Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Πρό­δρο­μος Χ. Μάρ­κο­γλου: Πά­σχα 1943




ΗΤΑΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. Χα­ρά­μα­τα ἦρ­θε ὁ θεῖ­ος μου, ἀ­δελ­φὸς τῆς μη­τέ­ρας μου, μὲ τὸ κά­ρο του γιὰ νὰ μᾶς κου­βα­λή­σει στὸ χω­ριό. Σέ­λια­νη τὸ πα­λιό του ὄ­νο­μα, Φί­λιπ­ποι τὸ νέ­ο. Στὴν πό­λη ἡ πεί­να θέ­ρι­ζε. Ἀ­φοῦ πή­ρα­με τὴ σχε­τι­κὴ ἄ­δεια, ἀ­πὸ τὴ βουλ­γα­ρι­κὴ ἀ­στυ­νο­μί­α Κα­το­χῆς, ξε­κι­νή­σα­με. Ὁ οὐ­ρα­νὸς γε­μά­τος βα­ριὰ μαῦ­ρα σύν­νε­φα. Τὸ ἄ­λο­γο περ­πα­τοῦ­σε ἀρ­γὰ καὶ στα­θε­ρά. Φτά­σα­με στὸ ὕ­ψω­μα τοῦ Ἁ­γί­ου Σί­λα. Τὰ πεῦ­κα φουν­τω­μέ­να καὶ οἱ θά­μνοι κα­τα­πρά­σι­νοι. Ὁ θεῖ­ος πό­τι­σε τὸ ἄ­λο­γο στὴ βρύ­ση. Εὐ­ω­δί­α­ζε θυ­μά­ρι καὶ ρε­τσί­νι.
       Τὸ κά­ρο πῆ­ρε τὶς στρο­φὲς ποὺ κα­τε­βαί­νουν στὴν πε­διά­δα τῶν Φι­λίπ­πων. Στὸν Ἀ­μυ­γδα­λε­ώ­να μᾶς ἔ­πι­α­σε μιὰ ψι­λὴ βρο­χή. Σκε­πα­στή­κα­με μ' ἕ­να κα­ρα­βό­πα­νο κι ὁ θεῖ­ος ἔ­ρι­ξε κά­τι τσου­βά­λια στὴ ρά­χη τοῦ ἀ­λό­γου. Ἀρ­γὰ τὸ με­ση­μέ­ρι φτά­σα­με στὸ χω­ριό.
       Μᾶς ὑ­πο­δέ­χθη­καν ὁ παπ­πούς, ἡ για­γιά, ἡ θεί­α καὶ τὰ ξα­δέλ­φια μὲ χα­ρὲς καὶ γέ­λια. Στὸ χω­ριὸ τί­πο­τε δὲν θύ­μι­ζε τὴ βαρ­βα­ρό­τη­τα τῆς Κα­το­χῆς. Ὑ­πῆρ­χαν βέ­βαι­α οἱ βουλ­γα­ρι­κὲς ἀρ­χές, πρό­ε­δρος, γραμ­μα­τέ­ας, ἀ­γρο­φύ­λα­κας καὶ τέσ­σε­ρις χω­ρο­φύ­λα­κες, ἀλ­λὰ ἡ πα­ρου­σί­α τους ἦ­ταν σχε­τι­κὰ δι­α­κρι­τι­κὴ κα­θὼς ἤ­θε­λαν νὰ κα­λο­περ­νᾶ­νε.
       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, Με­γά­λο Σάβ­βα­το, ἄρ­χι­σαν οἱ προ­ε­τοι­μα­σί­ες. Τὸ μυ­στι­κὸ ἦ­ταν ἕ­να γου­ρου­νό­που­λο ποὺ θὰ σφά­ζον­ταν γιὰ τὸ πα­σχα­λι­νὸ τρα­πέ­ζι. Ἦ­ταν κρυμ­μέ­νο κα­λὰ στὴν χορ­τα­πο­θή­κη, για­τὶ ἦ­ταν ἀ­δή­λω­το στὶς ἀρ­χές.
Ἂν τὸ παῖρ­ναν χαμ­πά­ρι τὸ χά­να­με. Χώ­ρια τὸ ξύ­λο καὶ ἡ φυ­λα­κή. Οἱ ἄν­τρες τὸ σφά­ξαν μὲ τρό­πο ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κό. Κα­νεὶς δὲν πῆ­ρε εἴ­δη­ση. Ἡ για­γιὰ ἄ­να­ψε τὸ φοῦρ­νο κι ἔ­ψη­νε κου­λοῦ­ρες μὲ μέ­λι καὶ κο­λο­κύ­θες. Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε σὲ λί­γο. Κά­ποι­ο σκυ­λὶ ἅρ­πα­ξε ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­πὸ τὸ το­μά­ρι. Δὲν ξέ­ρω ἂν αὐ­τὸ ἦ­ταν ἡ ἀ­φορ­μὴ ἢ κά­ποι­ος γεί­το­νας μᾶς κάρ­φω­σε στοὺς Βουλ­γά­ρους. Σὲ λί­γο κα­τα­φθά­σαν ὀρ­γι­σμέ­νοι δύ­ο χω­ρο­φύ­λα­κες ἀ­πὸ τὴν κοι­νό­τη­τα καὶ τρά­βη­ξαν κα­τ' εὐ­θεί­αν στὴν χορ­τα­πο­θή­κη. Ἔ­βγα­λαν ἔ­ξω τὸ σφά­γιο καὶ τὸ πέ­τα­ξαν στὸ χῶ­μα. Φώ­να­ζαν καὶ ἀ­πει­λοῦ­σαν. Ὁ πα­τέ­ρας μου ἄρ­χι­σε νὰ τοὺς μι­λά­ει τούρ­κι­κα, τό­τε ὁ ἕ­νας ἀν­τα­πο­κρί­θη­κε. Πι­ά­σα­νε μιὰ ἀ­τέρ­μο­νη συ­ζή­τη­ση. Ἦ­ταν με­γά­λο πρό­βλη­μα κι ἔγ­κλη­μα ποὺ δὲν εἶ­χε δη­λω­θεῖ καὶ δὲν εἶ­χε πα­ρα­δο­θεῖ στὶς δυ­νά­μεις Κα­το­χῆς. Ἄ­ρα κλέ­ψα­τε τὸ βουλ­γα­ρι­κὸ κρά­τος, εἶ­πε ὁ χω­ρο­φύ­λα­κας.
       Ὁ πα­τέ­ρας τοὺς κέ­ρα­σε οὖ­ζο, «τὸ σφά­ξα­με», εἶ­πε, «γιὰ τὸ Πά­σχα». Τοὺς ἔ­δει­ξε τὶς ἄ­δει­ες ποὺ εἴ­χα­με βγά­λει, ζή­τη­σε κα­τα­νό­η­ση, ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ γου­ρού­νι δὲν ἔ­χα­νε τί­πο­τε ἡ κυ­βέρ­νη­σή τους. Ἀ­φοῦ ἤ­πιαν ἕ­να μπου­κά­λι οὖ­ζο, με­τὰ ἀ­πὸ συ­ζη­τή­σεις, ἡ κα­τά­λη­ξη ἦ­ταν νὰ πά­ρουν οἱ χω­ρο­φύ­λα­κες τὸ γου­ρού­νι καὶ νὰ μὴν κου­βα­λή­σουν τοὺς ἄν­τρες στὸ κρα­τη­τή­ριο.
       Τύ­λι­ξαν τὸ σφά­γιο μ' ἕ­να τσού­λι κα­πνῶν καὶ δι­έ­τα­ξαν τὸν θεῖ­ο καὶ τὸν πα­τέ­ρα μου νὰ τὸ με­τα­φέ­ρουν στὴν αὐ­λὴ τῆς κοι­νό­τη­τας, ποὺ ἦ­ταν ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Ἐ­κεῖ κου­βά­λη­σαν ἕ­να κου­βὰ μὲ πρά­σι­νη μπο­γιὰ μὲ δη­λη­τή­ριο, ὅ­πως εἶ­παν, καὶ τοὺς ὑ­πο­χρέ­ω­σαν νὰ τὸ βά­ψουν πρά­σι­νο. Με­τὰ τοὺς ἔ­δω­σαν γκα­σμά­δες καὶ φτυά­ρια νὰ τὸ θά­ψουν. Γύ­ρω μα­ζεύ­τη­καν οἱ χω­ρι­κοὶ σι­ω­πη­λοὶ καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σαν τοὺς ἔ­βα­λαν νὰ πα­τή­σουν μὲ δύ­να­μη τὸ χῶ­μα.       
       Τὴ νύ­χτα πή­γα­με πε­ρί­λυ­ποι στὴν Ἀ­νά­στα­ση. Με­τὰ εἶ­χε στὸ τρα­πέ­ζι πα­τά­τες, χόρ­τα, κο­λο­κύ­θια καὶ αὐ­γά. Τὸ φά­σμα τοῦ ἀ­πο­λε­σθέν­τος χοί­ρου μᾶς κα­τε­δί­ω­κε.
       Πρὶν ἀρ­χί­σου­με τὸ φα­γη­τὸ ὁ παπ­ποὺς μᾶς δι­ά­βα­σε ἀ­πὸ τὴ Βί­βλο του, «ὁ γὰρ ἄρ­τος τοῦ Θε­οῦ ἐ­στιν ὁ κα­τα­βαί­νων ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ, καὶ ζω­ὴν δι­δοὺς τῷ κό­σμω. Εἶ­πον οὖν πρὸς αὐ­τόν, Κύ­ρι­ε, πάν­το­τε δὸς ἡ­μῖν τὸν ἄρ­τον τοῦ­τον. Εἶ­πε δὲ αὐ­τοῖς ὁ Ἰ­η­σοῦς, Ἐ­γώ εἰ­μι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς, ὁ ἐρ­χό­με­νος πρός με οὐ μὴ πει­νά­σῃ, καὶ ὁ πι­στεύ­ων εἰς ἐ­μὲ οὐ δι­ψή­σῃ πώ­πο­τε».
Τὸ κα­λο­καί­ρι σ' ἕ­να μπλό­κο τῶν Βουλ­γά­ρων οἱ στρα­τι­ῶ­τες, ἐ­πει­δὴ δὲν ἔ­λα­βαν ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κὲς ἀ­παν­τή­σεις, πο­δο­πά­τη­σαν τὸν παπ­ποὺ ἕ­ως θα­νά­του. Δύ­ο μέ­ρες με­τὰ πέ­θα­νε ἀ­πὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ αἱ­μορ­ρα­γί­α.
       Ἡ βα­σα­νι­σμέ­νη του ψυ­χὴ σὰν μαῦ­ρο καρ­τά­λι πέ­τα­ξε πά­νω ἀ­πὸ θά­λασ­σες, ἀ­πὸ βου­νά, μπῆ­κε στὴν Προ­πον­τί­δα καὶ στὴν Μαύ­ρη Θά­λασ­σα καὶ κούρ­νια­σε γιὰ πάν­τα στὰ χώ­μα­τα τοῦ Πόν­του καὶ τῆς Τρα­πε­ζούν­τας.

Πη­γή: ἐφ. Κα­θη­με­ρι­νή, ἔν­θε­το «Κα­θη­με­ρι­νὴ τῆς Βό­ρειας Ἑλ­λά­δας», Μ. Πα­ρα­σκευ­ή, 21 Ἀ­πρι­λί­ου 1995.

Πρό­δρο­μος Χ. Μάρ­κο­γλου (Κα­βά­λα, 1935). Ποί­η­ση, Δι­ή­γη­μα. Οἱ γο­νεῖς του ἦ­ταν πρό­σφυ­γες ἀ­πὸ τὴν Καπ­πα­δο­κί­α καὶ τὸν Πόν­το. Τὸ 1944 χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ γερ­μα­νι­κὴ χει­ρο­βομ­βί­δα καὶ ἔ­χα­σε τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νώ­τα­τη Σχο­λὴ Οἰ­κο­νο­μι­κῶν καὶ Ἐμ­πο­ρι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­πὸ τὸ 1971 ζεῖ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα στὴν Κα­βά­λα, τὸ 1962, μὲ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἔγ­κλει­στοι. Ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Χω­ρο­στάθ­μη­ση (Κα­βά­λα, 1965), Τὰ κύ­μα­τα καὶ οἱ φω­νές (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1971) κ.ἄ. Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση: Ἔ­σχα­τη ὑ­πό­σχε­ση (1958-1992) (ἐκδ. Νε­φέ­λη,  1996). Δη­μο­σί­ευ­σε καὶ τὰ πε­ζὰ Ὁ χῶ­ρος τῆς Ἰ­ω­άν­νας καὶ ὁ χρό­νος τοῦ Ἰ­ω­άν­νη (ἐκδ. Ἐ­γνα­τί­α, 1980), Στα­θε­ρὴ ἀ­πώ­λεια (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­τη, 1992), Σπα­ράγ­μα­τα (νου­βέ­λα, ἐκδ. Νε­φέ­λη,  1997), Δι­έ­φυ­γε τὸ μοι­ραῖ­ον (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Νε­φέ­λη, 2003) κ.ἄ.

planodion | 30 Ἀπ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου