ΗΤΑΝ
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. Χαράματα ἦρθε ὁ θεῖος μου, ἀδελφὸς τῆς μητέρας μου,
μὲ τὸ κάρο του γιὰ νὰ μᾶς κουβαλήσει στὸ χωριό. Σέλιανη τὸ παλιό του ὄνομα,
Φίλιπποι τὸ νέο. Στὴν πόλη ἡ πείνα θέριζε. Ἀφοῦ πήραμε τὴ σχετικὴ ἄδεια,
ἀπὸ τὴ βουλγαρικὴ ἀστυνομία Κατοχῆς, ξεκινήσαμε. Ὁ οὐρανὸς γεμάτος
βαριὰ μαῦρα σύννεφα. Τὸ ἄλογο περπατοῦσε ἀργὰ καὶ σταθερά. Φτάσαμε
στὸ ὕψωμα τοῦ Ἁγίου Σίλα. Τὰ πεῦκα φουντωμένα καὶ οἱ θάμνοι καταπράσινοι.
Ὁ θεῖος πότισε τὸ ἄλογο στὴ βρύση. Εὐωδίαζε θυμάρι καὶ ρετσίνι.
Τὸ κάρο πῆρε τὶς στροφὲς ποὺ κατεβαίνουν στὴν πεδιάδα
τῶν Φιλίππων. Στὸν Ἀμυγδαλεώνα μᾶς ἔπιασε μιὰ ψιλὴ βροχή. Σκεπαστήκαμε
μ' ἕνα καραβόπανο κι ὁ θεῖος ἔριξε κάτι τσουβάλια στὴ ράχη τοῦ ἀλόγου.
Ἀργὰ τὸ μεσημέρι φτάσαμε στὸ χωριό.
Μᾶς ὑποδέχθηκαν ὁ παππούς, ἡ γιαγιά, ἡ θεία καὶ τὰ
ξαδέλφια μὲ χαρὲς καὶ γέλια. Στὸ χωριὸ τίποτε δὲν θύμιζε τὴ βαρβαρότητα
τῆς Κατοχῆς. Ὑπῆρχαν βέβαια οἱ βουλγαρικὲς ἀρχές, πρόεδρος, γραμματέας,
ἀγροφύλακας καὶ τέσσερις χωροφύλακες, ἀλλὰ ἡ παρουσία τους ἦταν
σχετικὰ διακριτικὴ καθὼς ἤθελαν νὰ καλοπερνᾶνε.
Τὴν ἄλλη μέρα, Μεγάλο Σάββατο, ἄρχισαν οἱ προετοιμασίες.
Τὸ μυστικὸ ἦταν ἕνα γουρουνόπουλο ποὺ θὰ σφάζονταν γιὰ τὸ πασχαλινὸ
τραπέζι. Ἦταν κρυμμένο καλὰ στὴν χορταποθήκη, γιατὶ ἦταν ἀδήλωτο
στὶς ἀρχές.
Ἂν τὸ παῖρναν χαμπάρι τὸ χάναμε. Χώρια τὸ ξύλο καὶ ἡ φυλακή.
Οἱ ἄντρες τὸ σφάξαν μὲ τρόπο ἀριστοτεχνικό. Κανεὶς δὲν πῆρε εἴδηση.
Ἡ γιαγιὰ ἄναψε τὸ φοῦρνο κι ἔψηνε κουλοῦρες μὲ μέλι καὶ κολοκύθες.
Τὸ κακὸ ἔγινε σὲ λίγο. Κάποιο σκυλὶ ἅρπαξε ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ τομάρι.
Δὲν ξέρω ἂν αὐτὸ ἦταν ἡ ἀφορμὴ ἢ κάποιος γείτονας μᾶς κάρφωσε στοὺς
Βουλγάρους. Σὲ λίγο καταφθάσαν ὀργισμένοι δύο χωροφύλακες ἀπὸ τὴν
κοινότητα καὶ τράβηξαν κατ' εὐθείαν στὴν χορταποθήκη. Ἔβγαλαν ἔξω
τὸ σφάγιο καὶ τὸ πέταξαν στὸ χῶμα. Φώναζαν καὶ ἀπειλοῦσαν. Ὁ πατέρας
μου ἄρχισε νὰ τοὺς μιλάει τούρκικα, τότε ὁ ἕνας ἀνταποκρίθηκε. Πιάσανε
μιὰ ἀτέρμονη συζήτηση. Ἦταν μεγάλο πρόβλημα κι ἔγκλημα ποὺ δὲν εἶχε
δηλωθεῖ καὶ δὲν εἶχε παραδοθεῖ στὶς δυνάμεις Κατοχῆς. Ἄρα κλέψατε
τὸ βουλγαρικὸ κράτος, εἶπε ὁ χωροφύλακας.
Ὁ πατέρας τοὺς κέρασε οὖζο, «τὸ σφάξαμε», εἶπε, «γιὰ
τὸ Πάσχα». Τοὺς ἔδειξε τὶς ἄδειες ποὺ εἴχαμε βγάλει, ζήτησε κατανόηση,
ἀπὸ ἕνα μικρὸ γουρούνι δὲν ἔχανε τίποτε ἡ κυβέρνησή τους. Ἀφοῦ ἤπιαν
ἕνα μπουκάλι οὖζο, μετὰ ἀπὸ συζητήσεις, ἡ κατάληξη ἦταν νὰ πάρουν
οἱ χωροφύλακες τὸ γουρούνι καὶ νὰ μὴν κουβαλήσουν τοὺς ἄντρες στὸ κρατητήριο.
Τύλιξαν τὸ σφάγιο μ' ἕνα τσούλι καπνῶν καὶ διέταξαν
τὸν θεῖο καὶ τὸν πατέρα μου νὰ τὸ μεταφέρουν στὴν αὐλὴ τῆς κοινότητας,
ποὺ ἦταν ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι. Ἐκεῖ κουβάλησαν ἕνα κουβὰ μὲ πράσινη
μπογιὰ μὲ δηλητήριο, ὅπως εἶπαν, καὶ τοὺς ὑποχρέωσαν νὰ τὸ βάψουν
πράσινο. Μετὰ τοὺς ἔδωσαν γκασμάδες καὶ φτυάρια νὰ τὸ θάψουν. Γύρω μαζεύτηκαν
οἱ χωρικοὶ σιωπηλοὶ καὶ παρακολουθοῦσαν. Ὅταν τελείωσαν τοὺς ἔβαλαν
νὰ πατήσουν μὲ δύναμη τὸ χῶμα.
Τὴ νύχτα πήγαμε περίλυποι στὴν Ἀνάσταση. Μετὰ εἶχε
στὸ τραπέζι πατάτες, χόρτα, κολοκύθια καὶ αὐγά. Τὸ φάσμα τοῦ ἀπολεσθέντος
χοίρου μᾶς κατεδίωκε.
Πρὶν ἀρχίσουμε τὸ φαγητὸ ὁ παπποὺς μᾶς διάβασε ἀπὸ
τὴ Βίβλο του, «ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ζωὴν
διδοὺς τῷ κόσμω. Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν, Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον
τοῦτον. Εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, ὁ ἐρχόμενος
πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ διψήσῃ πώποτε».
Τὸ
καλοκαίρι σ' ἕνα μπλόκο τῶν Βουλγάρων οἱ στρατιῶτες, ἐπειδὴ δὲν ἔλαβαν
ἱκανοποιητικὲς ἀπαντήσεις, ποδοπάτησαν τὸν παπποὺ ἕως θανάτου.
Δύο μέρες μετὰ πέθανε ἀπὸ ἐσωτερικὴ αἱμορραγία.
Ἡ βασανισμένη του ψυχὴ σὰν μαῦρο καρτάλι πέταξε
πάνω ἀπὸ θάλασσες, ἀπὸ βουνά, μπῆκε στὴν Προποντίδα καὶ στὴν Μαύρη
Θάλασσα καὶ κούρνιασε γιὰ πάντα στὰ χώματα τοῦ Πόντου καὶ τῆς Τραπεζούντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου