EΙΧΕ ΑΡΧΙΣΕΙ νὰ διαβάζει τὸ μυθιστόρημα ἐδῶ
καὶ λίγες μέρες. Τὸ εἶχε ἀφήσει γιατὶ μεσολάβησαν ἐπείγουσες ὑποθέσεις
καὶ τὸ ξανάπιασε στὸ τρένο, γυρνώντας στὸ κτῆμα του· ἀργὰ-ἀργὰ ἀφηνόταν
νὰ τὸν τραβήξει τὸ ἐνδιαφέρον, ἡ πλοκή, ἡ περιγραφὴ τῶν προσώπων. Τὸ
ἴδιο βράδυ, ἀφοῦ ἔγραψε ἕνα γράμμα στὸν πληρεξούσιό του καὶ συζήτησε
μὲ τὸν ἐπιστάτη γιὰ τὸ μίσθωμα ἑνὸς χωραφιοῦ, ξανάπιασε τὸ διάβασμα
στὴν ἠρεμία τοῦ ἀναγνωστήριου, ἀπ' ὅπου ἡ θέα ἁπλωνόταν στὸ πάρκο
μὲ τὶς βελανιδιές. Χωμένος στὴν ἀγαπημένη του πολυθρόνα, μὲ τὶς
πλάτες γυρισμένες πρὸς τὴν πόρτα γιὰ ν' ἀποφύγει τὴν ἐνοχλητικὴ πιθανότητα
κάποιων ἐνδεχόμενων περισπασμῶν, χάιδευε ποῦ καὶ ποῦ μὲ τὸ ἀριστερό
του χέρι τὸ πράσινο βελοῦδο καὶ στρώθηκε νὰ διαβάζει τὰ τελευταῖα
κεφάλαια. Ἡ μνήμη του εἶχε συγκρατήσει χωρὶς κόπο τὰ ὀνόματα καὶ τὰ
χαρακτηριστικὰ τῶν κεντρικῶν ἡρώων· σχεδὸν ἀμέσως παρασύρθηκε μὲς
στὴν ψευδαίσθηση τοῦ μυθιστορήματος. Ἀπολάμβανε μὲ παράλογη σχεδὸν
ἡδονὴ τὸ ὅτι ἀπομακρυνόταν λίγο-λίγο, ἀράδα τὴν ἀράδα, ἀπ' ὅ,τι
τὸν περιτριγύριζε, καὶ πὼς αἰσθανόταν πότε-πότε τὸ κεφάλι του ποὺ ἀκουμποῦσε
ἀναπαυτικὰ στὸ βελοῦδο τῆς ψηλῆς ράχης, καὶ ὅτι τὰ τσιγάρα ἐξακολουθοῦσαν
νὰ βρίσκονται κοντὰ στὸ χέρι του, καὶ πὼς πέρα ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα,
τὸ ἀεράκι τοῦ δειλινοῦ χόρευε κάτω ἀπὸ τὶς βελανιδιές. Λέξη μὲ λέξη,
ἀπορροφημένος ἀπὸ τὴν ποταπὴ τελικὴ ἐπιλογὴ τῶν ἡρώων, ἐνῶ ἀφηνόταν
νὰ χάνεται στὶς εἰκόνες ποὺ σχηματίζονταν καὶ ἀποκτοῦσαν χρῶμα καὶ
κίνηση, παραυρέθηκε αὐτόπτης μάρτυρας τῆς τελικῆς συνάντησης στὴν
καλύβα τοῦ δάσους. Πρώτη μπῆκε ἡ γυναίκα, φοβισμένη· τώρα ἦρθε ὁ ἐραστὴς
μὲ τὸ πρόσωπο γρατζουνισμένο ἀπὸ τὸ τίναγμα ἑνὸς κλαδιοῦ. Τοῦ φιλοῦσε
ὑπέροχα τὶς γρατζουνιὲς γιὰ νὰ σταματήσει τὸ αἷμα, ἐνῶ αὐτὸς τραβιόταν
ν' ἀποφύγει τὰ χάδια, δὲν εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ ἐπαναλάβει τὴν τελετουργία
ἑνὸς πάθους κρυφοῦ ποὺ τὸ συγκάλυπταν ἕνας σωρὸς φύλλα ξερὰ καὶ μυστικὰ
μονοπάτια. Τὸ στιλέτο ἔγινε χλιαρὸ ἀκουμπώντας στὸ στῆθος του, καὶ ἀπὸ
κάτω χτυποῦσε ἡ ζαρωμένη ἐλευθερία. Ἕνας λαχανιαστὸς διάλογος
ξετυλιγόταν μέσα στὶς σελίδες σὰν ἕνα ποτάμι ἀπὸ ἑρπετά, καὶ εἶχε
τὴν αἴσθηση πὼς ὅλα εἶχαν ἀποφασιστεῖ ἀπὸ πάντα.
Ὣς καὶ αὐτὰ τὰ χάδια
ποὺ τύλιγαν τὸ σῶμα τοῦ ἐραστῆ σὰν γιὰ νὰ τὸν συγκρατήσουν καὶ νὰ τὸν
μεταπείσουν, σχεδίαζαν φρικτὰ τὸ περίγραμμα ἑνὸς ἄλλου σώματος,
ποὺ ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ ἐξοντωθεῖ. Δὲν εἶχαν παραλείψει τίποτα:
ἄλλοθι, συμπτώσεις, πιθανὰ λάθη. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ἐκείνη τὸ κάθε λεπτὸ
εἶχε τὴ σκοπιμότητά του, ὑπολογισμένη μὲ κάθε λεπτομέρεια. Τὴν ἄγρια
καὶ ἀμείλικτη σκηνὴ ποὺ τῆς ἔκανε, μόλις ποὺ διέκοπτε πότε-πότε ἕνα
χέρι νὰ χαϊδέψει ἕνα μάγουλο. Ἄρχισε νὰ νυχτώνει.
Χωρὶς
νὰ κοιτάζονται, δεμένοι σφιχτὰ στὸ ἔργο ποὺ εἶχαν νὰ ἐκπληρώσουν, χωρίστηκαν
στὴν πόρτα τῆς καλύβας. Ἐκείνη ἔπρεπε ν' ἀκολουθήσει τὸ μονοπάτι
ποὺ τραβοῦσε κατὰ τὸ βοριά. Ἐκεῖνος, στὸ ἀντίθετο μονοπάτι, γύρισε
μιὰ στιγμὴ νὰ τὴν δεῖ νὰ φεύγει, μὲ τὰ μαλλιά της λυτά. Μὲ τὴ σειρά του ἄρχισε
νὰ τρέχει κι αὐτός, καταφεύγοντας στὰ δέντρα καὶ τοὺς φράχτες, ὥσπου
ξεχώρισε μὲς στὴ μαβιὰ ὁμίχλη τῆς χαραυγῆς τὴν ἀλέα ποὺ ὁδηγοῦσε
στὸ σπίτι. Τὰ σκυλιὰ δὲν ἔπρεπε νὰ γαβγίσουν, καὶ δὲν γάβγισαν. Τὴν ὥρα
αὐτὴ ὁ ἐπιστάτης δὲν ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐκεῖ, καὶ δὲν ἦταν. Ἀνέβηκε τὰ
τρία σκαλοπάτια τῆς ἐξώπορτας καὶ μπῆκε. Μέσ' ἀπ' τὸ αἷμα ποὺ βούιζε
στ' αὐτιά του τοῦ ἐρχόνταν ἀκόμα τὰ λόγια τῆς γυναίκας: πρῶτα μιὰ γαλάζια
αἴθουσα, ὕστερα ἕνας διάδρομος, μετὰ μιὰ σκάλα μὲ χαλί. Στὸ πάνω πάτωμα,
δυὸ πόρτες. Στὸ πρῶτο δωμάτιο κανείς, στὸ δεύτερο κανείς. Ἡ πόρτα τοῦ
μικροῦ σαλονιοῦ, καὶ ὑστέρα, μὲ τὸ στιλέτο στὸ χέρι, τὸ φῶς ἀπὸ τὰ μεγάλα
παράθυρα, ἡ ψηλὴ ράχης μιᾶς πράσινης, βελούδινης πολυθρόνας, τὸ κεφάλι
τοῦ ἄντρα ποὺ κάθεται στὴν πολυθρόνα διαβάζοντας ἕνα μυθιστόρημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου