Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017

Ζάχος Χατζηφωτίου: «Τελικά, φλερτάρει κανείς εκεί έξω;»




ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ : Νόμιζα κι εγώ ότι ο θάνατός του μου είχε διαφύγει μέσα στον σύγχρονο  καταιγισμό γεγονότων, όμως απατήθηκα. Και τώρα βγαίνει στο προσκήνιο και πάλι, αυτός ο κοσμικογράφος, ο γκομενοθήρας, ο αδιάλλακτος μπονβιβερίστας. Το ξέρω ότι ήταν «με τους άλλους», κι ουδόλως σνομπάρομαι από τα ντυσίματα και τα φαγοπότια και τις high class  παρέες του – αλλά αδυνατώ να μην εξετάσω με περιέργεια την περίπτωσή του. Αδυνατώ να μην εκτιμήσω την αφοβιά του μπροστά στο θάνατο («Γιατί να φοβάμαι τον θάνατο; Εδώ δεν τον φοβήθηκα 17 χρόνων παλικάρι, όταν πήγα να πολεμήσω στη Μέση Ανατολή») όταν ακριβώς ο θάνατος σήμαινε πολλά. Θέλω μόνο να υπεισέλθω σ’ αυτή την έκλειψη του μέλλοντος, για να δω πως μπορεί να ζει κανείς απόλυτα στο παρόν, σα να επρόκειτο να πεθάνει την επόμενη στιγμή….


Καθημερινή 11.12.17
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΠΟΥΡΝΑΡΑ

Ο Ζάχος Χατζηφωτίου κάθεται απέναντί μου με το κλασικό του σκούρο μπλέιζερ, τον περιποιημένο κόμπο της γραβάτας του, την επιμελημένη ποσέτ και τον χαρακτηριστικό χοντρό σκελετό γυαλιών, σήμα κατατεθέν του. Δείχνει ακμαίος και ζωηρός στα 94 του χρόνια. Ακριβώς πίσω του, σε μια γωνιά του σαλονιού, βρίσκεται η προσωπογραφία του. Είναι ολόιδιος, 40 χρόνια πριν. Και παρότι στην περίπτωσή του δεν ισχύουν αυτά περί του πορτρέτου του Ντόριαν Γκρέι, κοντολογίς έχει ρυτιδιάσει πολύ, διατηρεί αναλλοίωτο αυτό το παιχνιδιάρικο ύφος του, λες και είναι έτοιμος να πει κάτι αυτοσαρκαστικό. Και πράγματι, αυτό κάνει: «Θα ξέρεις βέβαια ότι έχω ήδη φροντίσει τα του τάφου μου», μου λέει. «Στον οικογενειακό μας οίκο στο Α΄ Νεκροταφείο, έχω τοποθετήσει μια προτομή μου, μπρούντζινη. Και δίπλα φιγουράρει η φράση: “Εζησα όπως ήθελα”. Πολλοί που δεν με ξέρουν προσωπικά θεωρούν ότι έχω πεθάνει και είμαι θαμμένος εκεί. Με συναντούν λοιπόν στον δρόμο και μου λένε λίγο σοκαρισμένοι: “Ζάχο, ζεις”;».
Γελάει ευχαριστημένος για αυτήν την –my way– απόφαση, καθόλου θιγμένος από το γεγονός πως κάποιοι έχουν βιαστεί να τον αποχαιρετίσουν πριν από την ώρα του. Η αντοχή άλλωστε αποδείχθηκε μία από τις μεγαλύτερες αρετές του.
«Κάναμε πολύ παρέα με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη», συνεχίζει. «“Ζάχο”, μου έλεγε. “Εμείς οι δυο μείναμε πια. Ηρθε η ώρα μας”. “Πρόεδρε, φάε τη γλώσσα σου”, του απαντούσα. “Είμαι κάτι χρόνια μικρότερος από εσένα”. Τώρα έφυγε και εκείνος. Τον αγαπούσα πολύ. Επίτιμος εκείνος, επίτιμος και εγώ. Αυτός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, εγώ των πολεμιστών της Μέσης Ανατολής. Είμαι ο μόνος επιζών που ήμουν και στα τρία μέτωπα. Τομπρούκ, Ελ Αλαμέιν και Ρίμινι. Αυτό και αν είναι παράσημο. Από τη ζωή».
Η Μέση Ανατολή
Παρότι μόλις τον έχω γνωρίσει και είχα αποφασίσει να φυλάξω την ερώτηση σχετικά με το αν φοβάται τον θάνατο για το τέλος της συνέντευξης, θεώρησα πρέπον να τη διατυπώσω στην αρχή, αφού ξεκινήσαμε λίγο παράδοξα. «Γιατί να τον φοβάμαι;» απαντά χωρίς κανέναν δισταγμό. «Εδώ δεν τον φοβήθηκα 17 χρόνων παλικάρι, όταν πήγα να πολεμήσω στη Μέση Ανατολή. Μόλις είχα τελειώσει το σχολείο, το 1940. Τον Απρίλιο του ’41 έφυγα. Γύρισα ύστερα από τέσσερα χρόνια. Ηταν οι κορυφαίες στιγμές της ζωής μου. Τον θάνατο τον έζησα πολλές φορές εκεί. Πέρασαν δίπλα μου ξιφολόγχες, σφαίρες. Είδα φίλους μου να τραυματίζονται και να σκοτώνονται. Βλέπετε αυτά τα παράσημα που τα έχω στην κορνίζα; Κάθε κορδελάκι είναι και μια λαχτάρα. Κάποιον έσωσα από ναρκοπέδιο, κάποιον βοήθησα, τι νομίζεις, έτσι στα δίνουν;».
Πάνω στο γραφείο του μια παλιά «Καθημερινή» δείχνει την άφιξη Σαρκοζί - Μπρούνι στην Αθήνα και τη φωτογράφιση του πρώην προέδρου της Γαλλίας να κάνει τζόγκινγκ στο Ζάππειο. Τον ρωτώ τι θα έγραφε για αυτούς αν είχε καθημερινή κοσμική στήλη. Γελάει και μου απαντά χωρίς περιστροφές: «Λίγο εξαζερέ μού φάνηκε αυτό για έναν πρώην ηγέτη μιας μεγάλης χώρας σαν τη Γαλλία, να τρέχει με τα σορτσάκια». Σε εκείνη τη φάση, διαισθάνθηκα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε για ένα από τα θέματα που γνωρίζει άριστα: τις γυναίκες. Τα μαθηματικά τής αισθηματικής του ζωής είναι απλά. Εκανε πέντε γάμους, πήρε πέντε διαζύγια, φλέρταρε με εξαιρετικής ομορφιάς θηλυκά. Του επισημαίνω λοιπόν πως ο Σαρκοζί παντρεύτηκε μια καλλονή. «Με παρελθόν!» απαντά αμέσως. Και συμπληρώνει: «Οπως έλεγε, νομίζω, η Κοκό Σανέλ, οι γυναίκες πρέπει να έχουν παρελθόν και οι άνδρες μέλλον. Την είχα γνωρίσει την Κοκό. Οπως ξέρετε, είχα ζήσει στο Παρίσι για αρκετά χρόνια. Ημουν παντρεμένος και με Γαλλίδα». «Η τρίτη σας σύζυγος;» τον διακόπτω. «Αχ, μη με μπλέκετε! Μισό λεπτό να τα θυμηθώ», μου απαντά.
«Λοιπόν η πρώτη, Γαλλίδα επίσης, ήταν όταν ήμουν στη Μέση Ανατολή, στη Βηρυτό. Κόρη στρατηγού. Μόλις μου είπε ο πατέρας της να με βάλει στον γαλλικό στρατό, κανόνισα να φύγω χωρίς να της πω τίποτα. Πήγαμε σινεμά, της είπα στο διάλειμμα πως βγαίνω να καπνίσω και έφυγα με τον ελληνικό στρατό. Εκείνη δεν το έβαλε κάτω και με αναζήτησε στην Ελλάδα ύστερα από καιρό. Και με βρήκε! Η καημένη η μάνα μου πήγε να τρελαθεί όταν άνοιξε η πόρτα και μια άγνωστη της είπε πως ήταν η σύζυγός μου. Μου τηλεφώνησε έκπληκτη και μου είπε πως μια όμορφη κοπέλα διατείνεται μετ’ επιτάσεως πως είναι η γυναίκα μου. Της απάντησα ότι είχα ξεχάσει να της πω πως –ναι– παντρεύτηκα. Αφού ξεμπέρδεψα με το διαζύγιό μου, πήρα τη δεύτερη σύζυγό μου, τη Δανάη Σωσσίδη, γόνο της οικογενείας Κύρου, της “Εστίας”. Με αυτήν έκανα και την κόρη μου τη Μανίτα», μου λέει. «Και αυτός ο γάμος δεν ευδοκίμησε. Ο επόμενος ήταν στο Παρίσι με μια Γαλλίδα, την Ιρέν. Καλλονή. Δούλευε στον Ντιόρ».
Η Τζένη Καρέζη
Το τέταρτο στεφάνι του Ζάχου Χατζηφωτίου ήταν και το διασημότερο. Η Τζένη Καρέζη, στην εποχή της μεγάλης της δόξας, πέρασε το κατώφλι της εκκλησίας στο πλευρό του. Ηταν ένα από τα ομορφότερα ζευγάρια της εποχής. Εκείνος αρχοντικός και κομψός με μια εμφάνιση που θύμιζε τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι στα νιάτα του. Ενας μεσόγειος γόης. Εκείνη μια σταρ. «Γνωριστήκαμε στο Λονδίνο. Εγώ τότε ζούσα στο Παρίσι και έκανα ταξίδια. Με κυνήγησε. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα πόσο διάσημη ήταν. Είχα φύγει από την Ελλάδα προτού τελειώσει τη σχολή. Είχε γίνει πρώτο όνομα μαζί με την Αλίκη. Οταν είχαν και οι δύο δουλειές ήταν φίλες και αγαπιόντουσαν. Οταν δεν είχαν, υπήρχαν εντάσεις και τσακωμοί μεταξύ τους. Δεν στεριώσαμε διότι τα ωράριά μας δεν συνέπιπταν. Εκείνη στο θέατρο, εγώ είχα μπει στη θάλασσα, είχα καράβια και έτρεχα στον Πειραιά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μετά την Τζένη παντρεύτηκα την Κατερίνα Παπαδημητρίου. Τέως Μις Ελλάς. Στη Μύκονο».
Τα γλέντια που κάναμε τότε δεν υπάρχουν σήμερα, ούτε κατά διάνοια
Φεύγουμε από το σαλόνι και πηγαίνουμε στο γραφείο του. Η κουβέντα για τις γυναίκες συνεχίζεται: Λοιπόν τι πρέπει να κάνουμε για να γοητεύσουμε έναν άνδρα; τον ρωτώ. «Να μην είσαστε γκρινιάρες. Και ζηλιάρες. Να είσαστε πάντα περιποιημένες». «Βλέπετε ωραίες γυναίκες σήμερα γύρω σας;», τον ρωτώ. «Βλέπω. Αλλά εμένα έρχονται να με αρπάξουν κάτι χοντρές!», μου λέει. Γελάμε. Κοιτάζω γύρω μου. Οι βιβλιοθήκες είναι φουλαρισμένες μέχρι επάνω. Μου δείχνει με καμάρι τα συγγραφικά του πονήματα αλλά και έναν τεράστιο τοίχο με φωτογραφίες. Στην επάνω σειρά είναι όλες οι γυναίκες που ερωτεύτηκε. Πράγματι καλλονές.
Πιο κάτω, φωτογραφίες με πολιτικούς όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής («Αν ήθελε να σου πει κάτι, σε γράπωνε πρώτα από το πέτο»), επωνύμους αλλά και με ωραία, γρήγορα αυτοκίνητα που ήταν το χόμπι του. Λάτρης της ταχύτητας, δεν άφησε ποτέ το τιμόνι. Ούτε και τώρα έχει σταματήσει να οδηγεί, όπως μου τονίζει. Στις περισσότερες καδραρισμένες φωτογραφίες είναι πολύ κομψά ντυμένος. Τον ρωτώ αν σήμερα οι άνθρωποι ξέρουν να ντύνονται: «Τότε για να βγούμε έξω έπρεπε να ήμασταν καλοντυμένοι. Πώς θα κυκλοφορούσαμε; Ξεβράκωτοι και με σκισμένα τζιν; Αυτά είναι τωρινά φαινόμενα. Τα γλέντια που κάναμε τότε δεν υπάρχουν σήμερα, ούτε κατά διάνοια. Ολα έχουν αλλάξει. Η βραδινή ζωή, η Μύκονος όπως τη γνώρισα και την έζησα για χρόνια. Αλλη κατάσταση».

Μπαίνει στον πειρασμό να θυμηθεί τα πρώτα του βήματα στη δημοσιογραφία, τα οποία τα έκανε χάρη στην Ελένη Βλάχου, με την οποία ήταν φίλοι. «Εκείνη με φώναξε, λέγοντάς μου Ζάχο γράφεις καλά. Θυμάμαι μπήκα στο γραφείο της στην “Καθημερινή”. Χρησιμοποιούσε πενάκι και μελάνι. Δεν ήξερε γραφομηχανή. Είχε και ένα γατάκι δίπλα της και της έπιανε με την πατούσα του τον κοντυλοφόρο κάθε τόσο. “Βρε παιδί μου πώς μπορείς και γράφεις έτσι;”, τη ρώτησα. Με κοίταξε γελώντας και μου είπε: “Δεν βλέπεις; Εχω συνεργάτο”. Ηταν πολύ έξυπνη και χαρισματική η Βλάχου. Και με χιούμορ. Θυμάμαι και τη φοβερή απόδρασή της στη χούντα από την ταράτσα.
Ο καλός δημοσιογράφος έχει πάντα τις ίδιες βασικές αρετές. Ξέρει να συγκεντρώνει τα στοιχεία και να τα διασταυρώνει. Και δεν μπλέκει τα προσωπικά στα επαγγελματικά του. Πρέπει να του αρέσει η δουλειά. Το καθήκον του καλού εκδότη είναι να βρίσκει καλούς δημοσιογράφους. Μου λένε για το Ιντερνετ και τη νέα εποχή της δημοσιογραφίας. Πήρα ένα μηχάνημα. Εναν υπολογιστή για να μάθω να γράφω, υποτίθεται. Στο κουτί το έχω. Τι να το κάνω; Εχω πάρει μαζί και έναν γραμματέα. Είναι ατσίδας σε αυτά. Κοιτάζω γύρω μου, βρε παιδί μου, και βλέπω όλους τους άντρες και τις γυναίκες να αφιερώνονται στο κινητό τους. Μα φλερτάρει κανείς εκεί έξω τελικά; Ή το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι μια οθόνη; Εγώ είμαι άλλης εποχής, δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα. Να κάθεται απέναντί σου μια ωραία κυρία και εσύ να κοιτάς το τηλέφωνο...».
Οι μεγάλοι έρωτες
Γιατί δεν κράτησαν περισσότερο οι σχέσεις του; Το σκέφτεται λίγο, κοιτάζει τις φωτογραφίες που έχει απέναντί του στον τοίχο, στην πρώτη σειρά είναι όλες οι σύζυγοί του. Μου λέει: «Οταν αγαπούσα, αγαπούσα. Ημουν καλός, ήμουν large, δεν τσακωνόμουν, δεν θύμωνα. Και αν δεν ήμουν απολύτως ήσυχος, δηλαδή έκανα καμιά παρασπονδία, σίγουρα ήμουν διακριτικός. Αν έφταναν τα πράγματα σε αδιέξοδο, δηλαδή όταν τελείωνε η έλξη έπειτα από 3-3,5 χρόνια, έφευγα. Αυτή ήταν η τακτική μου. Στον έρωτα δεν ήμουν μαραθωνοδρόμος αλλά έκανα κούρσες ταχύτητας. Με την Καρέζη, όπως σας είπα βέβαια, δεν χώρισα διότι βαρεθήκαμε, αλλά επειδή δεν βρισκόμασταν ποτέ. Εργαζόμασταν πολύ και οι δύο και έτσι δημιουργήθηκε μια απόσταση μεταξύ μας. Μετά της έβαλαν λόγια πως είχα σε κάθε πόλη και μια ερωμένη. Μα και να ήθελα δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό. Τι είμαι, μηχάνημα; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα».
Η συνάντηση
«Βέρααααα, έχεις στρώσει;», ρωτάει την οικονόμο του, από το γραφείο. «Ναι κ. Ζάχο, εδώ και ώρα σας περιμένω. Θα κρυώσει το φαγητό!», απαντάει επιτακτικά εκείνη, που έχει αγανακτήσει να μας περιμένει και εμείς μιλάμε συνεχώς. Πώς, όμως, να διακόψεις μια τόσο ενδιαφέρουσα κουβέντα; Εκείνος αποφασίζει να της κάνει πλάκα: «Βέρα, αν φοβάσαι μην κρυώσει το φαγητό, πέτα του επάνω μια κουβέρτα και ερχόμαστε!». Εγώ δεν πρόλαβα να το δοκιμάσω τελικά.
Η συζήτησή μας συνεχίστηκε πολύ ακόμα και έπρεπε να γυρίσω στην εφημερίδα. Αλλά έφυγα χορτασμένη από ιστορίες.

Oι σταθμοί του
1923
Γεννιέται στην Αθήνα. Κατάγεται από Ψαριανή οικογένεια και ο πατέρας του είχε εμπορική δραστηριότητα στη Σύρο και στην Αθήνα.
1941-1944
Φεύγει για τη Μέση Ανατολή και διακρίνεται ως πολεμιστής του ελληνικού στρατού.
1953-1962
Ζει στο Παρίσι και ασχολείται με τις εκδόσεις.
1962
Νυμφεύεται την Τζένη Καρέζη.
1972
Ξεκινά την τηλεοπτική του καριέρα.
1974
Κάνει το ντεμπούτο του στην «Καθημερινή» με τη στήλη «Εύθυμος Κόσμος», αργότερα πηγαίνει στον «Ταχυδρόμο» και γίνεται ο γνωστός σε όλους «Ιακχος».
1977
Πηγαίνει στην εφημερίδα «Τα Νέα» και υπογράφει ως «Διακριτικός».
2007
Εκλέγεται πρόεδρος του «Συλλόγου Πολεμιστών Μέσης Ανατολής - Ελ Αλαμέιν, Ρίμινι, νήσοι Αιγαίου».


1 σχόλιο:

  1. Ζάχο, να τα εκατοστήσεις. Ακολουθούμε το παράδειγμά σου, ενεργητικοί μακρόβιοι και με πολλούς γάμους!

    ΑπάντησηΔιαγραφή