(Gianrico Carofiglio)
Ο ΤΖΙΑΝΡΙΚΟ ΚΑΡΟΦΙΛΙΟ (Gianrico Carofiglio) γεννήθηκε
στὸ Μπάρι τῆς Ἰταλίας τὸ 1961. Τὸ 1986 ἐντάσσεται στὸ δικαστικὸ σῶμα
ὡς εἰσαγγελέας καὶ δουλεύει στὴν ἐπιτροπὴ γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς
Μαφίας. Τὸ 2008 ἐκλέχτηκε γερουσιαστὴς στὸ Δημοκρατικὸ Κόμμα (PD).
Ἀποφάσισε νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸ δικαστικὸ σῶμα, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ
ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὸ ἔργο τῆς συγγραφῆς.
Τὸ πρῶτο του βιβλίο, Ἀκούσιος μάρτυρας (Testimone
inconsapevole), ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Sellerio τὸ
2002. Μὲ τὸ μυθιστόρημα αὐτὸ ὁ Καροφίλιο ἐγκαινιάζει τὸ νομικὸ
θρίλερ στὴν Ἰταλία, ἐνῶ παρουσιάζεται πρώτη φορὰ ὁ δημοφιλὴς
χαραχτήρας τοῦ μελαγχολικοῦ δικηγόρου Guido Guerrieri. Τὸ ἔργο
γνώρισε μεγάλη ἐπιτυχία καὶ ἀπέσπασε πολλὰ βραβεῖα, μεταξύ των
ὁποίων τὸ Premio del Giovedi «Marisa Rusconi». Ἑνὸς βραβείου ποὺ δίδεται
σὲ πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφεῖς.
Τὸ 2003, ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐκδοτικὸ οἶκο, ἐκδίδεται τὸ μυθιστόρημα
Μὲ τὰ μάτια κλειστά (Ad occhi chiusi), ποὺ ἀποσπᾶ
ἰσάριθμα βραβεῖα, ἐνῶ στὴ Γερμανία, ἀπὸ μιὰ κριτικὴ ἐπιτροπὴ
βιβλιοπωλῶν καὶ δημοσιογράφων, θεωρεῖται τὸ «καλύτερο νουάρ» τοῦ
2007. Ἀκολουθεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Rizzoli Τὸ παρελθὸν εἶναι ξένη
πατρίδα (Il passato e’ una terra straniera), ποὺ θὰ κερδίσει
τὸ σημαντικὸ βραβεῖο Bancarella τὸ 2005 καὶ ποὺ θὰ γίνει ταινία ἀπὸ τὸ
σκηνοθέτη Ντανιέλε Βικάρι τὸ 2008.
Τὸ 2006 κυκλοφορεῖ τὸ μυθιστόρημα Λογικὲς ἀμφιβολίες
(Ragionevoli dubbi). Τὸ 2007 ὁ Καροφίλιο δημοσιεύει —μαζὶ μὲ
τὸν ἀδελφό του Φραντζέσκο, ποὺ κάνει τὴν εἰκονογράφηση— τὸ
μυθιστόρημα-κόμικ Κυνηγοὶ στὸ σκοτάδι (Cacciatori nelle
tenebre), ποὺ ἀποσπᾶ τὸ Βραβεῖο Μαρτόλιο (Premio Martoglio). «Οἱ
ἱστορίες ἔχουν ἀξία ἀπὸ μόνες τους ἂν εἶναι καλές», λέει ὁ
Καροφίλιο στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου, «αὐτὸ τὸ εἰκονογραφημένο
μυθιστόρημα, εἶναι μιὰ φανταστικὴ μεταφορὰ σὲ ἕνα μέρος πολὺ
οἰκεῖο, δηλαδὴ τὸ Μπάρι». Τὴν ἴδια χρονιὰ δημοσιεύεται καὶ τὸ
δοκίμιό του Ἡ τέχνη τοῦ νὰ ἀμφιβάλλεις (L’ arte del
dubbio) καὶ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ τὸ πέμπτο του μυθιστόρημα Οὔτε
ἐδῶ, οὔτε ἀλλοῦ (Ne’ qui ne’ altrove).
Στὴ συνέχεια ἡ συγγραφική του πορεία κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ
εἶναι ἡ ἀκόλουθη:
Τὸ παράδοξό του ἀστυνομικοῦ (Il paradosso del
poliziotto, 2009).
Ἡ προσωρινὴ τελειότητα (Le perfezioni provvisorie,
2010), μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν Γκουίντο Γκουεριέρι.
Χωρὶς σύνεση (Non esiste saggeza, 2010), συλλογὴ
διηγημάτων.
Ἡ παραβίαση τῶν λέξεων (La manomissione delle parole,
2010), ἕνα δοκίμιο γιὰ τὴν ἠθικὴ διάσταση τῆς γλώσσας.
Ἡ σιωπὴ τοῦ κύματος (Il silenzio dell
onda, 2011).
Κοκαΐνη (Cocaina, 2013), μαζὶ μὲ τὸν
Massimo Carlotto καὶ τὸν Giancarlo de Cataldo. Τρεῖς μαέστροι τῆς
σύγχρονης ἀφήγησης διηγοῦνται γιὰ τὸ ναρκωτικὸ ποὺ σημάδεψε τὴν
κοινωνία ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ‘80 μέχρι σήμερα.
Τὰ
ἰλιγγιώδη
ὅρια τῶν
πραγμάτων (Il bordo
vertiginoso delle cose, 2013).
Τὸ σπίτι στὸ
δάσος (La casa nel bosco, 2014).
Μιὰ
εὐμετάβλητη
ἀλήθεια (Una mutevole
verita, 2014).
Ὁ κανόνας τῆς
ἰσορροπίας
(La regola dell’ equilibrio, 2014).
Νυκτερινοὶ
ἐπιβάτες
(Passeggeri notturni, 2016).
Τὸ ψυχρὸ
καλοκαίρι
(L’ estate fredda, 2016).
Τὰ ἔργα του ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες.
Οἱ
Νυχτερινοὶ ἐπιβάτες καὶ τὰ θραύσματα τῆς
πραγματικότητας
Τὸ βιβλίο τοῦ Καροφίλιο Νυκτερινοὶ
ἐπιβάτες διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄλλα βιβλία του ὅσον ἀφορᾶ τὸ
περιεχόμενο. Δὲν εἶναι βιβλίο ἀστυνομικῆς λογοτεχνίας, δὲν
κινεῖται στὸν δικαστικὸ χῶρο ποὺ τόσο καλὰ γνωρίζει ὁ συγγραφέας
του. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἐντελῶς διαφορετικὸ ἐγχείρημα,
θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ μὲ ἕνα στοίχημα τοῦ συγγραφέα μὲ τὸν ἑαυτό
του ποὺ πασχίζει νὰ τὸ κερδίσει.
Πρόκειται γιὰ τριάντα μικρὰ κείμενα τριῶν σελίδων τὸ καθένα ποὺ
διαφέρουν ὑφολογικὰ καὶ θεματολογικά. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι
γρήγορες ἀφηγήσεις, τόσο μικρὲς ποὺ μοιάζουν ἀνέκδοτα μὲ
ἀφοριστικὸ περιεχόμενο, ἄλλα εἶναι σκέψεις ἢ μικρὰ δοκίμια πάνω
στὴ γλώσσα ἢ τὴν φιλοσοφία, κι ἄλλα σύντομες παραβολὲς μὲ
διδακτικὸ στόχο. Τὸ μόνο κοινὸ ποὺ ἔχουν αὐτὰ τὰ κείμενα καθὼς
ἐναλλάσσονται καλειδοσκοπικὰ τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, εἶναι ὅτι
περιγράφουν τὶς διαφορετικὲς ὄψεις μιᾶς καθημερινῆς
πραγματικότητας, τῆς ἴδιας ποὺ βιώνουμε κι ἐμεῖς, ἐνδυναμώνοντάς
την, ὅμως, μὲ τὴν διαύγεια τῆς γλώσσας καὶ τὴν χρησιμοποίηση μιᾶς
μικρῆς φόρμας ἀφήγησης, γρήγορης καὶ χωρὶς περιττὰ στολίδια, καί
—τελικά— πιὸ ἄμεσης. Δὲν εἶναι τυχαῖο ποὺ στὸ ἐσώφυλλο τῆς ἔκδοσης
διαβάζουμε:
Ἕνας μοναχὸς συνάντησε μιὰ μέρα ἕνα δάσκαλο τοῦ Ζέν, καὶ
θέλοντας νὰ τὸν κάνει νὰ νοιώσει ἀμηχανία, τὸν ρώτησε:
Χωρὶς λέξεις καὶ χωρὶς σιωπή, ξέρεις νὰ μοῦ πεῖς τί εἶναι ἡ
πραγματικότητα;
Ὁ δάσκαλος τοῦ ἔριξε μιὰ μπουνιὰ στὸ πρόσωπο.
[«Ἐπιτάφιο» («Epitaffio»)]
Ἡ πραγματικότητα παρόλα αὐτὰ μᾶς δίνεται μὲ ἕνα τρόπο
ἀποσπασματικὸ καὶ ποτὲ ὁλόκληρη. Ἡ σύνθεσή της, μέχρι ἑνὸς
σημείου εἶναι ὑπόθεση τοῦ κάθε ἀναγνώστη καὶ τῶν προσλήψεών του. Ἡ
γενικὴ αἴσθηση εἶναι αὐτὴ ποὺ ἔχουμε, ὅταν ταξιδεύουμε μὲ τραῖνο
μιὰ νυχτερινὴ διαδρομή. Μέσα στὰ σκοτεινὰ βαγόνια του ἀντηχοῦν
φωνὲς ποὺ διαρκοῦν λίγο, ἀκούγονται διάλογοι ποὺ τοὺς σκεπάζει ὁ
θόρυβος τῆς μηχανῆς. Ἀπὸ τὸ παράθυρο ἕνα μικρὸ φωτάκι φωτίζει
ἀστραπιαῖα τὰ πρόσωπα καὶ μετὰ πάλι τὸ μισοσκόταδο, πάλι τὰ ἀσαφῆ
περιγράμματα τῶν ἐπιβατῶν.
Ἡ γέννηση τῶν ἱστοριῶν αὐτῶν —χωρὶς νὰ ἀμφισβητεῖ κανεὶς τὸ
ρόλο ποὺ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις παίζει ἡ φαντασία— εἶναι προϊὸν
τῆς παρατήρησης τοῦ συγγραφέα. Τὸν ἴδιο τὸν διαισθάνεται κανεὶς
κρυμμένο ἀνάμεσα στὸ πλῆθος —ἄλλη μιὰ σκιὰ στὸ σκοτάδι— νὰ παρατηρεῖ
καὶ νὰ καταγράφει τοὺς ἐπιβάτες ποὺ μπαινοβγαίνουν σὲ κάθε στάση τῆς
νυχτερινῆς διαδρομῆς, δημιουργώντας ἀπὸ κάθε σταθμὸ καὶ μιὰ «ἐν
δυνάμει» ἱστορία:
Συνέχισα τὸν περίπατό μου σκεπτόμενος ὅτι αὐτὴ ἡ ἱστορία,
ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ μποροῦσε νὰ γραφτεῖ. («Χονδρὸς- Λιγνός»
[«Stanlio e Ollio»])
Οἱ ἐπιβάτες εἶναι πρόσωπα προερχόμενα ἀπὸ ὅλες τὶς
κοινωνικὲς βαθμίδες: μαστροποὶ ποὺ ἐκδίδουν γυναῖκες ὑπόπτων ἠθῶν,
δικηγόροι καὶ ἀνακριτὲς ποὺ μᾶς κάνουν νὰ μειδιοῦμε μὲ τὰ
τραγελαφικὰ στερεότυπα τοῦ ἐπαγγέλματός τους, γυναῖκες ποὺ
ἀτύχησαν στοὺς γάμους τους, πολιτικοὶ ποὺ ‘βολεύτηκαν’ μέσα σὲ μιὰ
γενικότερη κατάσταση διαφθορᾶς καὶ σήψης. Ἄνθρωποι συντηρητικοὶ
ἢ προοδευτικοί – φορεῖς πάντα του ἀντίστοιχου ἰδεολογικοῦ τους
φορτίου. Συναντᾶμε ἀκόμα τὸν νταὴ τοῦ σχολείου ποὺ τιμωρεῖται
παραδειγματικὰ ἀπὸ κάποιον ἀπροσδόκητο τιμωρό· ἐδῶ ὁ Καροφίλιο
κλείνει πονηρὰ τὸ μάτι στὸν ἀναγνώστη, ὑπονοώντας τὴν ἐξουσία τοῦ
Τύπου. Ἔχουμε ἐπίσης τὸν ‘καλὸ’ καὶ τὸν ‘κακὸ’ ἀστυνομικό – ποὺ στὴν
κανονικὴ ζωή τους ὑποτίθεται ὅτι ἔχουν ἀντεστραμμένους, κατ’
οὐσίαν, ρόλους.
Οἱ ἐπιβάτες μπορεῖ ἀκόμα νὰ εἶναι ἄτομα ποὺ ἔρχονται στὰ
ὄνειρά μας γιὰ νὰ μᾶς συμβουλέψουν, ἢ συγγενεῖς ποὺ ἀπεβίωσαν ἀπὸ
καιρό, ἀλλὰ ἐπιμένουν νὰ κατοικοῦν στὰ ἐγκαταλειμμένα δωμάτια
ὅπου ἔζησαν, σὰν νὰ μὴν ἔφυγαν ποτέ:
Πῶς ἦταν ἐκείνη ἡ φράση; Βοήθα μὲ νὰ τὴ θυμηθῶ.
— Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τίποτα. Πῆγα μόνο στὸ διπλανὸ
δωμάτιο.
(«Δωμάτια»
[«Stanze»])
Καμιὰ φορὰ τὰ πρόσωπα αὐτὰ ἔρχονται ἀπρόσκλητα, ἄλλοτε πάλι
προκαλοῦμε ἐμεῖς τὸν γυρισμό τους, ἀπὸ μιὰ ἔντονη αἴσθηση
νοσταλγίας:
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀνοίγει μιὰ ρωγμὴ στὸ χρόνο κι αἰσθάνομαι
—πραγματικὰ αἰσθάνομαι, κι ἡ καρδιά μου σπαράζει— τὸ ἄρωμα τῆς
παγωνιᾶς καὶ τοῦ δερμάτινου σακακιοῦ τῆς μάνας ποὺ μόλις ἔχει
ἐπιστρέψει ἀπὸ τὸ σχολεῖο.
(«Τὸ ἄρωμα τοῦ χρόνου» [«Aria del tempo»])
Μερικὰ ἀπὸ τὰ διηγήματα εἶναι διαποτισμένα ἀπὸ τὴν αἴσθηση
τῆς νοσταλγίας, ἐνῶ σὲ ἄλλα κυριαρχεῖ ἡ εἰρωνικὴ διάθεση καὶ ὁ
σαρκασμός. Καμιὰ φορὰ ὁ ἀναγνώστης χαμογελᾶ, καθὼς
ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ ζωὴ προσφέρει κωμικὸ θέαμα ἀκόμα καὶ στὶς
πιὸ σκοτεινὲς καὶ τραγικές της ἐκφάνσεις.
Ὑπάρχουν ἐπίσης διηγήματα ποὺ ἔχουν διδακτικὸ καὶ ἀλαζονικὸ
τόνο, μεταφέροντας ἕνα εἶδος «Λαϊκῆς σοφίας» καὶ σκοπεύοντας, κατὰ
κάποιο τρόπο, νὰ ἀφυπνίσουν τὶς κοιμισμένες συνειδήσεις ἑνὸς
μέρους τῆς κοινωνίας.
— Ὅταν σοῦ λέει κάποιος ὅτι εἰλικρινά, τίμια, ἀληθινὰ θέλει ἢ
δὲν θέλει νὰ κάνει ἢ νὰ πεῖ κάτι, τότε νὰ εἶσαι πολὺ προσεχτικός,
γιατί εἶναι πολὺ σαφὴς ἔνδειξη ὅτι αὐτὸς ὁ κάποιος δὲν εἶναι
καθόλου εἰλικρινής, τίμιος ἢ ἀληθινὸς ἢ ὁτιδήποτε ἄλλο ἔχει
δηλώσει ὅτι εἶναι χρησιμοποιώντας ἕνα ἐπίρρημα. Τὰ χειρότερα
ψέματα κρύβονται πίσω ἀπὸ τὰ ἐπιρρήματα.
(«Εἰλικρινά» [Sinceramente])
Οἱ
Νυχτερινοὶ ἐπιβάτες εἶναι ἕνα τολμηρὸ ἐγχείρημα παρὰ τὴ
συντομία τοῦ ἔργου, γιατὶ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τραβήξεις τὴν
προσοχὴ τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ, ὅταν ταυτόχρονα τοῦ τὴν ἀποσπᾶς,
ρίχνοντάς το σὲ τόσο διαφορετικὲς ἱστορίες, φαινομενικὰ
ἀσύνδετες. Ὅμως ὁ συγγραφέας τους φαίνεται νὰ κερδίζει τὸ στοίχημα
ποὺ ἔχει βάλει μὲ τὸν ἑαυτό του. Ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸ
ἀστυνομικὸ μυθιστόρημα, κατορθώνει νὰ συμπυκνώσει τὴν
εὐαισθησία του σὲ ἕνα μικρὸ διαμαντάκι 90 σελίδων ποὺ ὁ
ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ διαβάσει κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς ταξιδιοῦ μὲ τὸ
μετρὸ καὶ κοιτώντας παράλληλα γύρω του νὰ διαπιστώσει ὅτι οἱ
περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἥρωες τοῦ βιβλίου βρίσκονται ἤδη ἐκεῖ (Καμιὰ
φορὰ ἡ πραγματικότητα εἶναι τόσο πιθανὴ ποὺ μᾶς φαίνεται ἐντελῶς
ἀπίθανη.) Πιασμένοι ἀπὸ τὶς χειρολαβὲς ἢ καθισμένοι στὰ
καθίσματα, οἱ ἥρωες τοῦ βιβλίου κοιτοῦν τὸν ἀναγνώστη καθὼς
διαβάζει γιὰ αὐτούς.
Λίγο μᾶς ἐνδιαφέρει ἂν πραγματικότητα καὶ φαντασία
συγχέονται. Ἡ συντροφιὰ ποὺ πηγάζει ἀπὸ τοὺς χαραχτῆρες —ποὺ
ἐλάχιστα περιγράφονται— εἶναι εὐχάριστη, κι ὅπως γράφει ὁ ἴδιος ὁ
συγγραφέας ἀναφερόμενος σὲ μιὰ ρήση τοῦ Τσέστερτον:
Τὰ παραμύθια δὲν χρησιμεύουν γιὰ νὰ ἐξηγοῦν στὰ παιδιὰ ὅτι
ὑπάρχουν δράκοι. Αὐτὸ τὰ παιδιὰ ἤδη τὸ ξέρουν. Τὰ παραμύθια
χρησιμεύουν γιὰ νὰ ἐξηγοῦν στὰ παιδιὰ ὅτι οἱ δράκοι μποροῦν νὰ
νικηθοῦν.
(«Δράκοι» [Draghi])
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου