ΣΗΜΕΡΑ ΕΧΕΙ τὰ γενέθλιά του. Ἀπὸ
τὸ πρωὶ στὸ γραφεῖο δὲν ἔχει ξεκολλήσει ἀπὸ τὸν ὑπολογιστή. Δὲ δουλεύει.
Δὲν προλαβαίνει, ἔχει τόσες εὐχὲς νὰ ἀπαντήσει. Στὸ φέισμπουκ, στὸ
μέιλ, στὸ κινητό. Θὰ μποροῦσε νὰ ‘χει πάρει ἄδεια σήμερα ἀλλὰ ἡ γυναίκα
του δὲν τὸν ἄφησε. Ἔπρεπε νὰ κρατήσει τὴν ἡμέρα γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο
ταξίδι. Οἱ εὐχὲς καταφθάνουν ἀδιάκοπα. Ὁ ἦχος εἰδοποίησης εἶναι
χαμηλωμένος ἀλλὰ ἀρκετὸς γιὰ νὰ τὸν διεγείρει. Κάθε φορὰ ποὺ τὸν ἀκούει
τοῦ γαργαλᾶ τὸ στομάχι. Γι’ αὐτὸν δὲν εἶναι ἁπλὸ πράγμα νὰ ἀπαντᾶ σὲ
εὐχές. Εἶναι πολὺ προσεκτικός. Νὰ μὴν ἀδικήσει κανέναν, νὰ μὴ φανεῖ
περισσότερο ἢ λιγότερο ἐγκάρδιος, νὰ μὴ δώσει δικαιώματα. Σὲ αὐτοὺς
ποὺ γράφουν τὸ ὄνομά του στὴν εὐχή, γραφεῖ κι αὐτὸς τὸ δικό τους. Ὑπολογίζει
πάνω κάτω τὶς λέξεις καὶ ἀπαντᾶ μὲ ἀντίστοιχο νούμερο. Ἂν ἡ εὐχὴ περιλαμβάνει
χαριτωμένα εἰκονίδια, καὶ μόνο τότε, προσθέτει κι αὐτός, πάντα κάτι
καλαίσθητο. Μετρᾶ τὰ θαυμαστικὰ καὶ ἀνταποδίδει μὲ ἀκρίβεια. Σὲ γενικὲς
γραμμὲς τὰ καταφέρνει μιὰ χαρά. Ἔχει πιὰ χτίσει μέθοδο. Ἐνίοτε χαίρεται
περισσότερο μὲ τὴ μέθοδό του παρὰ μὲ τὸν κόσμο ποὺ τοῦ εὔχεται. Συχνὰ
πυκνὰ τσεκάρει τὸ ἰνμπόξ. Ξέρει πὼς ἂν ἐκείνη τοῦ στείλει θὰ τὸ κάνει
διακριτικά, μακριὰ ἀπὸ τὸ βλέμμα τῆς γυναίκας του. Ἔτσι ἐλπίζει τουλάχιστον.
Κάνει συνεχῶς ἀνανέωση στὴ σελίδα μήπως αὐτὸ φταίει καὶ δὲ φτάνει
τὸ μήνυμα. Κάθε ἀνανέωση καὶ μιὰ νέα ἐλπίδα ποὺ σύντομα διαλύεται
σὲ ἄπειρα σωματίδια σκόνης μπροστὰ ἀπὸ τὴν ὀθόνη. Εἶναι ἀκόμα πρωί,
συνεχίζει νὰ ἐλπίζει.
Ἡ γυναίκα του καρδιοχτυπᾶ μπροστὰ στὸν ὑπολογιστή. Κοιτάει
καὶ ξανακοιτᾶ τὸν τοῖχο του. Ξέρει ὅτι ἂν ἐκείνη ἐμφανιστεῖ θὰ τὸ κάνει
διακριτικά. Φοβᾶται ὅμως τὴν πρόκληση, αὐτὴ ποὺ δὲ θὰ ἀφήσει περιθώρια
γιὰ τυφλὰ σημεῖα καὶ σιωπές. Κάνει συχνὰ ἀνανέωση στὴ σελίδα. Σφίγγεται,
φαντάζεται ὅτι βλέπει τὴ φωτογραφία της, αὐτὴ μὲ τὸ κόκκινο μπικίνι
καὶ τὰ ἀτελείωτα πόδια. Πόσο ἀψεγάδιαστα εἶναι αὐτὰ τὰ πόδια. Ὧρες
ὁλόκληρες ἔμενε μπροστὰ στὴν ὀθόνη νὰ τὰ χαζεύει. Ὑπάρχουν φορὲς
ποὺ χαίρεται πολὺ ποὺ ὑπάρχουν τόσο τέλεια πόδια. Χαίρεται νὰ τὰ βλέπει.
Σήμερα ὅμως τρέμει. Τρέμει καὶ μόνο στὴν ἰδέα τους. Ἀκόμα δὲν ἔχουν
φανεῖ. Εἶναι πρωί. Συνεχίζει νὰ τρέμει.
Εἶναι μεσημέρι. Ἐκείνη τρέμει ἡμίγυμνη πάνω σε ἕνα κρεβάτι.
Τρέμει καὶ βογγάει. Τὸ σῶμα της εἶναι ὑγρὸ καὶ γυαλίζει ἔντονα κάτω
ἀπὸ τὸ φῶς. Κλείνει τὰ μάτια. Τὸ φῶς φαίνεται νὰ τὴν ἐνοχλεῖ. Τὰ μακριά
της πόδια διπλώνουν πρὸς τὸ στῆθος της. Τὸ σῶμα της μοιάζει νὰ βρίσκεται
σὲ μιὰ ἐπώδυνη ἔκσταση σὰν νὰ δονεῖται ἀπὸ μέσα πρὸς τὰ ἔξω. Ξάφνου ἡ
ἀνάσα της γίνεται γρήγορη, τόσο γρήγορη. Δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἐκτονωθεῖ
σὲ ἕνα πηγαῖο οὐρλιαχτό.
Εἶναι μεσάνυχτα. Ἐκεῖνος κλείνει τὸν ὑπολογιστὴ μοιρασμένος
ἀνάμεσα στὴν ἀνακούφιση καὶ τὴν ἀπογοήτευση. Ὁ διχασμὸς του γίνεται
ἀντιληπτὸς ἀπὸ τὴ γυναίκα. Καταλαβαίνει. Τὸν πλησιάζει. Ἀγκαλιάζονται.
Συζητοῦν γιὰ χριστουγεννιάτικους προορισμούς.
Ἐκείνη μᾶλλον κοιμᾶται. Τὰ πόδια της, ἀνήσυχα προσπαθοῦν νὰ ἀπελευθερωθοῦν
ἀπὸ τὸ λευκὸ σεντόνι. Μοιάζει νὰ ζεσταίνεται. Δίπλα της, τὸ νεογέννητο
κοιμᾶται βαθιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου