ΧΤΕΣ ΒΡΑΔΥ εἶδα ἕνα ὄνειρο. Ἀπὸ μόνη της
δὲν εἶναι καὶ καμιὰ σημαντικὴ εἴδηση: σύμφωνα μὲ ὅσα μᾶς λένε οἱ εἰδικοὶ
ὅλοι ὀνειρεύονται, κάθε νύχτα. Μὰ δὲν θυμοῦνται ὅλοι τὶς νυχτερινές
τους ἐμπειρίες, κι ἐγὼ εἶμαι, ἀκριβῶς, ἀπὸ κείνους ποὺ δὲν τὶς θυμοῦνται.
Τὸ ὄνειρο τῆς προηγούμενης νύχτας, ὡστόσο, τὸ θυμᾶμαι καλά. Τόσο
καλὰ ποὺ σχεδόν μοῦ φαίνεται ὅτι τὸ μπερδεύω μὲ τὴ μνήμη ἑνὸς γεγονότος
ποὺ ἔχει συμβεῖ πραγματικά.
Βρισκόμουν σὲ μιὰ μικρὴ πόλη, σὲ μιὰ πλατεία ποὺ ἦταν γεμάτη κόσμο.
Ὑπῆρχε ἕνα χαρακτηριστικὸ μουρμουρητὸ στὸ βάθος, σὰν ἀπὸ συγκέντρωση
ἀνθρώπων ποὺ μιλᾶνε ὅλοι μαζί. Ἤμουν παρέα μὲ ἕνα κορίτσι δέκα χρονῶν
περίπου. Ἦταν πολὺ ὄμορφη, συμπαθητική, ἐγκάρδια ἂν καὶ μὲ ὕφος λίγο
δασκαλίστικο. Σὲ κάθε περίπτωση ἤξερα —ὅπως συμβαίνει, βέβαια,
στὰ ὄνειρα, χωρὶς νὰ στὸ ἔχει πεῖ κανείς— ὅτι ἦταν φίλη μου, καὶ βρισκόταν
ἐκεῖ γιὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσει σημαντικὰ πράγματα. — Τώρα ἂς ἀφαιρέσουμε
τὸν ἦχο, – εἶπε κάποια στιγμή. Μετὰ ἔκανε μιὰ κίνηση, λὲς καὶ τύλιγε
ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ νὰ τὸ κάνει μιὰ μικρὴ σφαίρα, κι ἀμέσως τὸ μουρμουρητὸ
σταμάτησε.
Συνέχισαν
ὅλοι νὰ μιλᾶνε καὶ νὰ χειρονομοῦν, μόνο ποὺ ἡ σκηνὴ ἐκτυλισσόταν τώρα
σὲ ἀπόλυτη σιωπή.
—
Παρατήρησε τὶς ἐκφράσεις αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων καθὼς μιλοῦν μεταξύ
τους, – εἶπε ἡ φίλη μου.
—
Γιατί;
—
Γιατί οἱ λέξεις χρησιμοποιοῦνται συχνὰ γιὰ νὰ κρύψουν αὐτὸ ποὺ σκεφτόμαστε
παρὰ γιὰ νὰ τὸ ἀποκαλύψουν. Νὰ λὲς ψέματα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου
εἶναι πιὸ δύσκολο. Ὅταν μεγαλώσεις θὰ σοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ μάθεις
νὰ διαβάζεις τὰ πρόσωπα πέρα ἀπὸ τὶς λέξεις.
Μά, εἶμαι ἤδη μεγάλος, εἶπα. Μπορεῖ καὶ νὰ τὸ σκέφτηκα μόνο, δὲν
ξέρω. Εἶχε κιόλας στραφεῖ πρὸς μιὰ μικρὴ ὁμάδα ἀπὸ νεαροὺς ποὺ στέκονταν
ὄρθιοι κοντὰ σ΄ ἕνα φωτιστικὸ δρόμου. Μοῦ ΄κανε νόημα μὲ τὸ χέρι, σὰν
νὰ μοῦ ‘λέγε νὰ τοὺς προσέξω κι ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀντιλήφθηκα ὅτι ἐκεῖνοι
δὲν μᾶς ἔβλεπαν. Ἤμασταν ἀόρατοι, μπορούσαμε νὰ τοὺς κοιτᾶμε —νὰ τοὺς
μελετᾶμε— ἀπὸ πολὺ κοντὰ καὶ σύντομα κατάλαβα ὅτι ἡ συντρόφισσά
μου εἶχε δίκιο. Ἂν δὲν παρασυρθεῖς ἀπὸ τὶς λέξεις, ἂν μπορεῖς —καὶ τὸ
θέλεις— νὰ δώσεις σημασία στὴ λεπτομέρεια, καταλαβαίνεις τὴν ἀλήθεια
ποὺ ἀπεικονίζεται στὰ πρόσωπα. Χαρά, θυμός, λύπη, ἔκπληξη, ἀηδία,
ἀμηχανία, ἀνασφάλεια, σάστισμα, ἀπογοήτευση, φόβος, ἐνθουσιασμὸς
σὲ τόσες ἀποχρώσεις ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ τὶς περιγράψεις.
Μετακινηθήκαμε
ἀπὸ κεῖ καὶ μέ ‘κανε νὰ προσέξω μιὰ κοπέλα ποὺ μιλοῦσε μὲ ἕναν νεαρὸ
καὶ εἶχε ἕνα πρόσωπο πραγματικὰ ἐχθρικό, γεμάτο δυσαρέσκεια καὶ
θυμό.
—
Τί διαβάζεις στὸ πρόσωπο ἐκείνης τῆς κοπέλας;
—
Θυμό. Μεγάλη ἐπιθετικότητα καὶ θυμό.
—
Καὶ ξέρεις τί λέει;
—
Φαντάζομαι τὸν προσβάλει.
—
Νομίζεις; – Κροτάλισε τὰ δάχτυλά της κι ὁ ἦχος ἐπέστρεψε.
—
Εἰλικρινὰ δὲν θέλω νὰ μαλώσουμε. – Αὐτὸ ἔλεγε ἡ κοπέλα.
—
Λέει τὴν ἀλήθεια κατὰ τὴν γνώμη σου; – μὲ ρώτησε τὸ κορίτσι.
— Ὄχι,
νομίζω πὼς ὄχι.
—
Πράγματι, δὲν λέει τὴν ἀλήθεια. Θέλει πολὺ νὰ πεῖ δυσάρεστα πράγματα,
κι ὅμως τὰ λόγια της εἶναι: «Εἰλικρινὰ δὲν θέλω νὰ μαλώσουμε.» Τὰ ἐπιρρήματα
εἶναι ἐπικίνδυνα πράγματα, πρέπει νὰ φυλάγεσαι ἀπὸ αὐτά, εἴτε ὅταν
μιλοῦν οἱ ἄλλοι εἴτε ὅταν μιλᾶμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι.
—
Δὲν καταλαβαίνω.
— Ὅταν
σου λέει κάποιος ὅτι εἰλικρινά, τίμια, ἀληθινὰ θέλει ἢ δὲν θέλει νὰ
κάνει ἢ νὰ πεῖ κάτι, τότε νὰ εἶσαι πολὺ προσεχτικὸς γιατὶ εἶναι πολὺ
σαφὴς ἔνδειξη ὅτι αὐτὸς ὁ κάποιος δὲν εἶναι καθόλου εἰλικρινής, τίμιος
ἢ ἀληθινὸς ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἔχει δηλώσει ὅτι εἶναι χρησιμοποιώντας
ἕνα ἐπίρρημα. Τὰ χειρότερα ψέματα κρύβονται πίσω ἀπὸ τὰ ἐπιρρήματα.
Καὶ ξέρεις ποιὸ εἶναι τὸ χειρότερο ἀπὸ ὅλα τα ἐπιρρήματα;
—
Ποιό;
—
Τὸ ἀπολύτως. Εἶναι τὸ ἐπίρρημα ποὺ κρύβει τὰ χειρότερα ἀδικήματα.
Νὰ τὸ θυμᾶσαι ὅταν μεγαλώσεις.
Μὰ
εἶμαι ἤδη μεγάλος, σκέφτηκα πάλι. Θὰ ἤθελα νὰ τῆς τὸ πῶ καὶ θὰ ἤθελα
ἐπίσης νὰ τὴν ρωτήσω κι ἄλλα πράγματα —γιὰ παράδειγμα πῶς τὴν λέγανε,
καὶ πὼς γινόταν νὰ ξέρει τόσα πολλά, παρόλο ποὺ δὲν ἦταν παρὰ ἕνα κοριτσάκι—
μὰ ξαφνικά, ὅπως συμβαίνει, τὸ ὄνειρο τελείωσε κι ἐγὼ ξύπνησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου