Από τους φορείς και τους θιασώτες του καθεστώτος αποικίας χρέους, θεωρείται περιττή πολυτέλεια η όποια αναφορά σε περιβαλλοντικές επιπτώσεις οιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας. Κάθε αντίθετη άποψη επισύρει την μήνιν των προφητών και ιερέων της αγοράς, ως έγκλημα καθοσιώσεως κατά της δουλοπρεπώς ενοούμενης προσέλκυσης ανεξέλεγκτων και άνευ όρων επιθυμητών επενδύσεων.
Ως ανθρώπινα όντα, αντιλαμβανόμαστε τη «φύση» ως το σύνολο των φυσικών προϋποθέσεων και όρων ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο άνθρωπος, σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα έμβια όντα, δεν προσαρμόζεται απλώς στο (αρχικώς) φυσικό περιβάλλον του, αλλά με την εργασιακή του επενέργεια σε αυτό, το μετασχηματίζει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μέσω της εργασίας, ο μεταβολισμός του ανθρώπου αποκτά τεχνολογικά διαμεσολαβημένο κοινωνικό χαρακτήρα. Άρα, η μεταβολή της σχέσης προς τη φύση καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της κοινωνίας καθορίζεται προπαντός από τη μεταβολή του χαρακτήρα, της κατεύθυνσης και της κλίμακας της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η χρησιμοθηρική και ληστρική σχέση του ανθρώπου προς τη φύση κλιμακώνεται ιστορικά μαζί με την κλιμάκωση των μορφών εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και κορυφώνεται επί κεφαλαιοκρατίας, όπου φύση και εργασία αντιμετωπίζονται από το κεφάλαιο ως πλουτοπαραγωγικές πηγές, ως πόροι προς εκμετάλλευση για την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας. Η κεφαλαιοκρατία δημιουργεί μιαν αρπακτική σχέση προς τη φύση, σχέση που η πηγή της είναι η κυριαρχία του ιδιωτικού, του ατομικιστικού συμφέροντος.
Από τα μέσα του 20ού αι. ο τρόπος εκμετάλλευσης της φύσης αρχίζει να πλησιάζει ένα κρίσιμο σημείο: η κλίμακα της χρήσης των παραδοσιακών πηγών ενέργειας, πρώτων υλών και υλικών αρχίζει να συμπαραβάλεται με τα συνολικά αποθέματα τους στη φύση.
Επί κεφαλαιοκρατίας η ανθρωπότητα απέκτησε τη δυνατότητα της μαζικής αυτοκαταστροφής της με δύο τρόπους: με τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής και με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της προσανατολισμένης στην κερδοφορία παραγωγής. Αμφότεροι είναι δηλωτικοί της κλίμακας των δυνάμεων που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα, είναι αρνητική έκφανση των δημιουργικών δυνατοτήτων της, με τη μορφή των καταστροφικών δυνάμεων.
Εάν η φύση δεν αρχίσει να γίνεται σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα ουσιαστικό και λογικά διευθυνόμενο συστατικό στοιχείο του κοινωνικού οργανισμού, εάν συνεχίσει η αλόγιστη ληστρική αντιμετώπισή της, ο κίνδυνος αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας από τις ανήκεστες και μη αναστρέψιμες οικολογικές βλάβες, θα γίνει μονόδρομος. Η επιστήμη και η τεχνολογία είναι τα κύρια μέσα εντατικοποίησης και ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής, λελογισμένης αναδόμησης των υλικών σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Το μόνο ορθολογικό κοινωνικό-πολιτισμικό μέσο μιας τέτοιας ρύθμισης είναι η επιστήμη, στο βαθμό που δεν υπάγεται στην κερδοφορία, αλλά τίθεται στην υπηρεσία και υπό τον έλεγχο της κοινωνίας.
Απ' τη στιγμή που ο ανθρωπογενής κόσμος μπορεί να παραβληθεί με τον κόσμο της φύσης, απ' τη στιγμή δηλαδή που η δραστηριότητα της κοινωνίας αποκτά πλανητικές διαστάσεις, συγκρίσιμες με τις διαστάσεις των φυσικών διαδικασιών, τότε η ωφελιμιστική - πραγματιστική σχέση προς τη φύση παύει βαθμιαία να είναι ανεξάρτητη και απεριόριστη. Γεγονός που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αύξουσας εξάρτησης της ίδιας της φύσης από τον άνθρωπο και τη δράση του.
Σε αυτή τη βάση διαμορφώνεται ένας νέος τύπος σχέσης προς τη φύση, που μπορούμε να τον ονομάσουμε κοινωνικό – ιστορικό, ο οποίος εκκινεί από την εκτίμηση της φύσης ως του μοναδικού ενδιαιτήματος του ανθρώπου κι ολόκληρου του πολιτισμού του. Μια τέτοια εκτίμηση συνεπάγεται και μιαν αντίστοιχη σχέση προς τη φύση, τη διαρκή αντιπαραβολή των κοινωνικών αναγκών με τις δυνατότητες της φύσης, τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο ίδιος ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα αποτελούν μέρος της φύσης.
Από επιστημονικής - θεωρητικής άποψης, στον αναπροσανατολισμό αυτό αντιστοιχεί η μετάβαση από την ιδέα της απόλυτης κυριαρχίας πάνω στη φύση, στην αντίληψη των σχέσεων κοινωνίας και φύσης ως σχέσεων μεταξύ εταίρων ισομερών ως προς τις δυνατότητες τους. Η πρώτη θεωρητική έκφραση της θέσης αυτής ήταν η συγκροτημένη από το Β. Ι. Βερνάντσκι θεωρία της νοόσφαιρας, δηλ. της βιόσφαιρας, η οποία τίθεται υπό την λελογισμένη διοίκηση του ανθρώπου, δεδομένου ότι η δραστηριότητα του ανθρώπου καθίσταται ο κύριος παράγων των επί Γης διεργασιών.
Αναγκαίος όρος της σχεδιοποιημένης σχέσης προς τη φύση, είναι η ενοποίησης της ανθρωπότητας σε έναν άλλο τύπο ανάπτυξης-πολιτισμού. Η εναρμόνιση της σχέσης προς τη φύση, όχι ως πρόσχημα για τις ιδιοτελείς σκοπιμότητες κάποιων, ούτε ως επιμέρους, αποσπασματικές ή δήθεν «λύσεις», αλλά ως σφαιρική προστασία, αποκατάσταση και συνειδητή δημιουργική ανάπτυξη των αντικειμενικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων.
Ως ανθρώπινα όντα, αντιλαμβανόμαστε τη «φύση» ως το σύνολο των φυσικών προϋποθέσεων και όρων ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο άνθρωπος, σε αντιδιαστολή με τα υπόλοιπα έμβια όντα, δεν προσαρμόζεται απλώς στο (αρχικώς) φυσικό περιβάλλον του, αλλά με την εργασιακή του επενέργεια σε αυτό, το μετασχηματίζει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Κατ’ αυτό τον τρόπο, μέσω της εργασίας, ο μεταβολισμός του ανθρώπου αποκτά τεχνολογικά διαμεσολαβημένο κοινωνικό χαρακτήρα. Άρα, η μεταβολή της σχέσης προς τη φύση καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της κοινωνίας καθορίζεται προπαντός από τη μεταβολή του χαρακτήρα, της κατεύθυνσης και της κλίμακας της ανθρώπινης δραστηριότητας.
Η χρησιμοθηρική και ληστρική σχέση του ανθρώπου προς τη φύση κλιμακώνεται ιστορικά μαζί με την κλιμάκωση των μορφών εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο και κορυφώνεται επί κεφαλαιοκρατίας, όπου φύση και εργασία αντιμετωπίζονται από το κεφάλαιο ως πλουτοπαραγωγικές πηγές, ως πόροι προς εκμετάλλευση για την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας. Η κεφαλαιοκρατία δημιουργεί μιαν αρπακτική σχέση προς τη φύση, σχέση που η πηγή της είναι η κυριαρχία του ιδιωτικού, του ατομικιστικού συμφέροντος.
Από τα μέσα του 20ού αι. ο τρόπος εκμετάλλευσης της φύσης αρχίζει να πλησιάζει ένα κρίσιμο σημείο: η κλίμακα της χρήσης των παραδοσιακών πηγών ενέργειας, πρώτων υλών και υλικών αρχίζει να συμπαραβάλεται με τα συνολικά αποθέματα τους στη φύση.
Επί κεφαλαιοκρατίας η ανθρωπότητα απέκτησε τη δυνατότητα της μαζικής αυτοκαταστροφής της με δύο τρόπους: με τη χρήση όπλων μαζικής καταστροφής και με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της προσανατολισμένης στην κερδοφορία παραγωγής. Αμφότεροι είναι δηλωτικοί της κλίμακας των δυνάμεων που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα, είναι αρνητική έκφανση των δημιουργικών δυνατοτήτων της, με τη μορφή των καταστροφικών δυνάμεων.
Εάν η φύση δεν αρχίσει να γίνεται σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα ουσιαστικό και λογικά διευθυνόμενο συστατικό στοιχείο του κοινωνικού οργανισμού, εάν συνεχίσει η αλόγιστη ληστρική αντιμετώπισή της, ο κίνδυνος αυτοκαταστροφής της ανθρωπότητας από τις ανήκεστες και μη αναστρέψιμες οικολογικές βλάβες, θα γίνει μονόδρομος. Η επιστήμη και η τεχνολογία είναι τα κύρια μέσα εντατικοποίησης και ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής, λελογισμένης αναδόμησης των υλικών σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση. Το μόνο ορθολογικό κοινωνικό-πολιτισμικό μέσο μιας τέτοιας ρύθμισης είναι η επιστήμη, στο βαθμό που δεν υπάγεται στην κερδοφορία, αλλά τίθεται στην υπηρεσία και υπό τον έλεγχο της κοινωνίας.
Απ' τη στιγμή που ο ανθρωπογενής κόσμος μπορεί να παραβληθεί με τον κόσμο της φύσης, απ' τη στιγμή δηλαδή που η δραστηριότητα της κοινωνίας αποκτά πλανητικές διαστάσεις, συγκρίσιμες με τις διαστάσεις των φυσικών διαδικασιών, τότε η ωφελιμιστική - πραγματιστική σχέση προς τη φύση παύει βαθμιαία να είναι ανεξάρτητη και απεριόριστη. Γεγονός που οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αύξουσας εξάρτησης της ίδιας της φύσης από τον άνθρωπο και τη δράση του.
Σε αυτή τη βάση διαμορφώνεται ένας νέος τύπος σχέσης προς τη φύση, που μπορούμε να τον ονομάσουμε κοινωνικό – ιστορικό, ο οποίος εκκινεί από την εκτίμηση της φύσης ως του μοναδικού ενδιαιτήματος του ανθρώπου κι ολόκληρου του πολιτισμού του. Μια τέτοια εκτίμηση συνεπάγεται και μιαν αντίστοιχη σχέση προς τη φύση, τη διαρκή αντιπαραβολή των κοινωνικών αναγκών με τις δυνατότητες της φύσης, τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο ίδιος ο άνθρωπος και η ανθρωπότητα αποτελούν μέρος της φύσης.
Από επιστημονικής - θεωρητικής άποψης, στον αναπροσανατολισμό αυτό αντιστοιχεί η μετάβαση από την ιδέα της απόλυτης κυριαρχίας πάνω στη φύση, στην αντίληψη των σχέσεων κοινωνίας και φύσης ως σχέσεων μεταξύ εταίρων ισομερών ως προς τις δυνατότητες τους. Η πρώτη θεωρητική έκφραση της θέσης αυτής ήταν η συγκροτημένη από το Β. Ι. Βερνάντσκι θεωρία της νοόσφαιρας, δηλ. της βιόσφαιρας, η οποία τίθεται υπό την λελογισμένη διοίκηση του ανθρώπου, δεδομένου ότι η δραστηριότητα του ανθρώπου καθίσταται ο κύριος παράγων των επί Γης διεργασιών.
Αναγκαίος όρος της σχεδιοποιημένης σχέσης προς τη φύση, είναι η ενοποίησης της ανθρωπότητας σε έναν άλλο τύπο ανάπτυξης-πολιτισμού. Η εναρμόνιση της σχέσης προς τη φύση, όχι ως πρόσχημα για τις ιδιοτελείς σκοπιμότητες κάποιων, ούτε ως επιμέρους, αποσπασματικές ή δήθεν «λύσεις», αλλά ως σφαιρική προστασία, αποκατάσταση και συνειδητή δημιουργική ανάπτυξη των αντικειμενικών όρων ύπαρξης των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου