του Γιάννη Σχίζα
Δημοσιεύεται στην ΑΥΓΗ την 14.7.2018
Κάθε τι που πλημμυρίζει τους δρόμους του Παρισιού με ποδοσφαιρόφιλους που είναι χαρούμενοι για την πρόκριση της ομάδας τους στον τελικό με κάνει και εμένα χαρούμενο. Κλασικός ποδοσφαιρόφιλος πλέον δεν είμαι, αλλά μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν είναι δυνατόν παρά να συναντηθώ κι εγώ με αυτό το μεγάλο πανηγυριώτικο «κίνημα». Εξάλλου διαθέτω αρκετή μνήμη από τα ποδοσφαιροτραφή νιάτα μου... Το ποδόσφαιρο των μεγάλων διοργανώσεων, των συγκλονιστικών αγώνων και των δραματικών κορυφώσεών τους σε τελικούς έχει το επάνω χέρι στην εποχή μας. Όμως το «μικρό ποδόσφαιρο», αυτό που ανθούσε σε γειτονιές και πόλεις έχοντας βασικά εντοπιότητα, «κουλέρ λοκάλ» και τύπους, είναι μάλλον σε ύφεση. Εκτός βεβαίως από κάτι διατηρητέους, όπως ο Νίκος Αλέφαντος..
Για όσους έχουν βαρεθεί την καταχρηστική και πληθωριστική χρήση του χαρακτηρισμού «τελευταίος» («ο τελευταίος ευπατρίδης της πολιτικής», «ο τελευταίος των μεγάλων του θεάτρου», «ο τελευταίος χώρος πρασίνου» κ.λπ.), τους πληροφορώ ότι ο Νίκος Αλέφαντος είναι ένας original τελευταίος...
Ο Αλέφαντος αποτελεί ένα απολίθωμα της παραδοσιακής μαγκιάς, που χωρίς αμφισβήτηση για τις προπονητικές του ικανότητες θυμίζει εκείνη την «εκλεπτυσμένη» μέθοδο δράσης που είχε κάποιος προπονητής του Ολυμπιακού στη δεκαετία του ‘50, απευθυνόμενος στους παίχτες του:
«Άντρες είστε, μουστάκια έχετε, παίξτε μπάλα για να κερδίσετε»! Ακόμη έχει το στυλ εκείνου του εμπαθή φιλάθλου του Εθνικού Πειραιώς, που μέχρι τον θάνατό του κράτησε την ουρανομήκη κραυγή «Εθνικάρααααα» σε υψηλά επίπεδα διασημότητας. Νά λοιπόν μερικές από τις ατάκες του που συνέλεξα στο «blog Th ΑΡ»:
«Εγώ έχω τον Σαββίδη που είναι γκαζοζέν και τον Καραπιάλη που βρίσκει ο κώλος του στο χόρτο».
«Ποιός Βεγκνέ, ρε, που πάει και παίζει με σέντρε φορ αυτόν τον Αρνή» (Βεγκνέ= Βενγκέρ, Αρνής = Ανρί).
«Ο Σάντος... κοίταξε να δεις, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος εργάζεται, αλλά στον πάγκο... μπορεί να ‘χουνε μπει οι Τούρκοι στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα κι αυτός να ξυπνήσει το Μεγάλο Σάββατο».
Βεβαίως, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις ικανότητες του λεγόμενου Αποδυτηριάκια ή του κουτσοδόντη, ούτε φυσικά το αυθόρμητο καβαφικό κλίμα που εκλύεται από τους μεταμοντέρνους αθλητικογράφους «Σαν βγεις στο πηγαιμό για τη Καλαμάτα», ή «Αποχαιρέτα την Β’ Εθνική που χάνεις» κ.λπ. Πάντως αφήνω την υπόθεση σε ανθρώπους αρμοδιότερους εμού, που θα μπορούσαν να συλλέξουν περισσότερα κωμικά στιγμιότυπα και να μετριάσουν το μίσος που, για να λέμε την αλήθεια, υποβόσκει μεταξύ ομάδων και φιλάθλων...
Δημοσιεύεται στην ΑΥΓΗ την 14.7.2018
Κάθε τι που πλημμυρίζει τους δρόμους του Παρισιού με ποδοσφαιρόφιλους που είναι χαρούμενοι για την πρόκριση της ομάδας τους στον τελικό με κάνει και εμένα χαρούμενο. Κλασικός ποδοσφαιρόφιλος πλέον δεν είμαι, αλλά μέσα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν είναι δυνατόν παρά να συναντηθώ κι εγώ με αυτό το μεγάλο πανηγυριώτικο «κίνημα». Εξάλλου διαθέτω αρκετή μνήμη από τα ποδοσφαιροτραφή νιάτα μου... Το ποδόσφαιρο των μεγάλων διοργανώσεων, των συγκλονιστικών αγώνων και των δραματικών κορυφώσεών τους σε τελικούς έχει το επάνω χέρι στην εποχή μας. Όμως το «μικρό ποδόσφαιρο», αυτό που ανθούσε σε γειτονιές και πόλεις έχοντας βασικά εντοπιότητα, «κουλέρ λοκάλ» και τύπους, είναι μάλλον σε ύφεση. Εκτός βεβαίως από κάτι διατηρητέους, όπως ο Νίκος Αλέφαντος..
Για όσους έχουν βαρεθεί την καταχρηστική και πληθωριστική χρήση του χαρακτηρισμού «τελευταίος» («ο τελευταίος ευπατρίδης της πολιτικής», «ο τελευταίος των μεγάλων του θεάτρου», «ο τελευταίος χώρος πρασίνου» κ.λπ.), τους πληροφορώ ότι ο Νίκος Αλέφαντος είναι ένας original τελευταίος...
Ο Αλέφαντος αποτελεί ένα απολίθωμα της παραδοσιακής μαγκιάς, που χωρίς αμφισβήτηση για τις προπονητικές του ικανότητες θυμίζει εκείνη την «εκλεπτυσμένη» μέθοδο δράσης που είχε κάποιος προπονητής του Ολυμπιακού στη δεκαετία του ‘50, απευθυνόμενος στους παίχτες του:
«Άντρες είστε, μουστάκια έχετε, παίξτε μπάλα για να κερδίσετε»! Ακόμη έχει το στυλ εκείνου του εμπαθή φιλάθλου του Εθνικού Πειραιώς, που μέχρι τον θάνατό του κράτησε την ουρανομήκη κραυγή «Εθνικάρααααα» σε υψηλά επίπεδα διασημότητας. Νά λοιπόν μερικές από τις ατάκες του που συνέλεξα στο «blog Th ΑΡ»:
«Εγώ έχω τον Σαββίδη που είναι γκαζοζέν και τον Καραπιάλη που βρίσκει ο κώλος του στο χόρτο».
«Ποιός Βεγκνέ, ρε, που πάει και παίζει με σέντρε φορ αυτόν τον Αρνή» (Βεγκνέ= Βενγκέρ, Αρνής = Ανρί).
«Ο Σάντος... κοίταξε να δεις, είναι ένας άνθρωπος ο οποίος εργάζεται, αλλά στον πάγκο... μπορεί να ‘χουνε μπει οι Τούρκοι στη Θεσσαλονίκη και στην Ελλάδα κι αυτός να ξυπνήσει το Μεγάλο Σάββατο».
Βεβαίως, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις ικανότητες του λεγόμενου Αποδυτηριάκια ή του κουτσοδόντη, ούτε φυσικά το αυθόρμητο καβαφικό κλίμα που εκλύεται από τους μεταμοντέρνους αθλητικογράφους «Σαν βγεις στο πηγαιμό για τη Καλαμάτα», ή «Αποχαιρέτα την Β’ Εθνική που χάνεις» κ.λπ. Πάντως αφήνω την υπόθεση σε ανθρώπους αρμοδιότερους εμού, που θα μπορούσαν να συλλέξουν περισσότερα κωμικά στιγμιότυπα και να μετριάσουν το μίσος που, για να λέμε την αλήθεια, υποβόσκει μεταξύ ομάδων και φιλάθλων...
τον Αλέ(φαντο) τον πρωτογνώρισα στην Τούμπα, σαν σέντερ-φορ του Ολυμπιακού Χαλκίδας. Επεισοδιακός από τότε!
ΑπάντησηΔιαγραφή