Του Κώστα
Ζυρίνη
Δημοσιεύτηκε
στο ΓΕΩΤΡΟΠΙΟ Της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, τεύχος αρ. 228/ 28.08.2004
…………Τότε δεν είχαμε
συνείδηση του πόσο ωραία ήταν η Ελλάδα. Τώρα τρέχουμε ν' απαθανατίσουμε ότι
θραύσμα ομορφιάς έχει απομείνει πριν χαθεί κι αυτό…….
Η αμμουδιά είναι στο μυχό του Μέριχα κι όταν
υποχωρήσουν τ' αντανακλαστικά του Παβλώφ από τους σιελογόνους αδένες μου θα
συνειδητοποιήσω πως το τραπεζάκι μας είναι αυτό που λέμε "πάνω στο
κύμα". Το μαγαζί σχεδόν ταπεινό και σίγουρα καλαίσθητο. Στα μέτρα μας, δεν
λέω, πλην... Ποιος του 'δωσε την άδεια ν' αραδιάσει τα τραπέζια του δυο μέτρα
από τη θάλασσα αφαιρώντας την άμμο από τους λουόμενους; Ε; Ποιος;
Τ'
αφρικάνικα
Αλλά, να, πριχού και πρώτα, το λιμάνι, ο Μέριχας. Το
παράθυρό του ενοικιαζόμενου: κάδρο για νεκρή φύση. Που πάντως είναι ολοζώντανη
. Μια συστάδα κατάρτια και ξάρτια με φόντο τον θαλάσσιο ορίζοντα, ακριβώς στο σημείο όπου θα δύσει αργότερα ο Ήλιος. Η κυρά-Νότα μου βάζει το κλειδί στην παλάμη, καβαλά την τετράτροχη μοτοσυκλέτα της με τα φαρδιά λάστιχα κι ορμά προς τον καταπέλτη του φεριμπότ μην και της ξεφύγει στο ξεμπαρκάρισμα κάποιος πιθανός πελάτης. Μπίζνες η κυρα-Νότα, που λες! Αλυσίδα ενοικιαζόμενων κι ένα κατάστημα με ξενόφερτες αντίκες. Αυτό είναι απ το Μπάλι, της λέω. Όχι, καλέ, από την Αφρική είναι, μου το 'χει πει ο γιος μου που ξέρει. Και τα πουλάς ως αφρικάνικα; Γιατί, καλέ, αφού από κει είναι. Και καλά η κυρα-Νότα αλλά αυτοί που τ' αγοράζουν ως αφρικάνικα; Τι να πεις!
. Μια συστάδα κατάρτια και ξάρτια με φόντο τον θαλάσσιο ορίζοντα, ακριβώς στο σημείο όπου θα δύσει αργότερα ο Ήλιος. Η κυρά-Νότα μου βάζει το κλειδί στην παλάμη, καβαλά την τετράτροχη μοτοσυκλέτα της με τα φαρδιά λάστιχα κι ορμά προς τον καταπέλτη του φεριμπότ μην και της ξεφύγει στο ξεμπαρκάρισμα κάποιος πιθανός πελάτης. Μπίζνες η κυρα-Νότα, που λες! Αλυσίδα ενοικιαζόμενων κι ένα κατάστημα με ξενόφερτες αντίκες. Αυτό είναι απ το Μπάλι, της λέω. Όχι, καλέ, από την Αφρική είναι, μου το 'χει πει ο γιος μου που ξέρει. Και τα πουλάς ως αφρικάνικα; Γιατί, καλέ, αφού από κει είναι. Και καλά η κυρα-Νότα αλλά αυτοί που τ' αγοράζουν ως αφρικάνικα; Τι να πεις!
Ο βαρύ
γλυκός
Την τελευταία φορά που μπήκα στο λιμένα του Μέριχα,
πριν από κάτι πενταετίες, ο δεξής καθώς μπαίνουμε ορεινός βραχίονας εκοσμείτο
από μία μόνο σειρά παράκτια σπίτια και σπιτάκια. Χαριτωμένα.
Τώρα τα νεόκτιστα απειλούν να φτάσουν μέχρι την
κορυφογραμμή. Να εξαφανίσουν κι αυτές τις υπέροχες αγεώμετρες μάντρες από
γκρίζα ξερολιθιά που χώριζαν τις νομές των ντόπιων.
Νεόκτιστα από αρχιτέκτονες οι οποίοι, δεν ξέρω πώς
διάολο κατέχουν αυτή την άδεια ξεσκίσεως του επαγγέλματος.
Ναι, υπάρχουν και κάποια αισθητικώς ευπρεπή κτίσματα,
τα οποία όμως αποτελούν μια μειονότητα ευθέως ανάλογη με τη μειονότητα εκείνων
των oλίγων που μπορούν να παραγάγουν πολιτισμό σε τούτη τη χωρίς σαφή ταυτότητα
κοινωνία.
Σ' ένα απ τα καφέ της προβλήτας, η Μίσα, το ευγενικό
κορίτσι απ την άλλοτε Σοβιετία, μου σερβίρει τον βαρύ γλυκό σε μπακιρένιο
μπρίκι. Και την χειροποίητη καρυδόπιτα. Και τον χυμό πορτοκάλι της Ισαβέλλας.
Τι "συνέντευξη" να της πάρω; Το βλέμμα της
τα λέει όλα: η επιβίωση με οποιοδήποτε κόστος.
Ο παππούς της έχτισε, μαζί με άλλους προλετάριους, την
ουτοπία με πρώτη ύλη την ψυχή του. Κι η Μίσα δεν θα καταλάβει, ίσως ποτέ, το
πώς και το γιατί ενός σφαγμένου όνειρου. Του μεγαλύτερου και ωραιότερου που
γέννησε ο νους του ανθρώπου.
Τι "συνέντευξη" να μου δώσει; Η σκέψη της
βρίσκεται στο αν και στο πόσο του φιλοδωρήματος.
Γκαζώνω κατά Δρυοπίδα την οποία άλλοτε αγνόησα αφού
μόνο οι παντέρημες παραλίες γι' αντίσκηνο και γυμνοσοφισμό μας ενδιέφεραν. Τότε
δεν είχαμε συνείδηση του πόσο ωραία ήταν η Ελλάδα. Τώρα τρέχουμε ν'
απαθανατίσουμε ότι θραύσμα ομορφιάς έχει απομείνει πριν χαθεί κι αυτό.
Όταν η ομορφιά γίνεται εμπόρευμα περνάει στην πορνεία.
Όχι, δεν έχω τίποτα με τις πόρνες, οι νταβατζήδες μου φταίνε.
Και χώρος για στάθμευση κι απ όλα.
Μια ομαδική καλημέρα στην ομήγυρη με τις τραγιάσκες.
Υπάρχουν ακόμη μερικές τραγιάσκες. Και κάτι λίγα τσιγκελωτά μουστάκια.
Επιμένουν να κεράσουν καφέ. Υπάρχει ακόμη η Ελλάδα κι ας γκρινιάζω.
Όχι, δεν έχουμε πια ούτε κοπάδια, ούτε γελάδια, ούτε
τίποτις. Όλη η νεολαία μας, όσοι δεν πήγαν στην Αθήνα, να πούμε, είν εδώ, στις
οικοδομές. Και γκαρσόνια στις ταβέρνες. Ε, είναι και τα νοικιαζόμενα που μας
αφήνουν κατιτίς.
Ελλάς Ελλήνων Ξενοδόχων. Έμαθαν και το
"λόντρυ" και το "μπαθρούμ" και όλα.
Με την πρώτη ματιά η Δρυοπίδα δε λέει πολλά. Πρέπει να
μπεις στα σπλάχνα της. Ν' ανεβοκατέβεις σκαλοπάτια και ρούγες.
Πρέπει να την καμαρώσεις μια τέτοια φωτεινή μέρα σαν
και τούτη. Να λάμπουν οι ασβέστες. Να 'χουν ανθίσει οι τενεκεδόγλαστρες στα
πεζούλια. Να προβάλλει κάποιο φωτεινό κοριτσίστικο πρόσωπο πίσω απ το κεντητό
κουρτινάκι. Να σε γαβγίσει ένας κόπρος και μετά να σου κουνήσει την ουρά γιατί
σε μύρισε για φίλο. Αγαπώ τους κόπρους και οι κόπροι το ξέρουν από μακριά πως
τους αγαπώ . Οι άνθρωποι είναι αλλιώς. Το συμφέρον πάνω απ όλα. Οι άνθρωποι σε
γαβγίζουν, και σε δαγκώνουν, εκτός κι αν έχουν λαβείν. Αλλά τι κάθομαι τώρα και
τρώγομαι με τα ρούχα μου;
Η κρυφή γοητεία της Δρυοπίδας βρίσκεται στο ότι δεν το
παίζει βιτρίνα! Είναι αυτό που είναι, πάει και τέρμα.
Ο μπάρμπας με την τραγιάσκα, το χειμώνα πίνει τον
γλυκύ βραστό του σε κάποιο καφενείο της πλατείας Αττικής. Κοντά στα παιδιά και
τα εγγόνια του. Το καλοκαίρι βρίσκετ' εδώ. Κοντά στους παλιόφιλους και
συντοπίτες του. Τους άφησε προσωρινώς
στην πεζούλα και ήρθε κοντά μας.
- Από πούθε είστε;
Και πιάσαμε κουβέντα. Να μάθουμε τα πώς και τα γιατί.
Δε βαριέσαι, λέει, τότενες χωριζόμασταν σε δεξιούς, σε
δημοκράτες και κάτι λίγους αριστερούς. Λίγους αλλά ψυχωμένους. Τώρα... πώς να
στο πω; Ε, να, παλιά αγωνιζόμασταν. Εκλογές, πόσους θα πάρει ο ένας, πόσους ο
άλλος. Τώρα όλοι ίδιοι είναι, βρε παιδιά, τι να ψηφίσεις; Σκατά στα μούτρα
τους! Πριν τις εκλογές όλο υποσχέσεις. Μετά...
Και οι αριστεροί, κακομοίριασαν κι αυτοί. Λόγια,
λόγια, λόγια... Είναι λίγοι, τσακώνονται και μεταξύ τους! Μυαλό κουκούτσι, οι
αριστεροί, λεβέντημ'!..
Ανέκδοτο
ιστορικό σκαρίφημα
Διαβάζω πως στα βάθη των αιώνων, η νήσος, εκτός των
άλλων ονοματίστηκε και Αφιούσα, και Θηραμνία, και Θερμία, και... δεν έμαθα πώς
αλλιώς. Κατοικείται, λέει, από τους Μεσολιθικούς χρόνους. Εννιά χιλιάδες χρόνια
πριν έρθουμ' εμείς εδώ για να τη φωτογραφήσουμε.
Τ' όνομα "Κύθνος" της το 'δωσε μετριοφρόνως
ο ίδιος ο καπετάν Κύθνος, αγνώστων σε μένα λοιπών στοιχείων. Ο οποίος Κύθνος
ποδηγέτησε από την Εύβοια μέχρις εδώ ένα τσούρμο από ξελιγωμένους Δρύοπες για
μια καλύτερη τύχη. Έτσι πήρε τ' όνομά της και η Δρυοπίς. Καθώς και η οδός
Δρυόπων στα Άνω Πετράλωνα.
Μετά, δε
γνωρίζω πόσο μετά, πλάκωσε μια άλλη φουρνιά αποίκων, οι Ίωνες. Και οι Ίωνες, ως
Ίωνες που ήσαν, οργάνωσαν τους ανοργάνωτους Δρύοπες, αλλά και τους εαυτούς τους
"σε ευνομούμενη πολιτεία", όπως λέει και το φυλλάδιο που κρατώ στα
χέρια μου. Τότε περίπου υποθέτω πως γράφτηκε και το υπό Αριστοτέλη πόνημα
"Κυθνέων Πολιτεία". Δε θυμάμαι να το 'χω διαβάσει.
Κι αφού επικράτησε για τα καλά η ιωνική κουλτούρα, η
νήσος έσπευσε να ενταχθεί κι αυτή, όπως και όλες οι Κυκλάδες, στην Αθηναϊκή
Συμμαχία, δηλαδή στο ΝΑΤΟ της εποχής, για να μη γίνει η τότε Ελλάς προτεκτοράτο
των Περσών.
Σιγά μην αφήσουμε να μας κάνουν κουμάντο οι Ξέρξηδες
και οι Δαρείοι! Η ισχύς εν τη ενώσει, σύντροφοι! Στ' άρματα, στ' άρματα! Υπό
την Αθήνα, φυσικά!
Χρόνους μετά, η Κύθνος, πέρασε στη δικαιοδοσία της
νέας ανερχόμενης υπερδύναμης, των
Μακεδόνων, οι οποίοι όμως σεβάστηκαν (γενικώς ειπείν) την πολιτισμική
ταυτότητα των Ιώνων της Κύθνου.
Διότι, ένα από τα όσα χαρίσματα των Μακεδόνων ήταν και
η επίγνωση της ανωτερότητας του
αθηναϊκού πολιτισμού και των παραφυάδων του.
Άλλο αν οι σημερινοί Θεσσαλονικείς μας αποκαλούν
χαμουτζήδες, επειδή αντί για "κάτω" λέμε "χάμω". Ε, και τι
έγινε, δηλαδή; και το "χάμω" ελληνική λέξη είναι, εξ ου και
"χαμοκέλα"
Μετά φαίνεται πως το νησί έγινε ορμητήριο των
πτολεμαϊκών πολεμικών επιχειρήσεων για να κατακτηθεί, στη συνέχεια, από τους
Ρωμαίους, τους οποίους ποτέ δεν χώνεψα, και να χρησιμοποιηθεί ως τόπος εξορίας.
Η Μακρόνησος κι ο Αϊστράτης δεν είχαν ανακαλυφτεί ακόμα.
Όταν ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός άρχισε να
νοθεύεται ως τοιούτος και να εκτοπίζεται από τον χριστιανισμό της βυζαντινής
αυτοκρατορίας, τέρμα οι αρχαίοι ναοί και το ανθρωποκεντρικό δωδεκάθεο. Οι
βυζαντινοί άλλαξαν την πίστη στους Κύθνιους και τους έκαναν χριστιανούς.
Ήμαρτον Κύριε!
Και να εκκλησιές και παρεκκλήσια. Και να παπάδες και
αγιαστούρες! Η δημοκρατία των δώδεκα, και βάλε, θεών έδωσε τη θέση της στην
παντοκρατορία του Ενός. Εκεί έχει τη ρίζα της και η ιδέα της ιμπεριαλιστικής
παγκοσμιοποίησης. Στο μονοθεϊσμό. Νομίζω.
Ως γνωστόν η Πόλις Εάλω από τους Τούρκους εξαιτίας της
φαγωμάρας των χριστιανών αρχιπαπάδων μεταξύ τους για το ποιος θα σαλαγάει
οικουμενικώς το ποίμνιον (και θα μονοπωλεί το "παγκάρι"). Και μιας
και εάλω και όλο το οικοδόμημα της ελληνο-ρωμαιο-βυζαντινής οντότητας, αν
υπήρξε τέτοια, η Κύθνος υπήχθη στη δικαιοδοσία μιας αλυσίδας από βενετσιάνικους
Οίκους. Αφεντικά στον σβέρκο τους.
Φτάνει όμως με την Ιστορία. Από κει και πέρα, η
"μοίρα" του νησιού είναι "μοίρα" της ταλαίπωρης
νεοελληνικής Ιστορίας. Άσε που στερούμαι περισσότερων άξιων λόγου ιστορικών
στοιχείων.
Κύθνος,
Μεσαριά ή απλά Χώρα
Κύθνος, Μεσαριά ή απλά Χώρα, λέγεται η χτισμένη από
τον Δέκατο Έβδομο αιώνα πρωτεύουσα του νησιού. Μ' ένα δημοτολόγιο κάτι λιγότερο
από χίλιους κάτοικους. Όσους περίπου κι η Δρυοπίδα.
Δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους στην ομορφιά. Δεν
τίθεται θέμα αισθητικής επιλογής. Θα 'ταν άδικο και για τα δυο αυτά
κεφαλοχώρια. Και δεν ξέρω σε ποιο απ τα δυο θα διάλεγα να μείνω. Ξέρω όμως πως
φωτογραφικά η Χώρα είναι πιο φωτογενής. Δεν διστάζει να σου προβάλλει τα κάλλη
της. Τα προβάλλει με αυτοπεποίθηση και χωρίς σεμνοτυφία.
Διαλέγω τα πίσω και τα μέσα καλντερίμια όπου η κίνηση
είναι μηδενική. Κάποια γυναίκα ασβεστώνει το χαμηλό τοιχίο και τα σκαλιά του
δρομίσκου. Κάποια άλλη έρχεται με το ταψί. Κάνει ότι δεν θέλει να την
φωτογραφίσω αλλά καθώς της περνά από το νου ότι μπορεί και να δημοσιευτεί,
καλέ, ελεύθερα, μνήσθιτί μου, Κύριε! γιατί να μη θέλω; Ε, τότε, προχώρα καλή
μου και μην κοιτάς το φακό. Το βιολί της αυτή. Κοιτάζει το φακό και μάλιστα
ποζάρει. Θα μου τη στείλετε; Ποια; Τη φωτογραφία, καλέ! Ρε, πού έμπλεξα! Σε
λίγο θα ξεσηκώσει και τον παππού, που δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, και την
κορούλα της... Για να "μπουν στις εφημερίδες"! Πάλι καλά που δεν με
πέρασε για τηλεοπτικό συνεργείο.
Πέτρινα σπίτια, στενά πλακόστρωτα καλντερίμια και
στεάδια (παραφθορά του "στεγάδια"), ή καταστέγια. Ναϊφ σχέδια παντού,
στους τοίχους αλλά και στο τσιμεντένιο έδαφος: βαρκούλες ν' αρμενίζουν,
λουλουδικά και ψάρια. Με τον ασβέστη ως βασική χρωστική ύλη. Βασιλικό κι
ασβέστη, που λέει και κάποιο τραγούδι. Το ξέρεις πόσο την καταβρίσκω με τις παλιές ταπεινές
εκκλησίες και τα υπέρθυρα γλυπτά. Εδώ, να χορταίνει το μάτι σου!
Μια τεράστια κρεβατίνα με βαθιά σκιά κι εμείς από κάτω
της να ξεϊδρώνουμε με παγωμένο χυμό πορτοκάλι. Ελληνικό καλοκαίρι!
Ο δρόμος πάνω στην ορεογραμμή κι ένα μελτέμι να θέλει
να μας ρίξει κάτω με τη μοτοσυκλέττα. Σταματώ στο κάθε ξωκλήσι με πρόσχημα τη
φωτογράφηση. Στην πραγματικότητα για να επανέλθουν οι τιμές της αδρεναλίνης μου
στα ίσα τους. Και να 'χεις μια Ισαβέλλα που δεν ξέρει (εν προκειμένω) τι θα πει
κίνδυνος και να σου λέει, δεν θα προλάβουμε, δεν θα προλάβουμε! Να προλάβουμε
τι; Το εφημερεύον αγροτικό ιατρείο της Κύθνου; Και κάθε τόσο: δεν παίρνουμε κι
αυτόν το χωματόδρομο να δούμε πού βγάζει; Ρε, τι έπαθα, δεν την ξαναπαίρνω μαζί
μου καλοκαίρι σε ελληνικό νησί. Αλλά, όλο έτσι λέω!
Και μέσα σ' όλα να νοιώθω και Δον Κιχώτης. Με τη
Δουλτσινέα μου στην πίσω σέλα κι εγώ να ορμώ κατά των ανεμόμυλων. Πόθεν
συνάγεται; Όλοι, ή σχεδόν όλοι οι παλιοί ανεμόμυλοι είναι πάνω στην πορεία μας.
Πάνω στην ορμή μας. Παλιοί, ερειπωμένοι, χωρίς τα πτερύγια, χωρίς ακτίνωμα,
χωρίς σφρίγος. Παραγκωνισμένοι από το σύγχρονο αιολικό πάρκο που τους έστειλε
στην ανεργία.
Κι αφήνουμε κάθε τόσο την ανεμοδαρμένη άσφαλτο, και
μπαίνουμε σε άλλο τόσο ανεμοδαρμένους και κακοτράχαλους χωματόδρομους, και
φτάνουμε ζωντανοί σε μαγικές, παντέρημες, παραλίες, και πετάμε οτιδήποτε φοράμε
πάνω μας, και βουτάμε στα διάφανα νερά, και... φτου κι απ την αρχή για νέα
παραλία. Απ το Βορρά στο Νότο κι απ την Ανατολή στη Δύση. Δεν θα τις μαρτυρήσω,
να τις βρεις μόνος σου. Θέλει αρετή και τόλμη ο επίγειος παράδεισος. Ο
υπέργειος έχει μόνο σύννεφα.
Δεν είναι ότι μας απογοήτευσε η Κανάλα αλλά, να, δεν
είναι η απόλυτη ερημιά, η απόλυτη αγνότητα, που κρατούσαμε όλ' αυτά τα χρόνια
στη μνήμη μας. Ένας νέος οικισμός έχει ξεφυτρώσει.
Μια αρχιτεκτονική που, για να λέμε και του στραβού το
δίκιο, δεν έχει πάντως το χάλι του Μέριχα. Κάτι είναι κι αυτό. Μόνο το
εκκλησάκι της Παναγίας της Κανάλας, στην άκρη του ακρωτηρίου, έμεινε όπως τότε.
Ανέγγιχτο από κακούργους "ανακαινιστές".
Γόπες
...ψητές στη σχάρα, του λέω. Έφτασε!... Η αμμουδιά
είναι στο μυχό του Μέριχα κι όταν υποχωρήσουν τ' αντανακλαστικά του Παβλώφ από
τους σιελογόνους αδένες μου θα συνειδητοποιήσω πως το τραπεζάκι μας είναι αυτό
που λέμε "πάνω στο κύμα". Το μαγαζί σχεδόν ταπεινό και σίγουρα
καλαίσθητο. Στα μέτρα μας. Το τέλειο, πλην... Ποιος του 'δωσε την άδεια ν' αραδιάσει
τα τραπέζια του δυο μέτρα από τη θάλασσα; Και κείνοι που θέλουν ν' απλώσουν την
πετσέτα τους για να πάρουν ήλιο, πού θα πάνε; Όλα αγοράζονται κι όλα
πουλιούνται. Θεμιτά ή αθέμιτα. Να και οι γόπες, έφτασαν! Καλύτερα να μην
τσακωθώ και σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου