[…Τὸ ἄγγιγμα ἑνὸς πολύτιμου βιβλίου
ἰσοδυναμοῦσε γιὰ τὸν Μέντελ
ὅ,τι γιὰ κάποιον
ἄλλο ἡ συνεύρεση μὲ μιὰ γυναίκα…]
Στέφαν Τσβάιχ
Ὁ παλαιοβιβλιοπώλης
Μέντελ
ΚΑΘΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ἀπὸ τὸν πάγκο, ἀνάμεσα
στὰ ράφια τοῦ βιβλιοπωλείου. Ὑπολογίζω τὸ ὕψος του, ἕνα καὶ ἑβδομήντα
πέντε, ἴσως καὶ ὀγδόντα, λεπτός, καστανὰ μαλλιὰ ἕως τοὺς ὤμους· κάποιες
στιγμὲς τοῦφες ξεφεύγουν καὶ πέφτουν στὸ πρόσωπό του, τὶς παίρνει ἁπαλὰ
καὶ τὶς στερεώνει πίσω ἀπὸ τ’ ἀφτιά. Τὰ μάτια του ἔχουν τὴν σπιρτάδα τῆς
νιότης καὶ ἐκπέμπουν τὴ σιγουριὰ πὼς κατέχουν αὐτὸ ποὺ κοιτάζουν. Οἱ
κινήσεις του γρήγορες, σβέλτες σὰν θεριστῆ· τὰ δάχτυλά του μὲ μαεστρία
χαϊδεύουν τὰ πλῆκτρα τοῦ ὑπολογιστῆ, ὅπως θὰ χάιδευαν ἕνα γυναικεῖο
σῶμα, ἐνῶ ταυτόχρονα δίνει πληροφορίες στοὺς πελάτες γιὰ τὸ ποῦ θὰ
βροῦν, ποιὸ βιβλίο.
Ἀπαντᾶ σὲ ἐρωτήσεις γιὰ βιβλία, γιὰ συγγραφεῖς, γιὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά,
γιὰ συγγράμματα, ἐγκυκλοπαίδειες, ὁδηγούς, λεξικά· σηκώνεται πάει
στὰ ράφια, προσθέτει νέα βιβλία, μετακινεῖ τὰ παλιά. Τὸ ὅλο παρουσιαστικό
του μοιάζει μὲ ἐξώφυλλο ἑνὸς ἄλλου βιβλίου ποὺ δὲν τὸ βρίσκεις στὰ ράφια,
οὔτε εἶναι διαθέσιμο γιὰ διάβασμα.
Ἀπὸ μικρὸς μπαινόβγαινε σὲ βιβλιοπωλεῖα κι ἐρωτεύτηκε τὴ γεύση τῶν
βιβλίων. Ὅταν ἄρχισε νὰ δουλεύει, βρῆκε ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ζητοῦσε. Ἡ
ὑπερβολικὴ ἀγάπη καὶ ἡ ἔγνοια του, προσέδιδε στὰ βιβλία μιὰ δική
τους, ξεχωριστὴ ζωή. Τὶς ὧρες ἐργασίας δὲν ἦταν μόνος, ἔνιωθε ὅλων
τῶν συγγραφέων τὰ μάτια καρφωμένα πάνω του· οἱ πελάτες δὲν σταματοῦσαν
νὰ μπαινοβγαίνουν, νὰ ψάχνουν, νὰ ρωτοῦν, νὰ διαβάζουν, νὰ ἀγοράζουν,
νὰ παραγγέλνουν, νὰ συζητοῦν, νὰ ἀναλύουν, νὰ ἀπορροφοῦν καὶ νὰ χορταίνουν
μὲ νέες καὶ παλιὲς ἐκδόσεις, ποὺ δὲν γνώριζαν. Τὰ βιβλία, ἔλεγε, συνδέουν
τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, τοὺς βοηθοῦν νὰ ξεπερνοῦν τὴ γεύση
τοῦ ἐφήμερου καὶ τῆς λήθης.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Λίλη Μιχαηλίδου (Λευκωσία). Ποίηση. Πεζογραφία. Ἔχει ἐκδόσει
τρεῖς ποιητικὲς συλλογές. Τελευταῖο της βιβλίο: Ἡ πόλη δὲν θέλει συστάσεις
(Μελάνι, ἀφηγήματα, 2011). Ποιήματα καὶ κείμενά της ἔχουν δημοσιευθεῖ
σὲ ἐφημερίδες καὶ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ στὴν Κύπρο καὶ στὸ ἐξωτερικὸ
καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες.
Κάθομαι στὸ καφὲ τοῦ βιβλιοπωλείου. Εἶναι γεμάτο κόσμο ποὺ ρουφάει
κι ἀπολαμβάνει τὸν καφὲ περισσότερο ἀπ’ ὅτι τὰ βιβλία. Παίρνω ἕνα
βιβλίο, τὸ φυλλομετρῶ, μὰ τὰ μάτια μου εἶναι στραμμένα πάνω του. Κάποια
στιγμὴ τὸ ἀντιλαμβάνεται, μὲ κοιτάζει καὶ χαμογελᾶ μὲ νόημα· συνεχίζει
τὴ δουλειά του. Ὁ κόσμος περιμένει οὐρὰ στὸ ταμεῖο, ὄχι γιὰ πολύ, γιατί
ἐξυπηρετεῖται γρήγορα. Ἀνάμεσά τους μιὰ νεαρή, μὲ μακριὰ ἴσια μαλλιά,
τζίν, παπούτσια πάνινα, ταγάρι σταυρωτὸ στὸν ὦμο της.
Τὰ μάτια του πέφτουν πάνω της, αὐτὴ κοκκινίζει, δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ σειρά
της, αὐτὸς βιάζεται νὰ τελειώσει μὲ τοὺς πελάτες μπροστά της, τὸ βλέπω
στὶς κινήσεις καὶ στὰ δάχτυλά του στὸ ταμεῖο. Φτάνει ἡ σειρά της, εἶναι
ἡ στιγμὴ ποὺ δὲν θέλει νὰ τελειώσει, τὸ βλέμμα του τὴ χαϊδεύει, τὰ μάγουλά
της κοκκινίζουν ἀκόμη περισσότερο. Μαζὶ μὲ τὰ βιβλία, τῆς βάζει στὴν
τσάντα κι ἕνα χαρτάκι, ἴσως τὸ τηλέφωνό του, σκέφτομαι.
Ἡ νεαρή τὰ παίρνει καὶ κάθεται στὸ τραπεζάκι δίπλα μου. Βγάζει ἕνα-ἕνα
τὰ βιβλία ποὺ ἀγόρασε, τὰ φυλλομετρᾶ, τὰ ξαναβάζει στὴν τσάντα. Στὸ
χέρι της εἶναι τώρα τὸ χαρτάκι τοῦ βιβλιοπώλη. Μὲ γρήγορη κίνηση
βάζω τὰ γυαλιά μου, τὸ ξέρω πὼς δὲν εἶναι σωστό, μὰ κάτι μὲ σπρώχνει νὰ
κοιτάξω τὸ σημείωμα, «εἶσαι ὄμορφη» γράφει, ἡ καρδιά μου σκιρτάει λὲς
καὶ εἶναι γραμμένο γιὰ μένα. Μὲ συγκίνησε, πρῶτα ἡ χειρονομία μὲ τὸ
χαρτὶ καὶ τὸ σημείωμα «εἶσαι ὄμορφη». Ὑπάρχουν ἀκόμη νέοι ρομαντικοὶ
στὶς μέρες μας; Σίγουρα ὑπάρχουν, νὰ ποὺ τὸ βλέπω μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια.
Ἡ κοπέλα διπλώνει τὸ χαρτάκι καὶ τὸ βάζει στὸ ταγάρι της. Σηκώνει τὰ
μάτια νὰ τὸν κοιτάξει. Δὲν ἦταν στὴ θέση του. Τὸν ἔψαξε μὲ τὸ βλέμμα
της. Τὸν εἶδε στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου, νὰ ἐξυπηρετεῖ μιὰ κοπέλα κατεβάζοντας
βιβλία ἀπὸ τὰ ψηλὰ ράφια. Σὲ μιὰ στιγμὴ κατεβαίνει ἀπὸ τὴ σκάλα, τὴν
παίρνει παράμερα, τὴν ἀγκαλιάζει καὶ τῆς δίνει στὰ πεταχτὰ ἕνα φιλί.
Ἡ νεαρὴ δίπλα μου παγώνει. Στὰ μάτια της ἄναψε μιὰ ἔκπληξη ἀνάμεικτη
μὲ ἀπογοήτευση. Ξαναβγάζει τὸ χαρτὶ ἀπὸ τὴν τσάντα, τὸ τσακίζει στὴ
χούφτα της, σηκώνεται καὶ τὸ πετάει πάνω στὸν πάγκο, δίπλα στὴν ταμειακὴ
μηχανή. Ὥσπου νὰ ψάξω νὰ δῶ ποῦ ἦταν ὁ βιβλιοπώλης, ἡ κοπέλα εἶχε ἤδη
βγεῖ στὸ δρόμο.
Ἔνιωσα κάτι νὰ σπάει μὲ πάταγο, σὰν ἕνας γυάλινος δίσκος μὲ πορσελάνινα
σερβίτσια νὰ γλιστράει ἀπὸ τὰ χέρια μου, νὰ πέφτει στὸ μαρμάρινο πάτωμα
καὶ τὰ κομμάτια τους νὰ ἐκτοξεύονται σὲ ὅλο το χῶρο τοῦ καφέ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου