ΔΕ ΘΥΜΑΜΑΙ ἂν τούτη τὴν ἱστορία τὴν
διάβασα κάπου. Καὶ πάλι, νά ’ναι ἄραγε ἀληθινή, ἢ κάποια
μυθικὴ ἀφήγηση; Κομμάτι ἀπὸ κάποιο ἀρχαῖο ἔπος μήπως, κάποιο
μυθιστόρημα; Καὶ ποιό νησὶ ἄραγε εἶναι κεῖνο ποὺ πάνω του —γιὰ
τὴν ἀκρίβεια γύρω του— συνέβησαν τὰ θλιβερὰ αὐτὰ γεγονότα;
Πάντως, ὅσο κι ἂν ἔχω ψάξει, δὲν τὴν ἔχω βρεῖ σὲ κανένα βιβλίο.
Κι ἄν μου τὴ διηγήθηκε κάποιος νησιώτης; Ἢ πάλι, τὴν εἶδα σὲ
ὄνειρο – ἤ μοῦ περιέγραψε κάποιος τὸ ὄνειρό του; Πάντως, παρὰ
τὴν ἀκαθόριστη προέλευσή της, ἢ ἴσως ἀκριβῶς γι’ αὐτό, ξυπνᾶ
μέσα μου συχνὰ καὶ ἐπίμονα, σὲ διάφορες μορφὲς καὶ παραλλαγές.
Καί, πράγματι, δὲν εἶμαι σίγουρος ἂν ἡ ἀρχικὴ ἱστορία ἦταν αὐτή,
ἢ ἂν τὴν ἔπλασα λίγο-λίγο τόσο ποὺ νὰ εἶναι πιά: ἡ δική μου ἱστορία.
Οἱ
ἄνθρωποι ποὺ κατοικοῦσαν τὸ νησὶ ἦταν φτωχοὶ κι ἡ θάλασσα ποτέ
της δὲν ἡσύχαζε, παρὰ σπάνια καὶ γιὰ λίγο μονάχα. Ὅλες οἱ δεήσεις
τοὺς εἶχαν φανεῖ μάταιες: ἡ θάλασσα ἦταν κουφή – ὅπως ἔλεγαν,
μανιασμένη καὶ θορυβώδης καθὼς ἦταν δὲν τοὺς ἄκουγε, ἔστω
κι ἂν μαζευόντουσαν καθημερινὰ καὶ κραύγαζαν μπροστά της, ἄλλοτε
ἱκετευτικὰ κι ἄλλοτε ὀργισμένα, ὅλοι μαζί – γυναῖκες, ἄντρες,
παιδιά.
Θ’ ἄκουγες τότε, μιὰ νὰ ἐκτοξεύουν κατάρες
σὰ μαστιγιὲς στὸ κύμα, μιὰ νὰ κοιτοῦν ψηλὰ καί, σὰ νὰ βλέπαν ὅλοι
κάτι μὲς στὰ σύννεφα, θά ’λεγαν: «Σὺ ποὺ μᾶς σκόρπισες ἐδῶ σὰν
τὴ βροχή, δέ μᾶς ἀκοῦς; Γιατί δὲν ἔρχεσαι πάλι νὰ μᾶς ἀγκαλιάσεις,
μόνο μᾶς ἀφήνεις νὰ σπέρνουμε τ’ ἀγόρια μας σὰν τὸ σπόρο μὲς στὸ
κύμα;» Καὶ συνόδευαν τὰ αἰνιγματικὰ αὐτὰ λόγια μὲ ἤχους καὶ
κινήσεις μιμικές: πρῶτα ἕνα μακρόσυρτο «σσσς», ἔπειτα ἁπλώνανε
τὰ δυὸ χέρια σὰν ἀγκαλιὰ κι ἔπειτα κάναν ὅλοι μαζὶ ὅτι ρίχνουν
σπόρους· τέλος, μὲ τὴν παλάμη κάθετα στὸ μέτωπο πάνω ἀπὸ τὰ
μάτια, κλαίγοντας, κοιτοῦσαν πέρα στὸν ὁρίζοντα.
Ποιά χαμένη ἀλήθεια νὰ ἔψαχναν; Πῶς τάχα εἶχαν
ἔρθει ἐδῶ; Καὶ γιατί ἤτανε τόσο βέβαιοι πὼς κάποιος τοὺς εἶχε
βοηθήσει; Ἴσως τοὺς παρέσυρε κανεὶς ὣς ἐκεῖ· μὰ μὲ ποιά ὑπόσχεση
ἢ ἀπειλή; Πάντως, ἀπὸ κάπου προέρχονταν κι αὐτοί. Γιατὶ ἀλλιῶς,
πῶς θὰ εἴχανε φυτρώσει ἐκεῖ πάνω;
Ὅπως καὶ νά ’ναι, τὸ μακάριο παρελθὸν ἦταν
μονάχα ἕνας ἀντίλαλος: ἐδῶ ὅλη τους ἡ ζωὴ περνοῦσε μὲς στὸ
φόβο, πὼς μιὰ μέρα θὰ τοὺς καταπιεῖ τὸ κύμα, ἢ πὼς θὰ χαθοῦν ἀπὸ
τὴν πείνα· μὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουν μιὰ ἐλπίδα πὼς θὰ ἐπιζήσουν: Ὅταν
ἔπεφτε ξηρασία, μαράζωναν τὰ λιγοστὰ δέντρα, τὰ ζῶα ψοφοῦσαν,
στέρευαν σιγὰ-σιγὰ τὰ πηγάδια.
Τότε λοιπὸν ἤτανε νὰ δεῖ κανεὶς κάτι ποὺ ἔμοιαζε
μὲ γιορτή: ὅλος ὁ πληθυσμὸς συγκεντρωνόταν στὴν ἀκτή. Ἀκούγονταν
ζωηρὲς κουβέντες, προσευχές, λυγμοί, μουσικές, τύμπανα. Γιατὶ
ἡ θάλασσα εἶχε γαληνέψει: ἴσως νὰ προλαβαίνανε.
Οἱ γέροντες, συγκινημένοι, ἐπαναλάμβαναν
μυστηριώδεις εὐλογίες καὶ κάτι σχεδίαζαν μὲ τὰ δάχτυλα στὰ
μέτωπα τῶν παιδιῶν τους. Τὰ μικρὰ ἀδελφάκια σφούγγιζαν τὰ μάτια
τους κρυφά – ἔπρεπε νὰ φαίνονται καὶ κεῖνα κάπως γενναῖα. Γιατὶ
σήμερα ἦταν ἡ μέρα τῆς Φυγῆς.
Ὅλα, μὰ ὅλα, τὰ νέα ἀγόρια τοῦ νησιοῦ ἔπρεπε
νὰ φύγουν γιὰ τ’ ἄγνωστο, καθένας μόνος μ’ ἕνα καραβάκι, ἀναζητώντας
ἀπάγκιο λιμάνι: μιὰ νέα, πλούσια πατρίδα. Καί, ὅσοι φτάνανε,
θὰ μένανε κεῖ γιὰ πάντα. Κανεὶς δὲ θὰ τοὺς ξανάβλεπε.
Καθὼς
τώρα κεῖνα τὰ καρυδότσουφλα ξεμάκραιναν ἀπ’ τὴν ἀκτή, θά
’βλεπες ν’ ἀνεμίζουν δεκάδες μαντήλια πολύχρωμα στὰ ξερὰ
κλαδιὰ τῶν δέντρων, καθὼς τὰ κουνοῦσαν ἀπὸ κάτω ὅλοι μαζὶ οἱ ἀνήμποροι
κάτοικοι ποὺ ἀπομείνανε, τραγουδώντας – αὐτὰ θὰ ἦταν τὰ λόγια:
«Ἔχετε γειά! Μὴν ξεχάσετε τὴ φύτρα σας. Καὶ σύ, Θάλασσα, λυπήσου
τους.»
Κι ὅμως, αὐτὸ καθόλου δὲν ἐμπόδιζε τὴ θάλασσα
νὰ ξαναφορέσει τὸ συνηθισμένο της σκοτεινὸ πέπλο, καὶ μάλιστα
πολὺ σύντομα: καθὼς ἴσως ἀκόμα κουνοῦσαν ρυθμικὰ τὰ ἰσχνὰ
δέντρα, μὲ τὰ μάτια του καθένας στυλωμένα στὸ δικό του πανὶ ποὺ
χανόταν πέρα στὸ σκοτεινὸ ὁρίζοντα· καθώς, λέω, συνέβαιναν
αὐτά – σὰν σὲ ὄνειρο, ἀπόμακρα, ἔβλεπαν τώρα τὰ καραβάκια νὰ
χοροπηδᾶνε, νὰ χτυπᾶνε μεταξύ τους, μιὰ νὰ κρύβονται στὸ νερὸ
καὶ μιὰ νὰ ξαναπροβάλλουν. Ἦταν σχεδὸν χαριτωμένο νὰ τὰ κοιτᾶς:
ὣς ἐδῶ δὲν ἔφταναν τὰ οὐρλιαχτά, τὸ τρίξιμο κι ὁ πάταγος τῶν
ξύλων ποὺ σχίζονταν, οἱ ἱκεσίες καὶ τὰ χέρια ποὺ ἀκόμα ἐξεῖχαν
ἀπ’ τὸ νερό.
Καὶ κανένα μάτι, ὅσο προσηλωμένο καὶ ἂν ἦταν
στὸ κύμα, δὲν μποροῦσε νὰ πεῖ μὲ σιγουριὰ ἂν τὸ δικό του, τὸ ἀγαπημένο
του καραβάκι εἶχε περάσει – ἀπ’ τὴν ἄλλη μεριὰ τῆς καταιγίδας.
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Θεοδόσης
Κοντάκης (Ἀθήνα, 1968, μὲ καταγωγὴ
ἀπὸ τὴν Ἱεράπετρα Κρήτης καὶ τὴ Θεσσαλονίκη). Ἔχει ζήσει
καὶ ἐργαστεῖ ὡς ἐκπαιδευτικὸς σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας.
Ἔχει ἐκδώσει τὶς ποιητικὲς συλλογές: Ἀναγνώριση ἐδάφους καὶ ἄλλα
ποιήματα (Πλανόδιον, 2009) καὶ Τελευταία ἐποχή
(Θράκα, 2016). Ἔχει ἐπίσης ἐκδοθεῖ καὶ μιὰ συλλογὴ μὲ πεζὰ κείμενά
του (νουβέλες καὶ διηγήματα): Ἑπτὰ
σπίτια, ἰδιωτικὴ ἔκδοση, 2016. Ποιήματά του ἔχουν
δημοσιευτεῖ στὰ περιοδικὰ Πλανόδιον,
Πόρφυρας,
Κουκούτσι
κ.ἀ. Ἔχει μεταφράσει γιὰ τὶς ἐκδόσεις Πατάκη τὰ βιβλία: Ὁ ναὸς τῆς Ἱερουσαλὴμ
τοῦ Simon Goldhill, Ἡ
ὡραία Ἑλένη τῆς Bettany Hughes (μαζὶ μὲ τὸν Μάνο Κοντάκη)
καὶ Τρεῖς μέρες στὴν
Ἀβάνα τοῦ Robert A. McCabe. Ἐπίσης, ἀσχολεῖται μὲ τὴ
μετάφραση ποίησης ἀπὸ τὴ γερμανική, τὴν ἰταλικὴ καὶ τὴν ἀγγλικὴ
γλώσσα.
Εἰκόνα:
Τὸ ναυάγιο τοῦ Ἔμιλυ.
Ἔργο τοῦ Louis Isabey (1803-1886).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου