ΤΟ ΣΠΙΤΙ ἦταν ἀνάμεσα στὸ καρβουνάδικο
καὶ τὴ γωνία τῆς στενῆς γέφυρας πάνω ἀπὸ τὸ χείμαρρο ποὺ κατεβαίνει
ἀπὸ τοὺς βορινοὺς λόφους τῆς πόλης. Σπίτι ξύλινο, σὲ καλὴ κατάσταση,
δίπατο, ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς Τουρκίας. Σφαλισμένα τὰ παντζούρια. Ἕνα
πεῦκο πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἕνα λιγνὸ πλατάνι, ποὺ ἔβγαινε μέσα ἀπὸ
τὸ ρέμα, ρίχναν τὸν ἴσκιο τους πάνω στὰ κεραμίδια, καθὼς τὸ φεγγάρι,
σχεδὸν γεμάτο, φώτιζε ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι, στὴν ἄλλη ὄχθη, καπναποθῆκες.
Μιὰ παλιὰ Μερσεντὲς ἦρθε ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Ἁγίου Παύλου. Κατέβηκαν
τρεῖς. Στάθηκαν γιὰ λίγο στὴ γωνιὰ ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι, μετὰ ὁ ἕνας
πῆγε καὶ στάθηκε στὴ γωνιὰ τοῦ καρβουνάδικου κι ὕστερα ἀπὸ νόημα τῶν
ἄλλων πέρασε ἀπὸ ἕνα διπλανὸ τοῖχο καὶ πῆγε πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι. Τὸ
σπίτι κατάκλειστο φάνταζε ἔρημο. Ὁ ἄλλος ἔφτασε στὴ γέφυρα, στάθηκε
στὴ γωνιὰ τῆς καπναποθήκης πάνω ἀπὸ τὸ ρέμα. Αὐτὸς ποὺ ἔμεινε κοίταζε
ἐπίμονα τὸ σπίτι, ἀπὸ τὸ δρόμο ποὺ πάει γιὰ τὸν Προφήτη Ἠλία πέρασαν
ἄνθρωποι, αὐτὸς γύρισε τὴν πλάτη του κι ἔκανε πὼς κάτι ψάχνει στὸ αὐτοκίνητο.
Ὁ ἄλλος τοῦ ἔκανε νόημα πὼς ὁ πρῶτος εἶχε τὴ θέση του πίσω ἀπὸ τὸ σπίτι.
Τότε μὲ ἀργὰ βήματα προχώρησε, στὸ χέρι κρατοῦσε περίστροφο. Τὸ
φεγγάρι στὸν οὐρανὸ λιωμένος ἀσβέστης. Χτύπησε τὸ ἐπιθύριο χεράκι
τῆς πόρτας καὶ ἔκανε λίγο πίσω, καμιὰ κίνηση μέσα στὸ σπίτι, χτύπησε
μὲ κλοτσιὰ αὐτὴ τὴ φορὰ τὴν πόρτα, ψυχή, ἀπομακρύνθηκε λίγο καὶ ξαναχτύπησε
πάλι μὲ κλοτσιά, πιὸ δυνατὰ αὐτὴ τὴ φορά. Ἡ πόρτα ἦταν ἕτοιμη νὰ γκρεμιστεῖ,
ὅταν φάνηκε στὸ βάθος, ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς πόρτας, ἕνα ἀμυδρὸ φῶς, ἀλλὰ
τὴν ἴδια στιγμὴ αὐτὸς ποὺ στεκόταν στὴ γωνιὰ τοῦ καπνομάγαζου φώναξε:
«Πήδηξε στὸ ρέμα.» Κάποιος ἀπὸ ἕνα μικρὸ χαμηλὸ παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ
πήδηξε μ' ὁρμὴ στὰ νερὰ καὶ τὰ σκουπίδια. Ἀμέσως αὐτὸς ποὺ φώναξε πιάστηκε
ἀπὸ τὰ σιδερένια κάγκελα τῆς γέφυρας κι ἄρχισε νὰ κατεβαίνει στὸ
ρέμα. Ὁ κυνηγημένος ἤδη ἔτρεχε γρήγορα πατώντας σὲ μέρη ποὺ θὰ 'πρεπε
νὰ γνωρίζει καλά. Ὁ ἄλλος, ποὺ ἦταν στὸ πίσω μέρος τοῦ σπιτιοῦ, περνώντας
ἕνα τοιχάκι, μπῆκε στὸ ρέμα. Αὐτὸς ποὺ χτυποῦσε θέλοντας νὰ παραβιάσει
τὴν πόρτα, μόλις ἄκουσε πὼς κάποιος πήδηξε στὸ ρέμα, ἔτρεξε στὴν ἄλλη
πλευρὰ τῆς γέφυρας, προσπαθοῦσε νὰ δεῖ τί γίνεται, φωνάζοντας: «Σταματῆστε
τον.» Στὸ ἄσπρο φῶς φαινόταν καθαρὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔτρεχε μὲς στὸ ρέμα,
«Γαμημένε, θὰ πεθάνεις», φώναξε καὶ πυροβόλησε ἀπὸ τὴ γέφυρα. Ὁ
κυνηγημένος ἐξακολουθοῦσε νὰ τρέχει. Κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα φάνηκαν
τώρα οἱ δικοί του, αὐτὸς ἀπὸ τὴ γέφυρα πέρασε στὸ διπλανὸ δρομάκι,
μέσ' ἀπὸ κάτι ροδιές, τρέχοντας νὰ τὸν προλάβει σὲ μιὰν ἄλλη γέφυρα
λίγο πιὸ κάτω, δίπλα στὸν παλιὸ καμένο κινηματογράφο Πατέ. Ὁ κυνηγημένος
ἔτρεχε μὲ δύναμη, πίσω του ἄκουγε τοὺς ἄλλους κι ἕναν ἀκόμη πυροβολισμό,
ἔπρεπε κάπου νὰ χωθεῖ, ἔτρεχε κι ἔπρεπε νὰ πάρει μιὰν ἀπόφαση, τὰ
πόδια του γυμνὰ δὲ θὰ τὸν βοηθοῦσαν γιὰ πολὺ ἀκόμη, μέσα σὲ σκουπίδια
καὶ χαλίκια καὶ τενεκέδες, ὅμως δὲν εἶχε πολλὲς ἐπιλογές, ἢ θ' ἀνέβαινε
ἔξω ἀπὸ τὸ ρέμα ἀπὸ κάτι πέτρινα σκαλοπάτια στὸν κῆπο τῆς ταβέρνας
τοῦ Ἀνθήλαου, στὴ γέφυρα ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Πατέ, ἢ παρακάτω, ἀλλὰ
μακριά, κοντὰ στὰ μπορντέλα. Τοῦ ἔμενε ἡ πρώτη ἔξοδος. Ὁ ἄλλος, ποὺ ἔκοψε
δρόμο μέσ' ἀπὸ τὶς ροδιές, ἔφτασε στὴ γέφυρα τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς βρισκόταν
ἤδη στὴν κορυφὴ τῆς σκάλας, μακριὰ ἔρχονταν τρέχοντας μέσα στὸ ρέμα
οἱ ἄλλοι, πυροβόλησε, αὐτὸς ποὺ ἦταν στὴ σκάλα χάθηκε πίσω ἀπὸ κάτι
δέντρα τοῦ κήπου. Ὁ ἄλλος ποὺ πυροβόλησε ἔτρεξε στὴν ταβέρνα, μπῆκε
μέσα καὶ πέρασε στὴν πίσω πλευρά, ἄνοιξε τὴν τζαμωτὴ πόρτα τοῦ βάθους
καὶ βγῆκε στὸν κῆπο. Ὁ ταβερνιάρης καὶ κάνα-δυὸ πελάτες πάγωσαν μὲ τὴν
παρουσία τοῦ Χίτη. Τὸν βρῆκε πεσμένο στὴ μέση της μικρῆς αὐλῆς. Τὴν αὐλὴ
τὴν κλεῖναν δυὸ τοῖχοι ἀπὸ καπναποθῆκες καὶ τὸ ρέμα μὲ τὶς ροδιές.
Πλησίασε, ἄκουσε ἕνα μουγκρητό, μὲ δύναμη τοῦ 'δωσε μιὰ κλοτσιὰ στὸ
κεφάλι, ὁ πεσμένος φοροῦσε παλιὸ μπαλωμένο πουκάμισο, χακὶ παντελόνι
ποὺ τὸ 'χε δεμένο στὴ μέση του μὲ σκοινί, κι ἦταν ξυπόλυτος. Τὰ χέρια
του, οἱ παλάμες, σὰν πλατανόφυλλα. Στὸ πεζούλι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς σκάλας
φάνηκαν τὰ κεφάλια τῶν ἄλλων ποὺ βγαῖναν ἀπὸ τὸ ρέμα, λαχανιασμένοι,
τοὺς ἔριξε μιὰ ματιὰ καὶ ἄδειασε τὶς ὑπόλοιπες σφαῖρες στὸ κεφάλι τοῦ
πεσμένου.
Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Σταθερὴ ἀπώλεια (ἐκδ.
Νεφέλη, 2001).
Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου (Καβάλα, 1935). Ποίηση, Διήγημα. Οἱ γονεῖς του ἦταν
πρόσφυγες ἀπὸ τὴν Καππαδοκία καὶ τὸν Πόντο. Τὸ 1944 χτυπήθηκε ἀπὸ
γερμανικὴ χειροβομβίδα καὶ ἔχασε τὸ ἀριστερό του χέρι. Σπούδασε
στὴν Ἀνώτατη Σχολὴ Οἰκονομικῶν καὶ Ἐμπορικῶν Ἐπιστημῶν Ἀθηνῶν.
Ἀπὸ τὸ 1971 ζεῖ στὴ Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στὰ γράμματα
στὴν Καβάλα, τὸ 1962, μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ Ἔγκλειστοι. Ἀκολούθησαν
οἱ ποιητικὲς συλλογὲς Χωροστάθμηση
(Καβάλα, 1965), Τὰ κύματα
καὶ οἱ φωνές (Θεσσαλονίκη, 1971) κ.ἄ. Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση:
Ἔσχατη ὑπόσχεση
(1958-1992) (ἐκδ. Νεφέλη, 1996). Δημοσίευσε καὶ τὰ πεζὰ
Ὁ χῶρος τῆς Ἰωάννας καὶ
ὁ χρόνος τοῦ Ἰωάννη (ἐκδ. Ἐγνατία, 1980), Σταθερὴ ἀπώλεια (διηγήματα,
ἐκδ. Καστανιώτη, 1992), Σπαράγματα
(νουβέλα, ἐκδ. Νεφέλη, 1997), Διέφυγε
τὸ μοιραῖον (διηγήματα, ἐκδ. Νεφέλη, 2003) κ.ἄ.
Ἔκανε
ἕνα-δυὸ βήματα πίσω, σήκωσε τὸ δεξί του πόδι καὶ σκούπισε τὸ παπούτσι
του στὴ γάμπα τοῦ ἀριστεροῦ του ποδιοῦ. Ἔκανε νόημα νὰ τὸν πάρουν. Γύρισε
καὶ βγῆκε ἔξω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου