Προχωροῦσε μὲ σκυμμένο κεφάλι ποὺ σχεδὸν ἄγγιζε τὴ γῆ.
Ὁ ἄντρας χωμένος μέσα στὸ παλτό του προσπαθοῦσε νὰ προστατευτεῖ ἀπὸ
τὸν παγωμένο ἀέρα καὶ τὸ χιόνι ποὺ τοὺς μαστίγωνε.
Κρατοῦσε τὰ γκέμια καὶ κάποτε ἔδινε μιὰ καμουτσιὰ στὰ ὀπίσθια τοῦ
ζώου.
Ἐκεῖνο ἔκανε προσπάθεια νὰ ταχύνει τὸ βηματισμό του.
Ὁ δρόμος ἦταν ἀνηφορικός.
Μέσα στὸ μισοσκόταδο οἱ δυό τους ἔμοιαζαν ἑνωμένοι, σὰν ἕνας
μαυριδερὸς ὄγκος ποὺ κινιόταν ἀργὰ ἀλλὰ σταθερὰ ἐνάντια στὴ
χιονοθύελλα καὶ τὸν κρύο ἀέρα ποὺ τοὺς διαπερνοῦσε.
Τὸ ἄλογο ἔστρεφε ποὺ καὶ ποὺ τὸ κεφάλι πρὸς τὸ πλάι, σὰν νὰ ἤθελε νὰ
τὸν δεῖ, σὰν νὰ ἤθελε νὰ τὸ δεῖ.
Ἐκεῖνος κοιτοῦσε μόνο κάτω, τὸ ἄλογο ἤξερε τὸν δρόμο.
Σκεφτόταν πὼς δὲν ὑπῆρχε κανένα νόημα σὲ αὐτὴ τὴν προσπάθεια χωρὶς
προορισμό.
Δὲν εἶχαν νὰ πᾶνε πουθενά, δὲν ὑπῆρχε κανεὶς νὰ τοὺς περιμένει.
Ὁ ἄντρας σήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ τὸ κοίταξε μὲ οἶκτο.
Ἦταν χρόνια μαζί, σὲ καλοὺς καιρούς, στὴ δουλειά, στὴ βόλτα.
Κατέβηκε καὶ τὸ πλησίασε.
Γονάτισε μέσα στὸ χιόνι δίπλα του καὶ τοῦ χάιδεψε τὴ χαίτη.
Ἦταν μόνοι πιά.
Ἔβγαλε τὰ γάντια ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ τὸ ἔλυσε ἀπ’ τὸ ζυγό.
Ἐκεῖνο ἔπεσε στὸ πλάι.
Ξάπλωσε δίπλα του κάτω ἀπ’ τὸ μουντὸ οὐρανό.
Ἄνθρωπος καὶ ζῶο ἔμπλεξαν τὰ τέσσερα ἄκρα τους καὶ ἔνιωσαν τὴ
ζεστασιὰ ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου.
Τὸ ζῶο τὸν κοιτοῦσε στὰ μάτια μὲ εὐγνωμοσύνη. Τὸ ἴδιο καὶ αὐτός.
Ὁ παγωμένος ἀέρας θέριζε τὰ κορμιά τους. Τὸ χιόνι τοὺς σκέπαζε.
Ἔμειναν ἀκίνητοι νὰ κοιτιοῦνται μέσα στὸ λιγοστὸ φῶς .
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἔνοιωσε μέσα του καλά, ὅπως ὅταν εἶσαι στὸ σπίτι μὲ
φίλους.
Εἶναι ὡραῖος τρόπος νὰ πεθαίνεις, εἶπε στὸ ἄλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου