ΕΙΜΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΠΑΘΟ σὲ διακοπές. Τὸ ἐστιατόρειο ἐξαιρετικὸ
καὶ φίσκα. Ἐμφανίζεται ἕνα ζευγάρι μὲ δυὸ παιδιά. Τοὺς τοποθετοῦν
σὲ κρατημένο τραπέζι, δυὸ τρία τραπέζια πιὸ κάτω. Στὸ ἡμίφως μέσα στὸ πλῆθος
παρατηρῶ τὸν μικρό· χαριτωμένος, περὶ τὰ ὀκτὼ μὲ δέκα. Ἀρκετὰ σκοῦρος,
σκέφτομαι. Τὸ μυαλό μου πηγαίνει αὐτομάτως σὲ διάφορα μικτὰ ζευγάρια
μὲ παιδιὰ ποὺ ἔχω συναντήσει σὲ διακοπές, συνήθως ἕνα μιγὰ κι ἕνα
λευκό, περίεργο τόσο ποὺ χρόνια τώρα λέω ὅτι μετὰ τὸ τέλος τῶν διακοπῶν
θὰ ρωτήσω κάποιο βιολόγο ἐὰν ὑπερισχύει ἡ λευκὴ φυλή. Ὁ δεύτερος,
ὁ δεκαπεντάρης ἔφηβος μὲ τὸ μοδάτο μαλλὶ εἶναι κι αὐτὸς σκοῦρος, ἴσως
ἐλαφρότατα ἀνοιχτότερος. Ἡ μητέρα πάλι ξανθὴ καὶ γαλανομάτα. Τὸν
πατέρα δὲν τὸν βλέπω καλὰ ἀλλὰ σκοῦρος μοῦ φαίνεται κι αὐτός. Τὸ μυαλό
μου συνεχίσει ἀπρόσκοπτα τὶς ὑποθέσεις: Σίγουρα Ἀγγλίδα ἡ μητέρα,
ἰνδοπρεπὴς ὁ πατέρας. Ἔρχονται τὰ ἐδέσματα, τοὺς ξεχνῶ, μιὰ συζήτηση
γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ νησιοῦ καὶ τὴν ἐπικείμενη ἐκδρομὴ στὴν Κάσο. Φεύγουν
πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ἀκολουθούμενοι ἀπὸ τὰ δύο παιδιά.
Δυὸ μέρες ἀργότερα στὴν ἴδια ταβέρνα πρὶν φισκάρει.
Δὲν βλέπω Ἕλληνες, εἶχα πεῖ τὴν προηγούμενη φορὰ στὸ εὐγενέστατο
γκαρσόνι. «Αὐτὴ τὴν ὥρα, περὶ τὶς ὀκτώ το βράδυ, ἔρχονται μόνον οἱ ξένοι.
Οἱ Ἕλληνες, τὸ ξέρετε, ἔρχονται κατὰ τὶς ἐννιάμιση μὲ δέκα.» Τὸ ἤξερα,
τὸ ἴδιο ἐξάλλου κάνω κι ἐγώ, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς διακοπές, ποὺ συνήθως μὲ
βολεύει τὸ φαγητὸ μετὰ τὸ μπάνιο. Ξένη, λοιπόν, ὡς πρὸς τὴ νεοελληνικὴ
κουλτούρα, ἀνάμεσά σε ξένους.
ΦΩΤΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΑΝΟΥ
ΦΩΤΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΘΑΝΟΥ
Μπαίνει ἡ προχτεσινὴ κομπανία, ἡ Ἀγγλίδα μητέρα
καὶ οἱ τρεῖς σκουρόχρωμοι. Κάθονται σὲ παραδιπλανὸ τραπέζι καὶ τοὺς
παρατηρῶ ἀπὸ πιὸ κοντά. Μὰ πὼς τὴν πάτησα ἔτσι, κι ὁ μεγαλύτερος
πρέπει νὰ εἶναι ἐπίσης γιὸς κι ὄχι σύζυγος. Ξανακοιτάζω τὴ γυναίκα,
προσέχω τὶς ρυτίδες καὶ τοὺς κωθόρνους. Μὰ ναί, πρέπει νὰ εἶναι σαρανταπεντάρα
ἢ καὶ πενηντάρα καὶ ὁ μεγαλύτερος ἄντρας περὶ τὰ εἴκοσι μὲ εἰκοσιδύο,
σίγουρα ὁ μεγάλος γιός, χρῶμα σκοῦρο, ἀραβικό. Κι αὐτὸς μοδάτο μαλλὶ
ὅπως ὁ ἔφηβος, σκουλαρίκι καὶ τατουὰζ στὸν λαιμό. Μὰ τατουὰζ στὸν
λαιμό, σχολιάζω, αὐτὸ θὰ πόνεσε πολύ, ἀποκρίνεται ὁ σύντροφος. Οἱ
δυὸ μεγαλύτεροι μοιάζουν ἀρκετὰ μεταξύ τους, ὁ πιτσιρικὰς εἶναι
πιὸ στρογγυλοπρόσωπος σὰν τὴ μητέρα του. Ἔχει μιὰ διάθεση σκανταλιᾶς,
κάτι τοῦ λέει ὁ στριφνὸς μεγάλος ποὺ κάθεται δίπλα του καὶ σοβαρεύεται,
ἡ μητέρα παρλάρει ἀδιάλλειπτα μὲ τὸν διπλανό της μεσαῖο γιό. Θὰ εἶναι
μουσουλμάνοι, μοῦ ἔρχεται αὐθόρμητα. Μὰ δὲν πολυμοιάζουν μὲ Ἄραβες,
θὰ εἶναι Πακιστανοί.
—Γιατί δὲν τρῶς;
Τὸ φαγητὸ μας ἔχει φτάσει καὶ δὲν τὸ ἔχω πάρει χαμπάρι.
Πολὺ φαγητό, πάλι παραγγείλαμε μία μερίδα περισσότερη
ἀπ’ ὅσο εἴχαμε ἀνάγκη, Ἕλληνες, μπά, μᾶλλον Ἑλληνάρες. Ἀπορρίπτεται
κι ἡ ἰδέα μου νὰ πάρουμε σὲ ἀλουμινένιο χαρτὶ τὰ κεφτεδάκια γιὰ τὴν
ἑπομένη, οκ, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν θὰ τὰ ἀγγίξω, λέω σὰν πεισμωμένο παιδί, μὲ
τὸ μυαλὸ σὲ ἀστέγους καὶ πρόσφυγες. Τὸ ἀπέναντι παιδὶ τρώει ἀκόμη ἀπὸ
τὴ σαλάτα τους, οἱ ὑπόλοιποι δείχνουν νὰ ἔχουν τελειώσει. Ὁ δευτερότοκος
ἐξακολουθεῖ τὴ συζήτηση μὲ τὴν Ἀγγλίδα μητέρα, ὁ μεγάλος —ποὺ κάποια
στιγμὴ εἶδα μὲ τὴν ἄκρη τοῦ ματιοῦ μου νὰ μιλάει ἔντονα γιὰ κάτι— εἶναι
σιωπηλός. Τὸ βλέμμα του βαθύ, διαπεραστικὸ καὶ μελαγχολικό, τὸ εἶχα
προσέξει καὶ προηγουμένως, ἔχει κατάθλιψη συλλογίζομαι. Χωρὶς νὰ
τὴν καταλάβω, χωρὶς νὰ τὴν προλάβω, χωρὶς νὰ τὴν προϋπαντήσω, σὰν τὶς
ριπὲς ἀνέμου στὸ νησί, ἡ ἑπόμενη σκέψη: Εἶναι ἕτοιμος γιὰ βομβιστὴς
αὐτοκτονίας, τόσο πόνο καὶ κρυμμένο θυμὸ ἐκφράζει τὸ βλέμμα του.
Εἶχα σκεφτεῖ ἀπὸ καιρὸ νὰ βάλω τὴν τηλεόραση στὸ
πατάρι. Μὰ τὸ Θεό, μὰ τὸν Ἀλλάχ, ἦρθε ἡ ὥρα της.
ΥΓ Γιάννη Σχίζα :Δεν είναι κακό το να μαθαίνουν και κάτι οι λογοτέχνες από τους φυσιολάτρες
http://oikologein.blogspot.gr/2016/09/blog-post_3.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου