του Στέφανου Σταμέλλου
Το χωριό μας ήταν καστανοχώρι, όπως και τα
περισσότερα παρατυμφρήστια χωριά και από την πλευρά της Ευρυτανίας και από την
πλευρά της Φθιώτιδας. Όλες οι οικογένειες, και οι πιο φτωχιές, είχαμε
καστανιές. Όμως είχαμε την ατυχία να δούμε τις καστανιές να ξεραίνονται σχεδόν
όλες από μια ασθένεια που δεν μπορέσαμε να την αντιμετωπίσουμε. Σήμερα υπάρχουν
ελάχιστες υγιείς και η παραγωγή είναι πολύ μικρή.
Κατ’ αρχήν το κάστανο έχει πλούσια διατροφική
αξία. Είναι ένας καρπός, θρεπτικός και νόστιμος. Διαβάζουμε
ότι «διασώζει από την πείνα τους κατοίκους φτωχών και ορεινών χωριών σε όλες
τις ηπείρους του πλανήτη» και «περιέχει κατά 50% νερό, σχεδόν σαν τον άνθρωπο,
αλλά και υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, ασβέστιο, σίδηρο, κάλιο, φώσφορο, ψευδάργυρο,
βιταμίνες» Τι άλλο θα μπορούσε να έχει;
Στην «εξοχή» εμείς είχαμε ως αρχή την
παροιμία: «το κάστανο θέλει κρασί και το καρύδι μέλι». Τα καρύδια δεν
μπορούσαμε να τους εξασφαλίσουμε το μέλι και τα τρώγαμε σκέτα. Αλλά για τα
κάστανα είχαμε το κρασί∙ και τα τιμούσαμε ανάλογα. Το κακό ήταν ότι την εποχή
που ωριμάζουν, τα κρασιά δεν έχουν βράσει ακόμα. Οπότε τα κάστανα τα τρώγαμε πίνοντας
και μούστο! Κι αυτό ήταν ένα δύσκολο μίγμα για το στομάχι …
Η πιο παλιά μας καστανιά ήταν αυτή στον «πάτο
στη Λάκα». Είχαμε μια μικρότερη στον κήπο και μερικές στο χωριό, κάτω από το
σπίτι, στις «Καστανιές». Αυτές τις θυμάμαι ελάχιστα. Η μεγάλη πρέπει να ήταν
ακρίτικη. Ακρίτικα λέγαμε όσα δέντρα δεν ήταν κεντρωμένα και τα κάστανά τους
ήταν μικρά και όχι τόσο νόστιμα ή δεν ξεφλουδίζονταν εύκολα. Φυσικά δεν ήταν
εμπορεύσιμα. Αργότερα ο πατέρας αγόρασε ένα γειτονικό κτήμα, του
Χουλιαροχρήστου, με κάποιες γέρικες καστανιές, που τις κλάδεψε και τις κέντρωσε
– καμάρωνε που είχε μεγάλη επιτυχία - και 2-3 νεότερες, που συμπλήρωσαν την παραγωγή
μας. Πολύ αργότερα φύτεψε 4-5 στη «Λάκα» και 3-4 στη «Λάκα στην Παναγιά» και
στο «Ζωρέικο». Έβαλε και μια στον κήπο, πίσω από τη γούρνα.
Αυτές ήταν οι καστανιές μας. Στην καλύτερη
χρονιά έδιναν τη δυνατότητα στους γονείς μας μετά τη δεκαετία του ’70 – ’80, να
πουλάνε κάστανα, πριν αρχίσουν να ξεραίνονται τα δέντρα. Παλιότερα, αν είχαμε
καλή παραγωγή, πηγαίναμε με τα λίγα κάστανα στον Κλειτσό και τα ανταλλάσσαμε με
πατάτες. Ανταλλακτική οικονομία. Αν είχαμε καλή παραγωγή. Κι αν οι
γκζάνες(κίσες) και τα κοράκια είχαν την καλοσύνη να μην τα φάνε. Ήταν η μόνιμη
απειλή. Βάζαμε και τσακατούρες να τα γλυτώσουμε.
Μεγάλος μπελάς ήταν για τη γιαγιά και τη μάνα,
που είχαν τη βασική ευθύνη να τα μαζεύουν καθημερινά, όταν έπεφταν, για να μην
τα τρώνε τα ζώα. «Στάχτ’ κι κουρνιαχτός, τα μπρουσουταμένα*»… η κατάρα της
γιαγιάς για τα ζώα που τρώγανε τα κάστανα. Τα κάστανα δεν διατηρούνται για πολύ.
Επειδή όμως ήταν απαραίτητη τροφή για τον χειμώνα, έπρεπε να τα διατηρήσουμε να
μην «χαλάσουν». Δύο τρόπους είχαμε. Είτε ξερά, τα βάζαμε στον ήλιο να ξεραθούν
πρώτα και μετά τα ανεβάζαμε στην κεράνη απλωμένα να μην έχει υγρασία, είτε «χλωρά»,
τα βάζαμε μαζί με τις ζήνες, τους αγκαθωτούς φλοιούς, και τα φύλλα στο χώμα και
τα σκεπάζαμε με ένα νάυλον να μην ξεπαγιάσουν με τα πρώτα χιόνια. Αυτά τα
κάναμε ψητά στη χόβολη στο τζάκι. Τα ξερά τα ξεφλουδίζαμε και τα βράζαμε. Στις
γιορτές ήταν το κέρασμα μετά το γλυκό και υποτίθεται συνόδευαν το τσίπουρο ή το
κρασί.
Η Ειρήνη μου έστειλε κάστανα από τα Πουγκάκια και
μου έφερε στη μνήμη αυτές τις εικόνες κι αυτές τις αξέχαστες εμπειρίες από τα
όμορφα εκείνα χρόνια.
Λαμία, Οκτώβρης 2017
* ταμένα στο Μοναστήρι του Προυσού…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου