Κηδεύω, από το αρχαιοελληνικό «κήδος»: Που σημαίνει φροντίδα, θλίψη,
πένθος. Όσο μεγαλώνω κηδεύω. Κηδεύω αγαπημένους και μη, συγγενείς και μη, περισσότερο
ή λιγότερο ή καθόλου φίλους, περισσότερο ή λιγότερο γνωστούς ή κάποτε και
γνωστούς – άγνωστους, «δημόσια πρόσωπα» που λένε. Τελευταίο και κάθε άλλο παρά
ασήμαντο -κηδεύω σχέσεις. Η κηδεία σχέσεων είναι το ίδιο πικρή, έστω και χωρίς
νεκρούς ή νεκρώσιμη ακολουθία.
Κάποιον Δεκέμβρη το
περιοδικό που στελνόταν ταχυδρομικά στον κ. Κωσταργύρη γύρισε πίσω με την
χειρόγραφη ένδειξη: «απεβίωσε». Αισθάνθηκα λύπη γι αυτόν τον περίεργο κύριο με
τα ασυνήθιστα κείμενά του και τις όποιες ντεμοντέ ιδέες του. Για κάποιες
στιγμές σκέφθηκα «δεν περίμενε τουλάχιστον να τον γνωρίσω;», αλλά αμέσως μετά
είδα ότι η άμεση και «ζωντανή» γνωριμία εκτός από δύσκολη, ήταν και
κατασταλτική της φαντασίας. Είχα χάσει στοιχεία από την «υπόθεση», αλλά
ταυτόχρονα ένοιωθα ότι είχα προλάβει το κυρίως μήνυμα. Και μόνο το ψευδώνυμό
του μου είχε δώσει εκείνη την δυνατότητα της αφαιρετικής έκφρασης, που δεν
αναλώνεται σε εξονυχιστικές αλλά μάταιες τελικά περιγραφές: Γιατί ήταν το
ψευδώνυμο που μεταβίβαζε στον αναγνώστη τη σκυτάλη του παραπέρα δρόμου.
Όταν ο Καβάφης μιλούσε
για μια «αιθερία εφηβική μορφή» που δρασκελάει τους λόφους της Ιωνίας,[22]
άφηνε προφανώς στους αποδέκτες του μηνύματος τη δουλειά μιας εξατομικευμένης
ανάπλασης. Η λειτουργία του ποιήματος συνίστατο σε ένα primum movens[23], μετά
το οποίο ο καθένας μπορούσε να διεγείρει κατά βούληση φαντασιώσεις... Ο Καβάφης
δεν ήταν απλά και μόνο υπέρ της οικονομίας λόγου, ήταν και υπέρ της
αυτοδιαχείρισης των φαντασιώσεων του αναγνώστη, μέσα στα πλαίσια που είχε θέσει
ως ποιητής.
Ο «εραστής
μετεωρολογικών φαινομένων» είχε ανάψει τη θρυαλλίδα για ένα σύνολο δικών μου
φαντασιώσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου