Ο ΑΕΡΑΣ ἦταν ἀνυπόφορος. Τῆς ἀνακάτευε
τὰ μαλλιά, τὰ ἔχωνε στὰ μάτια καὶ τὸ στόμα της, μαζὶ μὲ κόκκους ἀπὸ τὸ
χωμάτινο λοφάκι δίπλα ἀπὸ τὴν τρύπα στὸ ἔδαφος ποὺ ἔχασκε ἀνοιχτή.
Εἶχε κόσμο ἀρκετό, οἱ περισσότεροι ἔκλαιγαν, κάποιοι δαγκώνονταν,
κάποιοι ἄλλοι ὅμως δὲν εἶχαν ἔρθει καὶ ἂς ὑπῆρχε συγγένεια πρώτου
βαθμοῦ: εἶχαν προηγηθεῖ παρεξηγήσεις καὶ καβγάδες ποὺ δὲν τοὺς ἐπέτρεπαν
νὰ ἀποχαιρετήσουν χωρὶς ἐκπτώσεις σὲ ἐγωισμό. Κάποιοι βλαστημοῦσαν.
Ὁ παπὰς κόντευε νὰ κάνει κι αὐτὸς τὸ ἴδιο, ἔτσι ποὺ τοῦ ἔπαιρνε ὁ ἀέρας
τὰ ράσα καὶ τὸ θυμιατό. Γιὰ κερὶ ἀναμμένο οὔτε λόγος.
Τόσο
μανιασμένα φυσοῦσε ὁ ἀέρας ποὺ ἤθελε, θαρρεῖς, νὰ ξηλώσει ὅλο το
νεκροταφεῖο, νὰ ξηλώσει ὅλους ὅσους βρέθηκαν ἐκεῖ ἀπὸ κοινωνικὴ ὑποχρέωση
ἢ ἀκόμα καὶ αὐτοὺς ποὺ πενθοῦσαν γνήσια, ἐπειδὴ τὴν εἶχαν ἀγαπήσει.
Πόσοι ἦταν αὐτοὶ ἀλήθεια καὶ μὲ ποιά κριτήρια ἦταν βέβαιο ὅτι τὴν ἀγάπησαν;
Μὲ βάση τὸν πρότερο βίο μαζί της ἢ μήπως αὐτὸν ποὺ ἀνοιγόταν πλέον σὰν
δυνατότητα μπροστά τους; Σύμφωνα μὲ τὸ καθῆκον ποὺ τοὺς εἶχε ὑπαγορεύσει
νὰ σταθοῦν δίπλα της μέχρι τέλους ἢ τὴν ἀνακούφιση πὼς ὅλα πιὰ τελείωσαν
καὶ οἱ ἴδιοι εἶχαν ἐλευθερωθεῖ;
Ἡ μικρὴ Σοφία, μὲ τὰ μαλλιὰ καὶ
τοὺς κόκκους χώματος στὸ στόμα καὶ τὰ μάτια, δὲν καταλάβαινε τίποτε ἀπὸ
ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ ἑπτά της χρόνια. Εἶδε τὴ μητέρα της στὸ φέρετρο τὴ μιὰ
στιγμὴ ποὺ τὸ ἄνοιξαν, γιὰ νὰ τὸ κλείσουν τὴν ἑπόμενη βιαστικὰ – λὲς
καὶ φοβήθηκαν μὴν πάρει τὴ σορὸ ὁ ἀέρας.
Ἤξερε μόνο ὅτι ὅλο αὐτὸ ἦταν
λάθος. Δὲν ἔπρεπε νὰ βρίσκεται ἐκεῖ, οὔτε ἡ μαμά της ἔπρεπε νὰ εἶναι
ξαπλωμένη σὲ κεῖνο τὸ κουτί, ἂν αὐτὴ ἡ κέρινη γυναίκα ἐκεῖ μέσα ἦταν
ὄντως ἡ μαμά της. Ἔπρεπε νὰ εἶναι κάπου ἀλλοῦ, μαζί, καὶ νὰ χαμογελοῦν
ἡ μία στὴν ἄλλη καὶ νὰ ἀγκαλιάζονται καὶ νὰ γεμίζουν φιλιὰ τὰ πρόσωπά
τους, ὅπως ἔκαναν παλιά.
Παλιὰ
ναί, γιατί ἡ μαμά της μπαινόβγαινε στὰ νοσοκομεῖα πάνω ἀπὸ ἕναν χρόνο.
Τόσο εἶχε νὰ τὴ δεῖ. Πρὶν δυὸ βδομάδες, ὅμως, εἶχε πάει στὸ ἐπισκεπτήριο.
Ὁ πατέρας καὶ οἱ θεῖες της εἶπαν ψέματα στὴν εἴσοδο γιὰ τὴν ἡλικία
της —εὐτυχῶς ἦταν ψηλή— καὶ ὁ φύλακας, διαισθανόμενος ἴσως τὴ σοβαρότητα
τῆς ἐπίσκεψης, τῆς ἐπέτρεψε νὰ μπεῖ κι ἂς μὴν εἶχε ξεγελαστεῖ.
Στὸν
θάλαμο μὲ τὸ λιγοστὸ φῶς καὶ τὰ μισόκλειστα παράθυρα, εἶδε τὴ μητέρα
της ὅπως δὲν τὴν εἶχε ξαναδεῖ ποτέ, πρησμένη, μὲ φρικτοὺς κύκλους κάτω
ἀπὸ τὰ μάτια, ἀγέλαστη. Ἡ πρώτη της κουβέντα ἦταν μιὰ ἐπίθεση: «γιατί
ἀργήσατε ποὺ σᾶς περιμένω τόση ὥρα νὰ μὲ δεῖτε ὄρθια;» Δὲν ἦταν ἡ μάνα
της ἐκείνη ἡ γυναίκα. Ἡ μάνα της πάντα χαμογελοῦσε καὶ μύριζε ὄμορφα,
ἐνῶ αὐτὴ ἡ γυναίκα ἀπέναντί της ἦταν σκυθρωπὴ καὶ σκοτεινιασμένη
καὶ τὸ σῶμα τῆς ἀνέδιδε μιὰ παράξενη δυσοσμία. Αὐτὸ ἦταν τὸ δικό
τους, ξεκούρδιστο, τελευταῖο ἀντίο.
Μετὰ
τὴν κηδεία, προσφέρθηκε καφές. Τὰ ξαδέρφια τῆς Σοφίας καὶ κάποια ἄλλα
παιδιὰ τὴν τράβηξαν νὰ παίξουν. Σὲ λίγο ὅλα εἶχαν ξεχαστεῖ: τὸ νεκροταφεῖο,
τὸ φέρετρο, ἡ μαμά. Ὅλα εἶχαν πάρει τὸ σχῆμα τῆς μπάλας μὲ τὴν ὁποία ἔπαιζαν
μῆλα. Μόνο νά, ἐκεῖ ποὺ γελοῦσε καθὼς ἀπέφευγε τὰ γκέλ, τὴν πλημμύρισε
κάτι ἀπὸ βαθιὰ μέσα της καὶ τῆς γέμισε δάκρυα τὰ μάτια. Σοβάρεψε
ξαφνικὰ καὶ ἔκανε στὴν ἄκρη. Τί τρέχει, τὴ ρώτησαν τὰ ἄλλα παιδιὰ ἀνήσυχα.
Πέθανε ἡ μαμά μου, τοὺς εἶπε, καὶ ἀπὸ τότε ἦταν ἡ ὀρφάνια ποὺ κοίταζε
μέσα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς Σοφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου