ΑΥΤΟΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ μοῦ εἶναι γνώριμος. Μοῦ θυμίζει
πολὺ κάποιον, ὡστόσο δὲν καταφέρνω νὰ τὸν ἀναγνωρίσω. Μιλᾶμε γιὰ
μουσική, ζωγραφική, βιβλία. Συμπεριφέρεται σὰν νὰ τὸ θεωρεῖ δεδομένο
ὅτι γνωριζόμαστε καλά. Μιὰ τέτοια συμπεριφορὰ μὲ σαστίζει, ἀλλὰ
μὲ εὐχαριστεῖ κιόλας. Δὲν ξέρω πῶς καταλήξαμε νὰ συζητᾶμε αὐτὰ τὰ
θέματα, ἀλλὰ κάποια στιγμὴ μοῦ λέει κάτι ποὺ μὲ ἐντυπωσιάζει περισσότερο
ἀπὸ ὅλα. Κατὰ τὴ γνώμη του μπορεῖ κανεὶς νὰ μάθει νὰ δραστηριοποιεῖται
στὰ νυχτερινὰ ὄνειρα, ὅπως ἀκριβῶς στὴν πραγματικὴ ζωή, καὶ νὰ παίρνει,
συνειδητά, ἀποφάσεις γιὰ τὶς ἴδιες του τὶς πράξεις, χωρὶς ὅμως σωματικοὺς
περιορισμούς. Δείχνω μὲ διακριτικὸ τρόπο κάποια ἐπιφυλακτικότητα.
Δὲν παρεξηγεῖται.
— Ἔχεις
δεῖ ποτὲ διαυγὲς ὄνειρο; μὲ ρωτάει.
—
Τί ἐννοεῖς «διαυγὲς ὄνειρο»;
— Ἕνα
ὄνειρο ποὺ νὰ εἶχες ἐπίγνωση πὼς τὸ ὀνειρευόσουν.
— Ἔ,
ναί. Μοῦ συνέβη μερικὲς φορές.
—
Καὶ σὲ αὐτὰ τὰ ὄνειρα μποροῦσες νὰ ἀποφασίσεις τί νὰ κάνεις;
—
Ναί, πράγματι – ἀπαντῶ ἀφοῦ σκέφτομαι πρῶτα καὶ θυμᾶμαι μερικὰ σπάνια
ὄνειρα ὅπου, ὅπως φαίνεται, εἶχα τὸν ἔλεγχο ὅλων ὅσων συνέβαιναν.
— Ὡραῖα.
Πραγματικά, συμβαίνει σὲ ὅλους κάποια στιγμή. Μᾶλλον τυχαῖα. Ὡστόσο,
μαθαίνει κανεὶς νὰ τὸ κάνει.
—
Δηλαδή;
—
Στὰ ὄνειρα γίνονται, κατὰ παραγγελία, ἀπίστευτα πράγματα. Πράγματα
ποὺ πάντα ἐπιθυμεῖς, ἀλλὰ στὸν πραγματικὸ κόσμο εἶναι ἀπίθανα. Νὰ
πετᾶς, γιὰ παράδειγμα. Νὰ κολυμπᾶς σὰν ψάρι κάτω ἀπ΄ τὸ νερό. Νὰ συναντᾶς
ἀγαπημένα πρόσωπα ποὺ ἔχουν χαθεῖ.
Συνήθως,
ὅταν κανείς σοῦ πιάνει κουβέντα γιὰ τέτοια θέματα, σκέφτεσαι ὅτι εἶναι
τρελὸς καὶ τοῦ συμπεριφέρεσαι ἀνάλογα. Αὐτὸς ὡστόσο φαίνεται νὰ
ξέρει γιὰ τί πράγμα μιλάει καί, κοντολογίς, δὲν μοῦ πάει νὰ τοῦ συμπεριφερθῶ
σὰν νὰ εἶναι τρελός.
—
Καὶ πῶς τὸ καταφέρνει κανεὶς αὐτό; τὸν ρωτῶ.
—
Πάνω ἀπ΄ ὅλα πρέπει νὰ γνωρίζεις ἂν εἶσαι ξύπνιος ἢ ἂν ὀνειρεύεσαι.
—
Στὴν πράξη;
—
Στὴν πράξη πρέπει νὰ ἀποκτήσεις τὴν συνήθεια νὰ ἀναρωτιέσαι ἂν εἶσαι
ξύπνιος ἢ ἂν ὀνειρεύεσαι. Ἂν τὸ δοκιμάσεις ἀρκετὲς φορές, ἂν δηλαδή
σοῦ γίνει συνήθεια, κάποια στιγμὴ θὰ καταλάβεις ὅτι ἀναρωτιέσαι
καθὼς ὀνειρεύεσαι. Ἐκείνη εἶναι ἡ στιγμη —ἂν τὸ κατορθώσεις νὰ μὴν
ξυπνήσεις— ποὺ μπορεῖς νὰ κάνεις ὅ,τι θέλεις.
—
Πρέπει μόνο νὰ ἀναρωτιέμαι ἂν ὀνειρεύομαι ἢ ἂν εἶμαι ξύπνιος;
— Ὄχι
ἀκριβῶς. Πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνεις κάθε φορὰ ἕνα εἶδος δοκιμαστικοῦ
ἐλέγχου. Ὅπως νὰ μετρᾶς τὰ δάχτυλα τῶν χεριῶν σου γιὰ νὰ βλέπεις ἂν εἶναι
δέκα, ὁπότε ἐνδεχομένως εἶσαι ξύπνιος, ἢ ἂν εἶναι ἕντεκα ἢ δώδεκα,
ὁπότε ἐνδεχομένως ὀνειρεύεσαι.. Ἢ νὰ δοκιμάσεις νὰ περάσεις τὸ
δάχτυλο ἑνὸς χεριοῦ μέσα ἀπὸ τὴν παλάμη τοῦ ἄλλου. Αὐτὸ στὰ ὄνειρα
γίνεται, ἀλλὰ στὸν ξύπνιο εἶναι λίγο δύσκολο.
—
Δὲν εἶμαι σίγουρος ὅτι κατάλαβα.
— Ἔχεις
δίκιο, δὲν ἦταν ξεκάθαρο. Ἂς δοκιμάσουμε στὴν πράξη μὲ ἕνα παράδειγμα.
Σήκωσε τὸ χέρι σου.
Σηκώνω
τὸ χέρι μου.
—
Λοιπόν;
—
Αὐτὴ εἶναι μιὰ συνηθισμένη κίνηση ποὺ μπορεῖς νὰ κάνεις ὅταν εἶσαι
ξύπνιος. Τώρα χοροπήδα.
Χοροπηδῶ
μὲ τὰ πόδια μου ἑνωμένα καὶ —ὁμολογῶ— χαίρομαι μὲ τὴν εὐκινησία καὶ
τὴν ἐλαφράδα τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἔχει περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τότε ποὺ
κατάφερνα νὰ χοροπηδῶ μὲ τόση εὐκολία.
—
Θὰ μοῦ πεῖς: κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνει κανεὶς ὅταν εἶναι ξύπνιος. Σίγουρα.
Μὰ ὑπάρχει κάτι ποὺ ὅταν εἶσαι ξύπνιος δὲν μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις.
—
Τί;
—
Αὐτὸ ποὺ κάνεις.
—
Δηλαδή; – μὰ ἐνῶ τοῦ ἀπευθύνω τὴν ἐρώτηση τὸ συνειδητοποιῶ. Κι ἀκριβῶς
τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν ἀναγνωρίζω.
—
Πατέρα, ἐσὺ εἶσαι; τοῦ λέω.
Μοῦ
χαμογελάει. Ἔχει πάνω-κάτω τὴν ἡλικία μου, ἴσως νὰ εἶναι καὶ λίγο
πιὸ νέος. Ἴσως αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ δὲν τὸν ἀναγνώρισα ἀμέσως. Ἴσως.
—
Κατάλαβες; μὲ ρωτάει.
Ναί, κατάλαβα.
Εἶχα
χοροπηδήσει καὶ δὲν εἶχα ξαναπέσει στὴ γῆ.
—
Χαίρομαι ποὺ σὲ βλέπω. Ἔχω χίλια-δυὸ πράγματα νὰ σοῦ διηγηθῶ – τοῦ
λέω καθὼς αἰωροῦμαι δεκάδες ἑκατοστὰ πάνω ἀπ΄ τὸ ἔδαφος.
—
Κι ἐγώ, – ἀπαντᾶ χαμογελώντας.
—
Πῶς ἦταν ἐκείνη ἡ φράση; Βοήθα με νὰ τὴ θυμηθῶ.
— Ὁ
θάνατος δὲν εἶναι τίποτα. Πῆγα μόνο στὸ διπλανὸ δωμάτιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου