«Θέλω να πω δυο λόγια για τον θαυμασμό που έχω στον Σωτήρη Κακίση. Κι αυτός είναι ένας θαυμασμός ο οποίος έχει προέλθει μέσα από το έργο του κυρίως, και δεν απορρέει από την προσωπική μας συνάντηση κι από μία απόμακρη, θα ’λεγα, φιλία που έχουμε, η οποία είναι σαν ένα συμβόλαιο: δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμα.
Με τον Σωτήρη έχουμε συναντηθεί ελάχιστες φορές ως τώρα. Αυτό όμως που μ’ έκανε, όχι απλώς να τον θαυμάσω, αλλά να τον αγαπήσω –κάτι πολύ πιο σημαντικό από οποιονδήποτε θαυμασμό-, είναι το γεγονός ότι από τη μία πλευρά η ποίησή του μοιάζει πάρα πολύ με την αρχαία λυρική Ποίηση, την οποία έχει μεταφράσει κιόλας, και σαφώς έχει επηρεασθεί κι από ’κει…
(Εδώ, παρένθεση: οι μεταφράσεις του Σωτήρη Κακίση στους αρχαίους Έλληνες λυρικούς είναι μοναδικές κι αξεπέραστες. Νομίζω πως κανείς άλλος δεν έχει κάνει τόσο καλά δουλειά πάνω στη μεταφορά στα καθ’ ημάς του αισθήματος που διατρέχει αυτή την ποίηση, δηλαδή της πραγματικότητάς της).
Ο Κακίσης έχει αυτό το στοιχείο, το οποίο ανάγεται σ’ έναν πραγματικό κόσμο της Ποίησης. Γιατί οι αρχαίοι λυρικοί δεν γράφανε για να δείξουνε πόσο καλοί ποιητές είναι και για να ξεχωρίσουνε από τους άλλους, μια και το κίνητρο των αρχαίων καλλιτεχνών γενικότερα δεν ήταν η διάκριση, αλλά η προσπάθεια αυτό το αίσθημα που τους κατάκλυζε να μεταδοθεί και στους άλλους. Γιατί αυτό το αίσθημα ήταν τόσο μεγάλο και τόσο αληθινό και τόσο ωραίο, που έπρεπε οπωσδήποτε να το μοιραστούν και με τους άλλους. Μιλάμε για μία ανάγκη, δηλαδή.
Ο Κακίσης σ’ αυτή την κατηγορία των ποιητών νομίζω πως κατ’ αρχήν ανήκει, οι οποίοι ποιητές, βέβαια, συνήθως αναγνωρίζονται μετά θάνατον. Γιατί ο διαρκής ανταγωνισμός των λέξεων, σαν να ’ταν η Ποίηση κάτι μεταχειρίσιμο για να εισπράξουμε του καρπούς της δημοφιλίας της, μας απομακρύνει όλο και πιο πολύ από την ουσία της.
Ταυτόχρονα, ο Κακίσης έχει κι ένα δεύτερο, πολύ εντυπωσιακό στοιχείο, μια ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Ο Κακίσης δεν κάνει αυτό που κάνουν οι Γερμανοί ποιητές, που έχουν αγαπήσει τους αρχαίους Έλληνες, ο Χέλντερλιν, ο Χάινε και οι άλλοι. Που, κατά κάποιον τρόπο, αντιγράφουν όλη αυτή την ατμόσφαιρα. Εδώ, έχουμε ένα άλλο, καινούργιο και μοντέρνο στοιχείο. Ένα ιμπρεσιονιστικό στοιχείο, θα ’λεγα. Μια κι ο ιμπρεσιονισμός αυτό που καταθέτει, κι αυτό φάνηκε ευανάγνωστα στη ζωγραφική, είναι πως δεν δείχνει το σημείο, αλλά τα αισθήματα για το σημείο. Ο Κακίσης, λοιπόν, μ’ έναν τρόπο τέτοιου είδους, ιμπρεσιονιστικά δηλαδή, μεταφέρει έναν ολόκληρο συναισθηματικό κόσμο, σπασμένο μέσα σε λέξεις. Κι από τις λέξεις του μπορούμε να καταλάβουμε πολύ καλύτερα τα αισθήματα, παρά εάν αυτά τα αισθήματα ήταν φωτογραφικά, και μιλούσε κανείς φωτογραφικά για την ύπαρξη του καθενός τους.
Αυτά τα δύο πράγματα, το πιστεύω απόλυτα, ξεχωρίζουν στη ποιητική του Σωτήρη Κακίση, σε μια Ποίηση που σπάνια τη συναντάς. Γιατί οι αληθινοί Ποιητές είναι πάρα πολύ λίγοι, και αργούμε να τους ανακαλύψουμε. Άλλωστε, πρέπει να διώξεις πολλά, πάρα πολλά πράγματα από το μυαλό σου μέσα, για να φτάσεις σ’ αυτή την ποίηση. Στην απλότητα, αλλά και στο πολύ-σύνθετο που έχει ταυτόχρονα.
Βρίσκω, λοιπόν, την ευκαιρία να καταθέσω και δημόσια το θαυμασμό και την αγάπη μου για την ποίηση του Κακίση, αλλά και για τον ίδιο τον άνθρωπο, που μας μεταδίδει αυτή τη χαρά από το θαύμα της ζωής, που γι’ αυτόν είναι τόσο μεγάλο, ώστε να καταγράφει διαρκώς και τον πόνο για την έλλειψή της, για την έλλειψη κάποια στιγμή όλων των αισθημάτων που την απαρτίζουν.
Η ποίηση του Σωτήρη Κακίση είναι, τελικά, μία εξόχως ερωτική ποίηση, που λατρεύει, εννοείται, τη ζωή στο σύνολό της».
Δήμος Αβδελιώδης
(Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, 15 Απριλίου 2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου