ΞΥΠΝΑΕΙ στὸ ζεστὸ κρεβάτι. Ἡ μάννα
σηκώνεται νὰ τοῦ φτιάξει καφέ, φοράει τὴ ζεστὴ μάλλινη ρόμπα της. Τὸ
ζωηρὸ κόκκινο χρῶμα της φωτίζει γιὰ λίγο τὸ δωμάτιο. Δίνει στὸν πατέρα
τὰ ρουχαλάκια της νὰ τὴν ἀλλάξει στὸ κρεβάτι, ἐκείνη κρυώνει, κλαίει
σιγά, δὲν ξέρει πῶς νὰ τὸ πεῖ, δὲ μιλάει ἀκόμα.
«Βάλτα κάτω ἀπὸ τὸ πάπλωμα νὰ ζεσταθοῦν πρὶν τῆς τὰ φορέσεις»,
λέει ἡ μάνα γελώντας. Ἐκεῖνος περιμένοντας τὸν καφέ του, χουζουρεύει
στὰ ζεστὰ καὶ τῆς σιγοτραγουδάει κρατώντας την ἀγκαλιά.
Ξυπνάει
στὸ ζεστό της κρεβάτι μὲ τὸ τραγούδι του στ' αὐτιά της. Σηκώνεται φοράει
τὴν ζεστὴ μάλλινη ρόμπα της. Φτιάχνει καφέ.
Ψάχνει
στὸ Διαδίκτυο. Βρίσκει τὸ τραγούδι. Πατάει τὸ ψηφιακὸ Play. Τὰ ξεχασμένα
λόγια ἀκούγονται μὲ τὴ συνοδεία μιᾶς ὀρχήστρας πεθαμένης ἀπὸ χρόνια.
Μετὰ
τοὺς κερνάει καφὲ προσπαθώντας νὰ τοὺς κρατήσει γιὰ λίγο στὴν εὔθραυστη
ἐπιφάνεια τῆς μνήμης πρὶν βυθιστοῦν στὸ ἀπύθμενο φρέαρ τῆς λήθης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου