A Christmas carol
Λευκωσία-Nicosia Νοέμβριος-November 2017
© Άντης Ροδίτης Τ.Θ. 20651, 1661 Λευκωσία.
Ηλεκτρονική διεύθυνση: a.r@eleftherianews.net
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν τρεις
πολλά καλοί φίλοι. Ο Κουέστας, ο Κομπρελαμπακίρας και ο Σιμασερενάτας. Σε μια
στιγμή ο Κομπρελαμπακίρας κατέβασε μια σπουδαία ιδέα. «Παιδιά», είπε, «να γράφουμε
ποιήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Θα γίνουμε διάσημοι και θα τα πάρουμε και
του Νόμπελ που θά ’ναι… δεν θά ’ναι κάνα εκατομμύριο ευρώ;». Ο
Κουέστας ενθουσιάστηκε με την ιδέα,
ομοίως και ο Σιμασερενάτας. Μια και δυο, λοιπόν, πηγαίνουν στο περίπτερο τής
γειτονιάς που πουλούσε ό,τι φανταστεί ο νους τού ανθρώπου. Προφυλακτικά,
νυχοκόπτες, αροζόλ, καθαρό νερό σε πλαστικές μπουκάλες, κουτοτσάρτελα και
εφημερίδες που όταν τις πετούσαν αυτοί που τις αγόραζαν, τις μάζευαν οι
οικονομικοί μετανάστες και τις έκοβαν σε μέγεθος χαρτιού τουαλέτας, τις έβαζαν
στον απόπατο στην αυλή τού ετοιμόρροπου σπιτιού που έμεναν και τάχα μ’ αυτές
σκουπίζονταν. Πρώτη σε κυκλοφορία την τότε εποχή στα περίπτερα και στους
αποπάτους ήταν η εφημερίδα Φίλος τής
Ελευθερίας, που κανονικά θά ’πρεπε να λέγεται Το κρεβάτι τού Προκρούστη. Γι’ αυτό άλλωστε μπαίνοντας στο
περίπτερο και πέφτοντας το μάτι τού Σιμασερενάτα στους τίτλους των εφημερίδων,
όπου κυριαρχούσε το προαναφερθέν φύλλο, ψιθύρισε: «Όϊ άππαρον!», εννοώντας «άππαρον με τη βάκλαν», δηλαδή άλογο με
ουρά προβάτου – πράγμα εντελώς ανύπαρκτον.
Ο περιπτεράς δεν υποψιάστηκε τίποτε κακό, αφού
οι τρεις φίλοι ήταν ντυμένοι με τα καρναβαλίστικά τους, άψογοι τζέντλεμαν όπως
πάντα κι όπως το απαιτούσε η τρέχουσα πραγματικότης. Κοίταζαν εδώ κι εκεί να
εντοπίσουν αυτό που αναζητούσαν. «Σε τι
μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» είπε ο περιπτεράς με ύφος μελιστάλαχτο, κάτω από
το οποίο ήταν ολοφάνερη μια απέχθεια για τέτοιους άχρηστους, κατά τα άλλα,
πελάτες. «Δεν βλέπω περιοδικά λογοτεχνίας»,
είπαν με μια φωνή και οι τρεις. «Είναι
διότι δεν προλαβαίνουμε να τα φέρνουμε, αφού εξαντλούνται συνεχώς», είπε ο
περιπτεράς κι αμέσως το μάτι τού Κομπρελαμπακίρα άστραψε με τη βεβαιότητα ότι
θα τσέπωνε τα ευρώ τού Νόμπελ. Προσγειώθηκε, όμως, ανώμαλα κι επιτόπου μόλις ο
περιπτεράς συμπλήρωσε τη φράση του με ένα άκρως ειρωνικό χάχανο. Ύστερα
σοβαρεύτηκε αμέσως και κατευθυνόμενος προς το σκοτεινό σημείο όπου φύλαγε
μερικά τέτοια έντυπα, με τους τρεις φίλους να τον ακολουθούν γεμάτοι
περιέργεια, τα απαριθμούσε κιόλας πιέζοντας κάτω με τον δείχτη τού δεξιού του
χεριού ένα-ένα με τη σειρά τα δάχτυλα τής αριστερής του παλάμης: «Είναι “Aι Καινούριαι Εποχαί”, είναι το “Παρά
θιν αλός”, ο “Bιβλιοφάγος”, η “Νευματική πατρίς”, το “Ευάν” κι έχουμε κι ένα που εκδίδεται αγγλιστί, το
“Out of Focus” («αυτό να πάρουμε» σκέφτηκε αμέσως ο Κομπρελαμπακίρας, «θα το διαβάσουν πιο εύκολα στη Σουηδία και
θα μας στείλουν τα λεφτά με το ταχυδρομείο»). «Ξέρεις πόσο καιρό κάμνει ένα γράμμα να έρθει από τη Σουηδία;», πήγε
να διακόψει τον περιπτερά, όμως εκείνος είπε ένα κοφτό «όχι», και τους έδειξε τα περιοδικά. «Θα πάρουμε ένα από το καθένα» είπε ο Κουέστας. «Δηλαδή όλα», είπε χαιρέκακα ο
περιπτεράς.
Στο μονάρι που νοίκιαζαν στη λεωφόρο Αρμενίας
στρώθηκαν στο διάβασμα πίνοντας μπίρα και τρώγοντας μιξ σουβλάκια-σεφταλιές. Η
ατμόσφαιρα βρωμούσε απαίσια οινόπνευμα, κρεμμύδι και σκάρτους στίχους. Όταν
ένας εντόπιζε κάτι που τού φαινόταν ενδιαφέρον φώναζε στους άλλους «ακούστε αυτό εδώ», κι άρχιζε ν’
απαγγέλλει μέχρι που οι άλλοι τον διέκοπταν -σχεδόν αμέσως- με τη φράση «άει παράτα μας». Με τα πολλά τούς πήρε ο
ύπνος κι ονειρεύτηκαν κι οι τρεις το ίδιο: ότι έκαμναν κάτι (δεν λέμε τι
ακριβώς για να μην παρεξηγηθούμε) με τη Ρωσίδα οικονομική μετανάστρια, βοηθό
τού περιπτερά, που ανέλαβε να ξεσκονίσει τα περιοδικά πριν τους τα παραδώσει σε
διάφανη σαν προφυλακτικό πλαστική σακούλα.
Ο πρώτος που
ξύπνησε ήταν ο Κομπρελαμπακίρας, που άρχισε να σκουντά και τους άλλους να
ξυπνήσουν. «Μαλάκες, δηλαδή παιδιά,
ξυπνάτε», φώναζε, «και δέστε τι
γράφει εδώ: Το παρόν τεύχος έχει επιχορηγηθεί από τις Αρμόδιες Υπηρεσίες τού
Υπουργείου Αποβαρβάρωσης και Εκπολιτισμού». «Τα ίδια λέει κι εδώ», είπε ο Σιμασερενάτας ανοίγοντας ένα άλλο και
τρίβοντας τις τσίμπλες από τα μάτια του, «κι
εδώ», ανοίγοντας ένα δεύτερο. «Όλοι
το ίδιο λένε», «ακόμα κι ο Εγγλέζος»
συμπλήρωσε ο Κουέστας δείχνοντας την πρώτη σελίδα τού “Out of Focus” κι άρχισε να διαβάζει: «Δις βολούμε χας ρεσέηβετ φινάνκϊαλ ασσιστάνσε φρομ δε Κούλτουραλ
Σερβίκες οφ δε Μινίστρυ οφ Εντουκάτιον αντ
Κούλτουρε και λοιπά. Άραγε να το λένε
και σε άλλες γλώσσες;» «Τι λες ρε»,
είπε ο Κομπρελαμπακίρας, «δηλαδή ξέρεις
κι άλλες ξένες γλώσσες, γαμώ το λογοτεχνικό μου τάλαντο;»
Πίσω από το γραφείο τού διευθυντή των
«Κούλτουραλ Σερβίκες» τής Δημοκρατίας, ο τοίχος ήταν όλος σπαρμένος με όπλα
διαφόρων εποχών, στερεωμένα με κάθε είδους στραβά και ίσια, οξειδωμένα και μη,
αλλά και με ολοκαίνουργια χοντρά ή λεπτά καρφιά: Αμερικάνικα αυτόματα Τόμσον
και τυφέκια Μ1 του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εγγλέζικα Lee Enfield τού Πρώτου,
τσέχικα zastava κι ελληνικά G3 τής Εθνικής Φρουράς μαζί με ένα καλάσνικωφ τού
’74 διασταυρωμένο με ένα βελγικό FN στο κέντρο τού τοίχου και ολόγυρα πάλες,
ξιφολόγχες, στιλέτα, πιστόλια και περίστροφα διαφόρων ειδών, ποιοτήτων και
διαμετρημάτων. Δίπλα του δεξιά, με τον τρίποδά του, ένα υδρόψυκτο βίκερ και
αριστερά, στο πάτωμα ένα τσέχικης επινόησης, αγγλικής κατασκευής κι ελληνικής
προελεύσεως μπρεν. Μάλλον δρασκελώντας αυτό μπορούσε να πάρει τη θέση του πίσω
από το γραφείο. Κατά τα άλλα ο διευθυντής έδειχνε να είναι ένας ευπροσήγορος,
ευγενικός και καλοπροαίρετος άνθρωπος.
Αφού τους άφησε αρκετή ώρα να βοσκήσουν τους οφθαλμούς
τους στο ομολογουμένως εντυπωσιακό σκηνικό, κάμνοντας πως διάβαζε ξανά την
αίτησή τους, σήκωσε το κεφάλι και είπε:
–
Χρηματοδοτούμε
ήδη αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά. Τι
καινούριο θα φέρει το δικό σας;
–
Μα αυτό ήταν το
γραφείο και του προηγούμενου διευθυντή; είπε ο Κομπρελαμπακίρας που δεν είχε
συνέλθει ακόμα από τη θέα των εκθεμάτων.
Ο διευθυντής είχε μόλις προαχθεί αφού ο
προηγούμενος είχε βγει στη σύνταξη.
–
Ήταν, είπε.
–
Με την ίδια
διακόσμηση; συνέχισε ο Κομπρελαμπακίρας.
–
Με την ίδια, συν και
μερικά άλλα εκθέματα, απάντησε ο διευθυντής, που αποτελούσαν όμως προσωπική του
περιουσία και τα πήρε φεύγοντας στο σπίτι του.
Οι τρεις φίλοι έμειναν να τον κοιτάζουν με
μισάνοιχτο στόμα. Ήταν φανερό πως διερωτώντο τι διάολο άλλο μπορούσε να υπάρχει
στο γραφείο επί βασιλείας τού προηγούμενου διευθυντή.
Καταλαβαίνοντας την απορία
τους ο νέος διευθυντής, είπε:
–
Πίσω σας ακριβώς
είχε ένα γερμανικό πολυβόλο ΜG 34, κατασκευής 1935 με στρογγυλή σφαιροθήκη των
250 φυσιγγίων και δίπλα του τη νεότερή του εξέλιξη, ένα ολοκαίνουριο ΜG 42 ή Μ
60 όπως είναι γνωστά σήμερα στο ΝΑΤΟ και στον αμερικανικό στρατό, με την ταινία
του. Ένα τέτοιο, μπορεί να ρίξει μέχρι και 1500 σφαίρες το λεπτό!
–
Οι λεγόμενες
«τουρτούρες», είπε έντρομος ο Σιμασερενάτας, που ήταν κάπως μεγαλύτερος και
κάτι ήξερε από όπλα, και τράβηξε την καρέκλα του πιο δεξιά για να μην είναι
ευθυγραμμισμένη με τις μπούκες των, έστω φανταστικών ή απλώς απόντων για την
ώρα, γερμανικών πολυβόλων.
–
Τι καινούριο
λοιπόν θα φέρνει το δικό σας περιοδικό; Επανέλαβε την ερώτηση του ο διευθυντής,
περιμένοντας να δει τι ακριβώς είχαν στο μυαλό τους αυτοί οι καθόλα
συνηθισμένοι τύποι που ήθελαν σώνει και καλά ν’ ασχοληθούν με πράγματα αμφίβολης χρησιμότητας στο μέλλον – και
στο παρόν! Η πιο εύκολη απάντηση, βέβαια, ήταν πως είχαν κι αυτοί, όπως όλοι,
τα λεφτά στο νου τους.
–
Εν πρώτοις, είπε
ο Κομπρελαμπακίρας που είχε την αρχική ιδέα και ως εκ τούτου ανέλαβε και τα
ηνία τής επιχείρησης, μια πρώτη σκέψη που κάνουμε είναι να ονομάσουμε το
περιοδικό «Ερατοσθένη». Είχαμε
σκεφτεί και τα ονόματα «Χρυσόστομος»,
«Στέλιος», ακόμα και «Ανδρέας», αλλά καταλήξαμε στο «Ερατοσθένης».
–
Γιατί; είπε ο
διευθυντής που μόλις συγκρατιόταν τώρα να μην τους πετάξει έξω με τις
κλωτσιές.
–
Διότι, είπε ο
Κομπρελαμπακίρας, ο Ερατοσθένης ήτουν, με συγχωρείτε, ήταν, αρχαίος φιλόσοφος,
αστρονόμος, φιλόλογος και (τόνισε
ιδιαίτερα το «και») ποιητής! Τα άλλα ονόματα είναι τόσο κοινά που το μυαλό τού
καθενός μπορεί άνετα να πάει σε οποιονδήποτε, μέχρι και σε τίποτε υπουργούς,
ακόμα και ανθρώπους τού υποκόσμου, του υποκόσμου τής τέχνης εννοώ ή και σε
σκέτους δολοφόνους. Φονιάδες εννοώ, καταλαβαίνετε…
Προτού προλάβει ν’ αντιδράσει σ’ αυτά τα
εξωφρενικά και κάθε άλλο παρά γελοία υπονοούμενα ο διευθυντής, ο
Κομπρελαμπακίρας συνέχισε:
–
Ενώ, δέστε το κι
εσείς, κι εδώ σηκώθηκε από την καρέκλα του, κοίταξε ψηλά στο κενό, άπλωσε με το
χέρι μια φανταστική πλατειά κορδέλα στον αέρα που έγραφε πάνω «Ερατοσθένης» και
συνέχισε δήθεν εκστασιασμένος: Ε – ρα – το – σθέ – νης, περιοδική έκδοση Ποι – ή – σε – ως και
Φό – νου.
–
Πώς είπατε; γούρλωσε τα μάτια του ο διευθυντής. –
Λογοτεχνίας και φόνου, είπαν με μια φωνή ο Σιμασερενάτας, ο Κουέστας και ο
αρχηγός τους, ο Κομπρελαμπακίρας.
–
Αυτή είναι η πρωτοτυπία
τής δικής μας ιδέας, συνέχισε μόνος ο Κομπρελαμπακίρας, θα ασχολούμαστε με την
ποίηση κυρίως δολοφονημένων ποιητών και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες
δολοφονήθηκαν…
–
…που δεν είναι
και λίγοι, συμπλήρωσε ο Κουέστας, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν σκυμμένος
πάνω από ένα μπλοκ στα γόνατα του κι έγραφε, σταματώντας από καιρού εις καιρόν
για να σκεφτεί.
–
Μα τι γράφετε
εκεί; είπε ο διευθυντής.
–
Ποίημα, είπε ο
Κουέστας κι άρχισε ν’ απαγγέλλει: Ελάτε, πάνω
από το πληγωμένο σώμα της, να ορκιστούμε, πως
ξανά
θα ζήσει. Αίμα από τις πληγές μας…
–
Για παράδειγμα,
συνέχισε ο Κομπρελαμπακίρας, νεύοντας στον Κουέστα να βγάλει τον σκασμό, είναι
τον ποιητή Κυριακούλη Κυριακίδη που έσφαξε ένα απόγευμα ένας μηχανικός, ονόματι
Παντελής, με οδηγίες, αν δεν κάμνω λάθος, ενός διευθυντή νηπιαγωγείου, όπως
παραδέχτηκε όταν συνελήφθη. Αυτός, ο διευθυντής, ονόματι Χρυσόστομος, είχε
σπουδάσει στην Περσία· λέχθηκε, όμως, πως θέλησε να σκοτώσει και τον Αγιατολλά
Χομεϊνί κι ύστερα αποδείχτηκε πως είναι με υποτροφία τού Χομεϊνί που σπούδασε
στην Αμερική κι ήταν στ’ αλήθεια φίλος του. Ήταν και οι δυο τού ιδίου κλαμπ,
όπως λέμε welcome to the club, με έναν αρχιεπίσκοπο, ενώ ο μηχανικός που τελικά
άρχισε κι ο ίδιος να γράφει ποιήματα έσφαξε τον Κυριακούλη Κυριακίδη γιατί
κάποιος τού είπε ότι τα δικά του ποιήματα ήταν καλύτερα… Δεν είναι σπουδαίο
θέμα για το περιοδικό μας;
–
Ποια είναι που θα
ζήσει ξανά; γύρισε στον Κουέστα ο διευθυντής.
–
Μα η Κερύνεια,
είπε εκείνος.
–
Είναι, ύστερα, ο
φόνος τού ποιητή Λουκά Γρηγόρη, συνέχισε ο Κομπρελαμπακίρας, που έγινε μπροστά
στα μάτια ενός τυχαίου Καλαμαρά Ευγενίδη, Βαγενίδη ή κάτι τέτοιο κι ενός φίλου
του ονόματι Ροφού ή Ροφανίδη, έφυγαν κι οι δυο νύχτα για να μη μαρτυρήσουν ή
τους έφυγαν νύχτα για να μη μαρτυρήσουν, ο Καλαμαράς εχάθη για τα καλά, μα ο
Ροφανίδης επιδόθηκε στη λογοτεχνία, έβγαλε τελικά και περιοδικό μαζί με έναν
ονόματι Κουκουφκιάο ή Μισιαρό, μελετητή (εντελώς τυχαίο αυτό) τού Ερατοσθένη κι
επιχορηγείται σήμερα. Νομίζω θα έχει πολλά να πει πάνω στο θέμα τού φόνου τού
Λουκά που τελικά ήταν μόνο απόπειρα, γιατί τον Λουκά καθάρισαν αργότερα κάποιοι
Γερμανοί πράκτορες με έναν Φράγκο που έκαμνε πολλή παρέα με έναν καθηγητή τού
Πανεπιστημίου Γιάννη Αγιάννη ή κάτι τέτοιο και με μια σκηνοθέτιδα από το
Καρσερί τής Γαλλίας, χωρίον καταγωγής και του Ζαν Ζενέ, όλοι φίλοι τού Δημήτρη
από το Δίκωμο ή Τρίκωμο ή κάτι τέτοιο, επαρχία Κερύνειας…
–
Αυτή την Κερύνεια
εννοώ, είπε ο Κουέστας και σήκωσε ψηλά το δάχτυλο με το μολύβι κι όπως δεν τον
πρόσεξε κανένας, ξανάσκυψε στο γράψιμο.
–
…τού Δημήτρη που
κλαίει με το παραμικρό, συμπλήρωσε τη φράση του ο Κομπρελαμπακίρας.
Στο πάνοπλο γραφείο τού διευθυντή των
Εκπολιτιστικών Υπηρεσιών έπεσε απόλυτη σιωπή. Ύστερα:
–
Τον Λουκά Γρηγόρη
τον βρήκαν τελικά διαμελισμένο, δηλαδή τόσο διαμελισμένο που ψάχνουν τα
κομματάκια του ακόμα, σ’ ένα παλιό τυπογραφείο, λίγες μέρες πριν το μετατρέψουν
σε στούντιο τής τηλεόρασης. Εμείς έχουμε βάσιμες υποψίες…
–
…και αποδείξεις,
συμπλήρωσε ο Σιμασερενάτας.
–
…ότι τον Λουκά
Γρηγόρη τον έφαγε η Σόντερκομαντο 11 τής Άϊνσατζγκρουπ Ζ, όπως κι εκείνο τον
ταλαίπωρο τον Αιακώ που τον εξέλαβαν για τον μεγάλο ποιητή Τζωρτζ Φρανκ, και
τον έσπρωξαν από τον τέταρτο όροφο ενός εγκαταλειμμένου κτηρίου που μερικοί
ανισόρροποι ισχυρίζονται πως ήταν ένα είδος Γκουαντάναμο κι ότι, ακόμα, είναι
εκεί μέσα που εκείνος ο μηχανικός
κατέσφαξε τον ποιητή Κυριακούλη...
Αστυνομική ανακοίνωση τής επομένης ανέφερε ότι
σε διαμέρισμα τού ενός υπνοδωματίου τής λεωφόρου Αρμενίας βρέθηκαν
δολοφονημένοι τρεις γνωστοί άνεργοι που σύχναζαν κυρίως σε καφενεία και γραφεία
στοιχημάτων τής περιοχής. Ο Χριστοφής Κομπρελαμπακίρας, γνωστός και σαν
«Ελύτης», ο Βασίλης Σιμασερενάτας, άλλως
«Σεφέρης» και ο Ανδρέας Questas, ο νεαρότερος τής παρέας, γνωστός και σαν
«Ρεμπώ».
Ο
τελευταίος βρέθηκε νεκρός στην είσοδο τού διαμερίσματος -φαίνεται ότι γαζώθηκε μόλις άνοιξε ανύποπτος
την πόρτα- ενώ οι άλλοι δύο βρέθηκαν
διάτρητοι από τις σφαίρες γύρω από ένα τραπέζι. Τεκμαίρεται από τα ευρήματα ότι
τη στιγμή τού φόνου συμπλήρωναν τύπους (φόρμες) επιχορήγησης από το Υπουργείο
Αποβαρβάρωσης και Εκπολιτισμού. Υπάρχουν, επίσης, μαρτυρίες ότι δανείζονταν
συχνά από άλλους καφενόβιους και συνταξιούχους, αλλά πολύ σπανίως επέστρεφαν τα
χρήματα. Πρόκειται μάλλον για αλήτες παρά για ευυπόληπτους πολίτες και το μόνο τους ελαφρυντικό ήταν ότι δεν
βρέθηκαν ίχνη χρήσης ναρκωτικών στο διαμέρισμά τους. Το μυστηριώδες στην
υπόθεση είναι ότι ξεπαστρεύτηκαν με καμιά εκατοστή σφαίρες που ρίχτηκαν
εναντίον τους με συνεχή ριπή από γερμανικό πολυβόλο MG 42 ευρύτερα γνωστό και
σαν «τουρτούρα». Η Αστυνομία διερευνά την υπόθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου