὐ­ρα­νὸ σὰν προ­σευ­χὴ εὐ­χα­ρι­στί­ας. Φω­νὲς κο­ρι­τσι­ῶν ὑ­ψώ­νουν ἕ­να τρα­γού­δι νέ­ο, ἀ­νέ­με­λο, φαρ­δὺ-πλα­τὺ σὰν τὸν κάμ­πο, ἱ­ε­ρὸ σὰν τὸν ἔ­ρω­τα.

       Ὁ λε­βέν­της Νι­κό­λας συ­χνὰ-πυ­κνὰ ἀ­φή­νει κά­τω το βα­ρὺ δε­μά­τι καὶ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται. Ὕ­στε­ρα χα­μο­γε­λα­στὸς πα­ρα­τη­ρεῖ τὴν γριά του μη­τέ­ρα καὶ τὴν μι­κρή του ἀ­δελ­φού­λα πῶς θε­ρί­ζουν τὰ στά­χια μό­νες. Ἡ ἀ­δελ­φή του γυ­ρί­ζει πρὸς τὴν με­ριά του καὶ πο­νη­ρὰ τὸν πει­ρά­ζει:

       «Ἀ­δελ­φέ, δὲν μπο­ρεῖς ν' ἀ­να­γνω­ρί­σεις τὴν φω­νὴ τῆς Πέν­κα!»

       Καὶ τὸ ἡ­λι­ο­κα­μέ­νο της προ­σω­πά­κι λάμ­πει ἀ­πὸ τὸ χα­μό­γε­λο.

       «Τὴν πιά­νω, ἀλ­λὰ ἀ­δύ­να­μη... ἀ­να­μι­γνύ­ε­ται μὲ τὶς ἄλ­λες καὶ χά­νε­ται!», ἀ­παν­τᾶ ὁ Νι­κό­λας καὶ συμ­πλη­ρώ­νει:

       «Μη­τέ­ρα, γιὰ κά­τσε νὰ ξε­κου­ρα­στεῖς καὶ νὰ τὶς ἀ­κού­σεις! Ἂν πιά­σεις τὴν φω­νὴ τῆς Πέν­κα, νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι πράγ­μα­τι θὰ γί­νει νύ­φη σου!»

       Ἰσιώνει τὴν πλά­τη ἡ γριά του μη­τέ­ρα, τοῦ χα­μο­γε­λά­ει μὲ ἀ­γά­πη καὶ σκύ­βον­τας μὲ τὸ δρε­πά­νι, τοῦ λέ­ει:

       «Ἂν ἐ­σὺ δὲν ἀ­να­γνω­ρί­ζεις τὴν φω­νή της, ἐ­γὼ θὰ τὴν κα­τα­λά­βω;»

       «Ἂν τρα­γου­δοῦσε μό­νη της, πέ­ρα ἀ­πὸ θά­λασ­σες, θὰ τὴν ἀ­να­γνώ­ρι­ζα!»

       Ἄ­ξαφ­να τὸ τρα­γού­δι τῶν κο­ρι­τσι­ῶν σώ­πα­σε καὶ ὁ κάμ­πος ἡ­σύ­χα­σε. Καὶ νά, ἀ­πὸ κά­που μα­κριὰ ὑ­ψώ­θη­κε μιὰ μο­να­χι­κὴ φω­νή, ψη­λὴ καὶ κου­δου­νι­στή. Στὴν ἀρ­χὴ τρε­μά­με­νη καὶ ἀ­νά­λα­φρη, ἀλ­λὰ σι­γὰ-σι­γὰ δυ­νά­μω­σε καὶ ἁ­πλώ­θη­κε δρι­μύ­τε­ρη πά­νω ἀ­πὸ τὸν κάμ­πο. Ὁ Νι­κό­λας ἀ­μό­λη­σε τὸ δε­μά­τι καὶ χτύ­πη­σε τὶς πα­λά­μες του.

       «Ὁ­ρί­στε, εἶ­ναι ἐ­κεί­νη!»

       Κι ἔ­μει­νε νὰ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται.

       Τὸ τρα­γού­δι πλάταινε, νέ­ο καὶ ἀ­νέ­με­λο, κα­θα­ρὸ σὰν πη­γή, γε­μά­το ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ ἐλ­πί­δα. Ἐ­κεῖ­νο ἔ­φτια­χνε μπου­κέ­τα ἀ­πὸ γλυ­κό­λο­γα καὶ τὰ ἔ­στελ­νε μὲ ἀ­γά­πη σὲ κά­ποι­ον κά­που. Τὴν μιὰ τα­ραγ­μέ­να χα­νό­ταν, τὴν ἄλ­λη ὑ­ψω­νό­ταν θαρ­ρα­λέ­α, σὰν νὰ πά­λευ­ε μὲ κά­ποι­ο με­γά­λο κα­η­μό, μὲ κά­ποι­α μο­χθη­ρὴ ἀμ­φι­βο­λί­α, μὰ ὕ­στε­ρα νι­κη­φό­ρα ἀ­πο­κο­ρυ­φω­νό­ταν, ρέ­ον­τας ὁρ­μη­τι­κὰ καὶ ὑ­πε­ρή­φα­να.

       Δὲν κρα­τή­θη­κε ὁ Νι­κό­λας, στά­θη­κε στὴν μέ­ση του χω­ρα­φιοῦ καὶ ἀ­να­φώ­νη­σε:

       «Ἔ­ε­ε-ἔ­εχ!»

       Ἠ­χη­ρά, ἀ­να­ζω­ο­γο­νη­τι­κὰ γέ­λια τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν ἀ­πὸ τὰ κον­τι­νὰ χω­ρά­φια.

       Τὰ χρυ­σὰ στά­χια τα­ρά­χτη­καν ἐ­λα­φριὰ καὶ σι­γο­ψι­θύ­ρι­σαν χα­ρού­με­να.

       Τὸν ἄ­κου­σε ἡ Πέν­κα ἀ­πὸ μα­κριὰ ποὺ ἦ­ταν καὶ τοῦ ἔ­στει­λε ἕ­να τρα­γού­δι ἐ­ρω­τι­κό, ὅ­λο νο­ή­μα­τα.

       Πά­νω ἀ­πὸ τὸν φαρ­δύ­καμ­πο, λὲς καὶ μ' ἕ­ναν σταυ­ρὸ στὸ χέ­ρι, ἄ­νοι­ξε τὰ φτε­ρά της ἡ ἐλ­πί­δα, ἀ­κο­λου­θού­με­νη ἀ­πὸ τὴν χα­ρά.

       Πῆ­ραν τὰ πά­νω τους οἱ κου­ρα­σμέ­νες ψυ­χὲς καὶ ὁ κάμ­πος σεί­σθη­κε ἀ­πὸ τρα­γού­δια καὶ γέ­λια.

       Ἀλ­λὰ ἄ­ξαφ­να, ἀ­πὸ ἕ­να μα­κρι­νὸ χω­ρά­φι κα­τέ­φτα­σε ἕ­να ξυ­πό­λυ­το πι­τσι­ρί­κι καὶ φο­βι­σμέ­νο ἀ­να­κοί­νω­σε, ὅ­τι ἡ Πέν­κα εἶχε λι­πο­θυ­μή­σει.

       Ἡ ἄ­σχη­μη αὐ­τὴ εἴ­δη­ση με­τα­δό­θη­κε στό­μα μὲ στό­μα σ' ὅ­λο τὸν κάμ­πο.

       «Ἡ Πέν­κα κα­τέρ­ρευ­σε ἀ­πὸ τὴν ζέ­στη!»

       «Θε­ὲ καὶ Κύ­ρι­ε!»

       «Καὶ ἄλ­λο θύ­μα!»

       Οὔ­τε θε­ο­μη­νί­α δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ χτυ­πή­σει τό­σο βα­ριὰ τὶς ψυ­χὲς τῶν χω­ρι­κῶν.

       Πέ­τα­ξαν οἱ ἄν­θρω­ποι τὰ κο­φτε­ρὰ δρε­πά­νια καὶ κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἀ­πὸ τρό­μο καὶ θλί­ψη, ἔ­τρε­χαν πρὸς τὸ χω­ρά­φι τῆς Πέν­κα.

       «Ἂς εἶ­ναι ψέ­μα, Κύ­ρι­ε!»

       Καὶ γυ­ναῖ­κες, καὶ κο­ρί­τσια, καὶ ἄν­δρες, καὶ μη­τέ­ρες συγ­κεν­τρώ­θη­καν ἔν­τρο­μοι στὸ χω­ρά­φι της.

       Δί­πλα σ΄ ἕ­να χρυ­σα­φέ­νιο δε­μά­τι εἶ­χε πέ­σει ἀ­νά­σκε­λα, σὰν πυ­ρο­βο­λη­μέ­νη, ἡ Πέν­κα – τὸ κα­μά­ρι τοῦ χω­ριοῦ. Τὸ λευ­κό της μαν­τί­λι σκέ­πα­ζε τὰ μά­τια της, γιὰ νὰ σκιά­σει τὸ ὡ­ραῖ­ο της πρό­σω­πο. Τὰ πυ­κνά της μα­τό­κλα­δα – κλει­σμέ­να γιὰ πάν­τα. Ἀ­πὸ τὰ μι­σά­νοι­χτά της χεί­λη εἶ­χε τρέ­ξει μιὰ ἄ­λι­κη στά­λα αἵ­μα­τος, χρω­μα­τί­ζον­τας τὸν λευ­κό της λαι­μό. Τὸ ἕ­να της χέ­ρι ἀ­κό­μη κρα­τοῦ­σε τὸ κο­φτε­ρὸ δρε­πά­νι, ἐ­νῶ στὸ ἄλ­λο βα­στοῦ­σε τὰ κομ­μέ­να στά­χια.

       Τὸ κο­ρί­τσι εἶ­χε πά­θει θερ­μο­πλη­ξί­α.

       Ἔ­τρε­ξε ὁ Νι­κό­λας τρε­λα­μέ­νος, σὲ ἀπόγνωση, μέ­ρια­ζε τὸν κό­σμο κι ἔ­πε­σε δί­πλα ἀ­πὸ τὸ ἄ­ψυ­χο σῶ­μα τῆς κο­πέ­λας.

       «Πέν­κα, χα­ρά μου, Πέν­κα, τρα­γού­δι μου!», πνί­γη­κε ἡ φω­νή του μέ­σα σὲ λυγ­μούς.

       Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα ὁ ἥ­λιος καὶ πά­λι ἔ­και­γε ἀ­νε­λέ­η­τα, ἀλ­λὰ στὰ χω­ρά­φια δὲν ὑ­πῆρ­χαν ἐρ­γά­τες. Τὰ στά­χια καί­γον­ταν κι ἔ­πε­φταν μο­να­χι­κά.

       Ὁ κάμ­πος γι­όρ­τα­ζε βα­ριὰ γι­ορ­τή.

       Κή­δευ­αν τὴν Πέν­κα.


Πη­γή: Ἱ­στό­το­πος: Виртуална библиотека за българска литература - Словото (Βουλ­γα­ρι­κὴ εἰ­κο­νι­κὴ βι­βλι­ο­θή­κη «Σλό­βο­το»:


http://www.slovo.bg/showbio.php3?ID=85)


καὶ


https://chitanka.info/text/5293  .


Ἐ­λὶν Πε­λίν (Елин Пелин) (ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Ντη­μή­ταρ Ἰ­βά­νωφ Στο­γιά­νωφ [Димитър Иванов Стоянов]) (Μπάϊλοβο, 1877 – Σόφια, 1949). Βούλ­γα­ρος συγ­γρα­φέ­ας, "ζω­γρά­φος" καὶ ὑ­μνη­τὴς τοῦ βουλ­γα­ρι­κοῦ χω­ριοῦ, κο­σμα­γά­πη­τος δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, μὲ πη­γὴ ἔμ­πνευ­σης τὴ ζω­ὴ τῶν συγ­χω­ρια­νῶν του ἀ­πὸ τὸ Μπά­ϊ­λο­βο τῆς Βουλ­γα­ρί­ας. Ἀ­πὸ τὰ ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἔρ­γα τοῦ συγ­γρα­φέ­α εἶ­ναι τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τα Γῆ καὶ γε­νιὰ τῶν Γε­ρα­κά­δων. Ἔρ­γα τοῦ Ἐ­λὶν Πε­λὶν εἶ­ναι με­τα­φρα­σμέ­να σὲ 40 ξέ­νες γλῶσ­σες.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ βουλγαρικά:

Μά­ϊ­α Γκρά­χοβ­σκα (Ντού­πνι­τσα, Βουλ­γα­ρί­α, 1965). Ἔ­χει σπου­δά­σει Παι­δα­γω­γι­κά, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα στὸ Ἰν­στι­τοῦ­το ξέ­νων γλωσ­σῶν τῆς Σό­φιας καὶ ζεῖ στὴν Ἑλ­λά­δα. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἐ­πί­σης τὸ βι­βλί­ο Κεί­με­να ἑ­νὸς κο­ρι­τσιοῦ τῆς Πέ­τια Ντουμ­πά­ρο­βα. Γιὰ τὸ ἱστολόγιό μας ἔχει μεταφράσει πεζὰ τοῦ Νικόλα Ράντεφ καὶ τοῦ Βέσελ Τσάνκοφ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου