ΓΡΗΓΟΡΑ! Τὸ ὀξυγόνο καὶ μιὰ καρδιοτονωτική!...
Ἑτοίμασε καὶ τὸν ὀρό! Στὴν ἄκρη, κάντε χῶρο... Ἔλα, μὴ χαζεύεις, πιάσε
τὸ οἰνόπνευμα...
Πανικὸς ἐπικρατοῦσε στὴν ἀσφυκτικὰ μικρὴ κάμαρη μὲ τὴν ἔντονη
μυρωδιὰ τοῦ ἀντισηπτικοῦ – ἰατρεῖο, ἔγραφε μὲ κόκκινα, κεφαλαῖα
γράμματα ἡ στραβοκαρφωμένη ξύλινη πινακίδα στὴν πόρτα. Φύλακες καὶ
φυλακισμένοι. Ὁ ἕνας φώναζε στὸν ἄλλον καὶ ὅλοι μαζὶ στὸ πουθενά.
Μόνον ὁ κρατούμενος ποὺ ἐργαζόταν σὰν νοσοκόμος φαινόταν νὰ ξέρει
κάπως τί τοῦ γίνεται καὶ κατάφερνε νὰ κάνει κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἴσως ἔπρεπε
νὰ γίνουν.
— Ἐσὺ νὰ τοῦ τρίβεις συνέχεια τὰ πόδια, γιὰ νὰ τονώσουμε τὴν κυκλοφορία
τοῦ αἵματος, εἶπε σὲ μένα, ποὺ εἶχα μείνει ἀποσβολωμένος μπροστὰ σ'
ὅλο αὐτὸ τὸ χάος γύρω ἀπὸ τὸ ἀναίσθητο σῶμα.
Τὶς σαπουνάδες ξέπλενα ἀπὸ τὸ κεφάλι μου ὅταν τὸν εἶδα, γυμνό,
νὰ σπαρταράει σὰν ψάρι στὸ βρόμικο πάτωμα, μπροστὰ ἀπὸ τὸ διαχωριστικὸ
τῶν λουτήρων. Στὴν ἀρχὴ τά 'χασα —γιὰ μπάνιο εἴχαμε ἔρθει—, μετὰ εἶδα
τὴ σύριγγα μέσα στὰ νερά. Προσπάθησα νὰ τὸν σηκώσω μὰ δὲν τὰ κατάφερα
κι ἔπεσα πάνω του· ἔβαλα τὶς φωνές...
Σ.τ.σ. Ἡ ἡρωίνη στὴ γλώσσα τῶν
τοξικομανῶν λέγεται καὶ "παραμύθα".
Πηγή: Ὁ γενναῖος ποὺ δὲν εἶμαι (ἐκδόσεις
Ἐντευκτηρίου, 1995). Πρώτη δημοσίευση: περ. Ἐντευκτήριο, ἀρ. 28-29, Φθινόπωρο-Χειμώνας
1994.
Δημήτρης Παστουρματζῆς (Σέρρες, 1964). Ἔκανε φυλακὴ, ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὶς
Σέρρες. Συμμετεῖχε στον συλλογικὸ τόμο Κασσαβέτεια
(1998).
— Μὴ σταματᾶς, μοῦ εἶπε ὁ νοσοκόμος, ὅπου νά 'ναι πρέπει νὰ ἔρθουν
νὰ τὸν πάρουν.
Τὰ πράγματα εἶχαν ἠρεμήσει κάπως ἀφότου τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω καὶ
τώρα μὲ βοηθοῦσε, ἂν καὶ μᾶλλον ἐλάχιστα ἦταν αὐτὰ ποὺ μποροῦσε ἀκόμη
νὰ κάνει.
— Τί βάρεσε; Πρέζα; μὲ ρώτησε.
— Δὲν ξέρω... Ὅ,τι σκατὸ ἔβρισκε, τὸ βαροῦσε.
— Τί τὴν ἔκανες τὴ σύριγγα;
— Τὴν ἔκρυψα — αὐτὸν ἤξερα ὅτι μποροῦσα νὰ τὸν ἐμπιστεύομαι.
— Καλὰ ἔκανες. Τὸν φέρατε γρήγορα καὶ μπορεῖ νὰ τὴ γλιτώσει, μὴν
φορτωθεῖ καὶ νέα δικογραφία.
Καὶ μοῦ τό 'χε ὁρκιστεῖ ὁ μαλάκας πῶς τὸ ἔκοψε...
Δὲν εἶχαν περάσει καλὰ-καλὰ δύο μῆνες ἀπὸ τὴν τελευταία φορὰ
ποὺ μοῦ 'χε μείνει πάλι στὰ χέρια. Παρὰ τρίχα τὴν εἶχε γλιτώσει καὶ δὲν
ἔπεσε σὲ κῶμα, ἂν καὶ στὸ τέλος εἶχα ἀναγκαστεῖ νὰ τὸν κόψω στὸ χέρι.
Τοῦ εἶχα βουτήξει τὸ κεφάλι σ' ἕνα βαρέλι μὲ νερό, τὸν περπάτησα ὑποβαστάζοντάς
τον, τὸν χαστούκισα, τοῦ μιλοῦσα ὧρες ὁλόκληρες γιὰ νὰ τὸν κρατήσω
ξύπνιο, καὶ ὅταν μὲ τὰ πολλὰ συνῆλθε, τὸ μόνο ποὺ βρῆκε νὰ πεῖ ἦταν πὼς
τοῦ εἶχα χαλάσει τὸ μεγάλο ταξίδι στὸ ἀσυνείδητο. Μὲ τὸ ζόρι κρατήθηκα
καὶ δὲν τοῦ ἔχωσα καμιὰ μπουνιὰ στὴ μούρη.
Εἶχα καταντήσει γκουβερνάντα του ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας μέρα ποὺ
τὸν φέραν στὴ φυλακή, σὲ ἄθλια κατάσταση ἀπὸ τὸ προχωρημένο σύνδρομο
στέρησης. Χεζόταν πάνω του, ξερνοῦσε πάνω μου, αἱμορραγοῦσε, ψηνόταν
στὸν πυρετό· κατακαλόκαιρο καὶ δὲν τοῦ φτάναν τρεῖς κουβέρτες. Φάρμακα,
κομπρέσες, ξενύχτια. Πλύν' τον, ἄλλαξέ τον, σκέπασέ τον... Τί νὰ τὸν ἔκανα...
Τὸν ἤξερα ἀπὸ «ἔξω». Συμμαθητὲς στὸ Γυμνάσιο κι ἀργότερα στὴν
ἴδια παρέα ἐκκολαπτόμενων ἐγκληματιῶν. Σὰν νὰ ἦταν μόλις χθὲς —κι
ἂς εἶχαν περάσει δέκα χρόνια— ποὺ εἶχα ἀνακαλύψει τὴ χρήση τῆς σύριγγας
καὶ τῆς ἡρωίνης καὶ σ' ἕνα ἄθλιο ὑπόγειο ἀποκάλυπτα τὶς παραμυθένιες*
της ἰδιότητες σὲ ἄλλους πέντε ἢ ἕξι τῆς παρέας. Δυστυχῶς, μάθαινε
κι αὐτὸς τὸ ἴδιο εὔκολα...
— Ἂν ἀργήσουν κι ἄλλο, θὰ μᾶς μείνει στὰ χέρια, εἶπε ὁ νοσοκόμος
καὶ βγῆκε ἔξω.
Εἶχε ἀρχίσει νὰ μελανιάζει καὶ μὲ τὸ ζόρι καταλάβαινες ὅτι ἀναπνέει.
Μὲ πιάσαν τὰ κλάματα. Ἤθελα νὰ τὸν ἀγκαλιάσω, νὰ τοῦ πῶ «Μὴν παραδίνεσαι».
Κάποιος μὲ τράβηξε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ ἕνας ἄλλος ἀπὸ τὸν ὦμο. Φωνὲς
καὶ πανικὸς πάλι.
— Γρήγορα, στὸ ἀσθενοφόρο...
— Στὴν ἄκρη, νὰ βγεῖ τὸ φορεῖο...
— Γρήγορα...
Ἔμεινα νὰ κοιτάζω τὸ πάτωμα.
— Ἡσύχασε, θὰ τὴν πηδήξει. Ἐσὺ ἕτοιμασου, γιατί θὰ σὲ φωνάξουν
νὰ δώσεις κατάθεση, εἶπε κάποιος πίσω μου.
Κούνησα τὸ κεφάλι μηχανικά. Στ' αὐτιά μου μιὰ ἄλλη φωνή, ξεψυχισμένη
κι ἀπόμακρη, ἐκεῖ στὸ μπάνιο, λίγο προτοῦ χάσει τὶς αἰσθήσεις του:
«Μὴν προσπαθεῖς, ἔτσι κι ἀλλιῶς χαμένοι εἴμαστε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου