Στὴν Ἡρὼ
Νικοπούλου
μὲ ἀφορμὴ
τὸ ὁμότιτλο ζωγραφικὸ της ἔργο
ΣΗΜΕΡΑ ΗΤΑΝ ἡ ὁρισμένη μέρα. Σήμερα
θὰ ἐπιχειροῦσε νὰ ἀλλάξει τὴν συνηθισμένη καθημερινὴ πορεία του
σὲ μία ἀκροβασία ἐκτὸς διαδρομῆς. Σήμερα θὰ ἔκανε τὴν πρώτη του ἀτομικὴ
προσπάθεια, χωρὶς κοινό, ἤ, μᾶλλον, μὲ τὸν ἑαυτό του ὡς μόνο καὶ ἀποκλειστικὸ
θεατή· θεατὴ καὶ θεώμενο συνάμα.
Ὅλα ἦταν κανονισμένα. Τὸ εἰδικὸ σκοινὶ εἶχε τεντωθεῖ ἀνάμεσα
στὰ δύο μεγαθήρια ἤδη ἀπὸ τὴν προηγουμένη. Χωρὶς νὰ τὸν ἀντιληφθεῖ
κανείς, τὸ εἶχε στερεώσει στὶς φτιαγμένες ἀπὸ τὸν ἴδιο ὑποδοχές, ὅπως
εἶχε δεῖ τόσες φορὲς νὰ γίνεται στὴ δουλειά του, στὸ τσίρκο, ἀπὸ τοὺς
τεχνικούς. Ἂν πετύχαινε ἐτούτη ἡ ἀπόπειρα, θὰ ἐπαναλάμβανε τὴν ἴδια
διαδικασία, μεθοδικὰ καὶ μὲ ὑπομονή, καὶ στὰ ὑπόλοιπα ψηλὰ κτήρια
τῆς πόλης. Ἦταν τόσα πολλά. Ἔφταναν γιὰ μιὰ ὁλόκληρη ζωή. Γιὰ ὁλόκληρη
τὴν δική του ζωή, τουλάχιστον.
Πλύθηκε, ἔφαγε τὸ ἀγαπημένο του πρωινὸ καὶ ἔκανε τὴν τουαλέτα
του σχολαστικά, χωρὶς ἄγχος. Τὰ πράγματα εἶχαν μπεῖ σὲ μιὰ σειρά. Οἱ ἀποφάσεις
εἶχαν παρθεῖ.
Ξεκρέμασε τὴν φορεσιά του καὶ τὴν χάζεψε γιὰ λίγο. Ὅλες αὐτὲς τὶς
ἡμέρες ἀπὸ τότε ποὺ τὴν εἶχε ἀγοράσει δὲν χόρταινε νὰ τὴν κοιτάζει.
Τὸ στενὸ ἐλαστικὸ ποδηλατικὸ παντελονάκι ἦταν τὸ κατάλληλο μαῦρο
φόντο γιὰ τὴν ἀραδωτὴ ἄσπρο-μαῦρο καὶ φωσφοριζὲ πορτοκαλὶ μπλούζα
του μὲ τὰ ἀσορτὶ ἀθλητικὰ ποδηλατικὰ παπούτσια. Τοῦ ἄρεσε νὰ παρομοιάζει
τὸν ἑαυτό του μὲ ἀγριομέλισσα (ὄχι μὲ σφήκα) ποὺ θὰ πετοῦσε μὲ τὸν
δικό της τρόπο πάνω ἀπὸ τὸ τσιμέντο στὸν ἀνοιχτὸ οὐρανό, ἐλεύθερη
πιὰ ἐπιτέλους ἀπὸ τὶς σκιὲς τῶν κτιρίων.
Ντύθηκε καὶ ἄλειψε τὸ πρόσωπο καὶ τὰ γυμνὰ σημεῖα τοῦ σώματός
του μὲ ἕνα καλὸ ἀντηλιακό. Ἔστω καὶ τὰ ἐλαφρᾶς μορφῆς ἐγκαύματα δὲν
θὰ ἀποτελοῦσαν παράσημο.
Ἦταν ἕτοιμος. Ἔξω εἶχε ξημερώσει γιὰ τὰ καλά. Πῆρε τὸ ποδήλατό
του καὶ ἀνέβηκε μὲ τὸν ἀνελκυστήρα στὴν ταράτσα. Αὐτὴν τὴν φορά, λοιπόν,
θὰ χρησιμοποιοῦσε τὸ ἐργαλεῖο τῆς δουλειᾶς του ὄχι γιὰ τὰ πρὸς τὸ ζῆν,
οὔτε γιὰ τὸν συχνὰ ἐπιδιωκόμενο ἴλιγγο τοῦ κινδύνου, ἀλλὰ ὡς διέξοδο
πρὸς τὴν ἐλευθερία. Θὰ δούλευε γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ἐλευθερία του.
Τί πιὸ πρωτότυπο ἀπὸ αὐτό;
Βεβαιώθηκε ὅτι ὁ μηχανισμὸς τῆς ἀνάκλησης λειτουργοῦσε σωστά.
Εἶχε συνδέσει τὸν διακόπτη ποὺ δημιουργοῦσε τὴν παλινδρομικὴ κίνηση
τοῦ ποδηλάτου του μὲ τὸ φρένο καὶ τὸ τιμόνι. Ἂν κάτι δὲν πήγαινε καλά,
ἀντὶ νὰ γείρει θὰ γύριζε κατευθείαν πίσω.
Ἕνας μόνον ἦταν ὁ φόβος του. Ἕνας, ἀλλὰ φαρμακερός. Ἂν μπλοκάριζε
ὁ μηχανισμός, θὰ ἦταν ἀναγκασμένος νὰ πηγαινοέρχεται ἀνάμεσα στὰ
κτήρια ἐξακολουθητικά, πάλι καὶ πάλι, ἱπτάμενος ποδηλάτης αἰχμάλωτος
τῆς δίψας του γιὰ ἐλευθερία, ὥσπου κάποιος νὰ τὸν δεῖ καὶ νὰ τὸν ἀπεγκλωβίσει
ἀπ’ τὸ κενό.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, τόσο πολὺ τὸν εἶχε τυραννήσει αὐτὸς ὁ φόβος ὅλον
τὸν καιρὸ κατὰ τὸν ὁποῖο ἐπεξεργαζόταν τὸ ἐγχείρημά του, ὥστε εἶχε
ἀρχίσει νὰ ἐξοικειώνεται μὲ τὴν ἰδέα. Καλύτερα νὰ παλινδρομεῖ
στοὺς αἰθέρες παρὰ στοὺς δρόμους καὶ στὰ πεζοδρόμια, στὰ δωμάτια καὶ
στὶς πλατεῖες, ἐκεῖ κάτω χαμηλά, στὴν σκιὰ τῶν τσιμέντων. Θὰ τὸν ἀντιλαμβάνονταν
κάποια στιγμή, θὰ τὸν ἀπαγκίστρωναν, ζωντανὸ ἢ νεκρό. Μέχρι τότε, θὰ
εἶχε προλάβει νὰ εἰσπνεύσει ἀρκετὴ ξενοιασιά, ἀρκετὴ ἀδιαφορία
γιὰ ὅλα, ἀρκετὴ ἠρεμία τοῦ μυαλοῦ καὶ τῶν ἐσωτερικῶν του ὀργάνων.
Μέσω τῆς δουλειᾶς του στὴν ἐλευθερία. Θὰ τὸ εἶχε καταφέρει. Τοῦ ἄρεσε
πάντοτε τόσο πολὺ ἡ ποδηλασία στὰ ψηλά. Θὰ ἦταν ἕνα ὡραῖο ἀντίο.
Πεντὰλ καὶ φύγαμε…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου