του Λεωνίδα Κουμάκη
Οδηγώ αυτοκίνητο από το σωτήριο έτος 1969 και ασφαλώς
δε μπορούσα να φανταστώ πως η τρέχουσα Δημοτική αυθαιρεσία στον μεγαλύτερο Δήμο
της χώρας θα έσπαγε όλα τα κοντέρ, κατεξευτελίζοντας κάθε έννοια κοινής
λογικής. Με στόχο (τι άλλο;) να αρπάξει με το ζόρι περισσότερα χρήματα από
–ούτως ή άλλως- καταταλαιπωρημένους και δοκιμαζόμενους σε πολλά επίπεδα πολίτες
των Αθηνών.
Το ιστορικό της υπόθεσης αποκαλύπτει την βαθειά
αναλγησία ενός φριχτού κατεστημένου που δεν αδιαφορεί απλά για όσους ταλαιπωρεί
αλλά – το χειρότερο- «ηδονίζεται» να τους ταλαιπωρεί! Κρύβεται πίσω από «τον
νόμο», τον οποίο όμως διαμορφώνει το ίδιο αυθαίρετα, με απόλυτη
ελευθεριότητα και κατά βούληση.
Όπως όλοι οι οδηγοί αυτοκινήτου στην Ελλάδα, έχω
πληρώσει δεκάδες «παραβάσεις» του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας επειδή δεν
ανακάλυψα απαγορευτικές για στάθμευση πινακίδες που είχαν καλυφθεί με
διαφημιστικά αυτοκόλλητα, δεν είχα παρατηρήσει κάποιες πινακίδες, κρυμμένες
επιμελώς πίσω από δένδρα, οι οποίες όριζαν ένα χαμηλό όριο ταχύτητας το οποίο
φυσικά ξεπερνούσα ή άφηνα το αυτοκίνητο μου σε σημείο που καθημερινά παρκάρουν
εκατοντάδες αυτοκίνητα, αλλά ο «τυχερός» ήμουν εγώ γιατί την συγκεκριμένη
στιγμή που είχα παρκάρει εκεί, ο τροχονόμος ευαρεστήθηκε να γεμίσει το μπλοκάκι
του.
Για ολόκληρες λοιπόν δεκαετίες –οδηγώ από τα 18 μου-
πλήρωνα κλήσεις άσχετα αν μόνο ένα 20% από αυτές ήταν απόλυτα δικαιολογημένες–
οι υπόλοιπες υπήρξαν προκλητικά παράλογες, αλλά υποχρεωτικά πληρωτέες.
Ξαφνικά, κοντά πενήντα χρόνια από τότε που
πρωτο-οδήγησα, τον Σεπτέμβριο του 2013, ζητώντας από την εφορία φορολογική
ενημερότητα έμαθα πως υπάρχει μια «εκκρεμότητα» στον Δήμο Αθηναίων που έπρεπε
να τακτοποιήσω αμέσως.
Έσπευσα στην οδό Λιοσίων 22, όπου έκπληκτος έμαθα ότι
εν έτη 2013 «οφείλω κλήσεις της τροχαίας από το έτος 1986 έως και το 2011»
συνολικού ύψους 1.809,91 Ευρώ!
Στην απόλυτα λογική απορία μου γιατί ειδοποιούμαι
δέκα, δεκαπέντε και είκοσι δύο χρόνια μετά από τις υποτιθέμενες απλήρωτες
παραβάσεις μου, η απάντηση ήταν αφοπλιστική:
«Τώρα τα βγάλαμε, τώρα θα τα πληρώσετε, έτσι λέει ο
νόμος! Αν έχετε κρατήσει τις αποδείξεις ότι πληρώσατε, φέρτε τις και θα σας
απαλλάξουμε!». Τόσο μεγάλη χάρη, τόσο ανέλπιστη μεγαλοψυχία που να την
φανταστεί κανείς! Εδώ ολόκληρη εφορία σε αποδεσμεύει από οποιαδήποτε υποχρέωση
τήρησης στοιχείων μετά από μια δεκαετία, ο Δήμος όμως της Αθήνας για να
γλυτώσεις το αυθαίρετο χαράτσι που θέλει να σου επιβάλλει, σου ζητάει
αποδείξεις πριν από είκοσι και είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια!
Έτσι λοιπόν ψυχρά, διαμορφώνεται μια τετράγωνη
«Δημοτική» λογική αυθαιρεσίας και αναλγησίας: Εγώ τώρα τα έβγαλα, τώρα θα τα
πληρώσεις – εκτός αν έχεις φυλάξει αποδείξεις εικοσαετίας και μας τις φέρεις
εδώ! Στην περίπτωση αυτή την γλύτωσες! Αλλιώς θα τα πληρώσεις, θέλεις δεν
θέλεις και μάλιστα έντοκα με ληστρικό επιτόκιο – έως και 200% παρακαλώ!
Θεέ και κύριε, ποιος είναι ο νόμος που μπορεί να
επιβάλλει σε ένα πολίτη να πληρώσει μια τροχαία παράβαση δέκα, δεκαπέντε και
είκοσι χρόνια μετά την (υποτιθέμενη) παράβαση, με πρόστιμο έως 200%, χωρίς
να έχει ενημερωθεί καθόλου ότι οφείλει;
Αφού ήμουνα απόλυτα βέβαιος ότι είχα το δίκαιο με το
μέρος μου, εξάντλησα όλη την ιεραρχία του τρίτου ορόφου (τμήμα εσόδων) της οδού
Λιοσίων χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Ζήτησα να μάθω ποιος είναι ο πιο ανώτερος
υπεύθυνος οικονομικών του Δήμου Αθηναίων. Έτσι με έστειλαν στον πέμπτο όροφο,
στην Γενική Διεύθυνση Οικονομικών. Ο κύριος Διευθυντής (όπως ήταν φυσικό)
απουσίαζε από το γραφείο του. Μέσω της ιδιαιτέρας του –ευγενέστατης, οφείλω να
το ομολογήσω- έμαθα πότε αναμενόταν η εμφάνιση του.
Έτσι λίγες μέρες αργότερα, ξαναπήγα και περίμενα
υπομονετικά την άφιξη του. Ο κύριος Γενικός μπήκε στο γραφείο του σαν σίφουνας
με ένα ύφος χιλίων (και βάλε) καρδιναλίων. Με κοίταξε φανερά ενοχλημένος και
ρώτησε «Τι θέλει ο κύριος;».
Μόλις όμως άρχισα να του εξηγώ ότι καλούμαι ξαφνικά
μετά από 10 και 20 χρόνια, χωρίς καμιά ειδοποίηση, να πληρώσω 1.800 Ευρώ
για υποτιθέμενες τροχαίες παραβάσεις, με διέκοψε με μια αποκρουστική υπεροψία:
«Έχετε κύριε τις αποδείξεις ότι πληρώσατε; Αν δεν τις έχετε θα πληρώσετε! Έτσι λέει
ο νόμος! Μην τρώτε τον χρόνο μου έχω και άλλες δουλειές!».
Το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου. Του μίλησα άσχημα.
«Ξέρετε ποιος σας πληρώνει κύριε; Εμείς τα κορόιδα! Αν δεν μάθετε να μας
σέβεστε, δεν είστε άξιος να κάθεστε σε αυτό το γραφείο! Η αναλγησία σας, αποτελεί
απαράδεκτη πρόκληση για κάθε πολίτη που σας πληρώνει από το υστέρημα του, για
να τον βασανίζετε και από πάνω!».
Φαίνεται πως ο «κύριος» ενοχλήθηκε πολύ γιατί αμέσως
άρχισε να φωνάζει: «Φωνάξτε την ασφάλεια του κτιρίου να τον πάρει αμέσως από το
γραφείο μου!».
Με ανέλπιστη ψυχραιμία, άφησα την τσάντα που
κρατούσα, κάθισα σε μια καρέκλα και έπιασα το κινητό μου: «Δεν θα πάω πουθενά!
Θα μείνω εδώ και θα αρχίσω να τηλεφωνώ σε όλα τα κανάλια για να μάθει επιτέλους
ο κόσμος πως συμπεριφέρεστε και πως καταταλαιπωρείτε τον κοσμάκη!».
Την στιγμή ακριβώς εκείνη μπήκε στο γραφείο η
ευγενέστατη γραμματέας και απευθυνόμενη σε εμένα μου είπε: «Σας παρακαλώ μην
συγχύζεστε και μην φωνάζετε! Ελάτε στο γραφείο μου να το συζητήσουμε μαζί!».
Όπως ήταν απόλυτα λογικό, είχα αναστατωθεί και το
έδειχνα. Η γραμματέας μου είπε πως κατά την διαδικασία της μετατροπής του
χειροκίνητου συστήματος σε ηλεκτρονικό, «είχαν παρουσιαστεί μερικά προβλήματα»
–προφανώς μπλέξανε τις πληρωμένες κλήσεις με τις απλήρωτες, περνώντας στο ηλεκτρονικό
σύστημα όχι μόνο απλήρωτες αλλά και κλήσεις που είχαν εξοφληθεί κανονικά και…
όποιον πάρει ο χάρος! Με ρώτησε τι ποσό θα μπορούσα να πληρώσω.
Της εξήγησα ότι εδώ και ολόκληρες δεκαετίες –οδηγώ από
18 χρονών- πλήρωνα τις κλήσεις μου. «Αν μου ξέφυγε μια ή δύο κλήσεις,
είτε επειδή αφαιρέθηκε η κλήση από το αυτοκίνητο, είτε επειδή την πήρε ο αέρας,
θα το καταλάβαινα. Αλλά κλήσεις 1.800 Ευρώ, δεν το καταλαβαίνω!». Η γραμματέας
επέμενε τι θα μπορούσα να πληρώσω για να κλείσει το θέμα. Της είπα «Με την λογική
ότι πιθανόν να χάθηκαν μια ή δύο κλήσεις, θα μπορούσα να πληρώσω έως 200
περίπου Ευρώ».
Με έστειλε πίσω στον δεύτερο όροφο σε μια συγκεκριμένη
κυρία η οποία εισέπραξε 248,72 Ευρώ και εκτύπωσε με ημερομηνία 13 Σεπτεμβρίου
2013 απαλλακτική απόφαση για την εφορία η οποία, με την σειρά της, εξέδωσε την
ενημερότητα που ζητούσα.
Πριν όμως συμπληρωθεί ένας χρόνος, πήρα μια νέα
ειδοποίηση από το τμήμα εσόδων του Δήμου Αθηναίων, με ημερομηνία 18/06/2014 και
έσπευσα να τηλεφωνήσω αμέσως (7 Αυγούστου 2014) να μάθω τι ακριβώς συμβαίνει.
Μίλησα με τον κ. Τζερόλα (κράτησα το όνομα του και το τηλέφωνο που κάλεσα – 210
5277 331) ο οποίος, αφού ρώτησε κάποια προσωπικά μου στοιχεία, όπως ΑΦΜ,
αποφάνθηκε: «Αγνοείστε την ειδοποίηση! Η καρτέλα σας είναι μηδενική»!
Όπως ήταν φυσικό, θεώρησα το θέμα λήξαν. Έκτοτε
πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια, ώσπου ξαναβρέθηκα στην εφορία και (ξανα) έμαθα
πως «έχω εκκρεμότητα» στον Δήμο Αθηναίων.
(Ξανα) έσπευσα στην οδό Λιοσίων 22 όπου έμαθα ότι
οφείλω ακόμα κλήσεις από το σωτήριο έτος 1995 συνολικού ύψους 1.515,45 Ευρώ
γιατί (δήθεν) το έτος 2013 έκανα διακανονισμό και δεν πληρώνω τις δόσεις μου!!
Στις δικαιολογημένες διαμαρτυρίες μου σε όλη την
«ιεραρχία», η απάντηση παρέμεινε η ίδια: «Φέρτε τις αποδείξεις που πληρώσατε,
να σας απαλλάξουμε! Αλλιώς θα πληρώσετε! Το λέει ο νόμος!». Ακόμα και ο κύριος
που μου είχε πει «Αγνοείστε την ειδοποίηση, η καρτέλα σας είναι μηδενική»
αρνήθηκε τα πάντα, λέγοντας πως δεν θυμάται τίποτα!
Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α: Για
περισσότερα από σαράντα πέντε χρόνια δεν κρατούσα καθόλου ούτε τις κλήσεις που
έπαιρνα, ούτε τις εξοφλητικές τους αποδείξεις. Από τον Σεπτέμβριο του 2013
κρατάω με ιερή ευλάβεια όχι μόνο τις κλήσεις που παίρνω αλλά και την εξοφλητική
τους απόδειξη, αμέσως μόλις τις πληρώσω. Το ίδιο συνιστώ και σε εσάς. Που να
ξέρει κανείς; Μπορεί το 2030 (αν ζούμε ακόμα) κάποιος άλλος ανεύθυνος Δήμαρχος
να μας ζητάει τις αποδείξεις των κλήσεων που πληρώσαμε το 2015, το 2020 ή το
2025 προκειμένου να μην τις (ξανα) πληρώσουμε!
Είναι εντελώς παράλογο, ξαφνικά και χωρίς καμιά
ενημέρωση, να καλείται ο κάθε πολίτης να εξοφλήσει κλήσεις που υποτίθεται ότι
δεν πλήρωσε πριν από 10, 15 ή 20 (και βάλε) χρόνια, επειδή είτε ο
Δήμαρχος της Αθήνας, είτε οι διάφοροι καλοπληρωμένοι «βοηθοί» του, δεν ξέρουν
να κάνουν σωστά την δουλειά τους.
Κάθε ευνομούμενη πόλη έχει υποχρέωση να ενημερώνει τον
πολίτη της, εντός 3, 5 ή 6 το πολύ μηνών, ότι οφείλει κάποια ανεξόφλητη τροχαία
παράβαση. Και αν ο πολίτης την αγνοήσει, τότε να κάνει αυτό που λέει «ο νόμος».
Ενημέρωση μετά από 10 και 20 χρόνια με ταυτόχρονη,
θρασύτατη και ανάλγητη επιβολή «προστίμων» (έντοκα παρακαλώ, με ληστρικά
επιτόκια) και ψευτο – ασπίδα «τον νόμο», δεν συμβαίνουν ούτε στην Ουγκάντα,
ούτε στην Μποτσουάνα, Κύριε Καμίνη!
Ο παραλογισμός να απαιτείτε ξαφνικά, χωρίς καμιά
ενημέρωση, χρήματα για (ίσως) ανεξόφλητες κλήσεις μετά από 10, 15 ή 20 χρόνια
(και βάλε), σίγουρα αποτελεί ένα μοναδικό ρεκόρ παραλογισμού, το οποίο
δύσκολα θα ξεπεραστεί! Και φυσικά τα «συγχαρητήρια» γι΄ αυτή τη θλιβερή πρωτιά,
σας ανήκουν προσωπικά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου