ΕΓΩ, ΚΥΡ’ ΑΣΤΥΝΟΜΕ, γεννήθηκα τὸ
1959, σὲ ἕνα παραθαλάσσιο χωριό, κοντὰ στὴν Ἠγουμενίτσα. Στὰ χωριά,
ὅπως ξέρεις, ὅλοι ἔχουνε τὸ παρατσούκλι τους. Ἐμένα μὲ φώναζαν ὁ
«δεκατριάρης». Γιατί; Γιατί κάποτε εἶχα πιάσει ἕνα δεκατριάρι στὸ
Προπό, μὴ φανταστεῖς πολλὰ λεφτά, καὶ ἀπὸ τότε ἔπαιζα μπὰς καὶ
πιάσω τὰ πολλὰ ἑκατομμύρια. Θὰ πέσει ἔλεγα, ποῦ θὰ μοῦ πάει. Ἔτσι μοῦ
βγῆκε τὸ παρατσούκλι. Πολλοί, ἀπὸ τότε, μὲ κορόιδευαν κιόλας. Δὲν
μοῦ ἄρεσε αὐτό. Πολλὲς φορὲς τά ’παιρνα στὸ κρανίο καὶ τσακωνόμουνα.
Τὸ ἐπάγγελμά μου ἦταν ψαράς. Ἀπὸ μικρὸς στὴ θάλασσα. Τὴ δουλειὰ
τὴν ἔμαθα ἀπὸ τὸν πατέρα μου.
Δὲν ἤθελα τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ εἶμαι μέσα στὴ θάλασσα καὶ νὰ ψαρεύω.
Νὰ πετᾶνε πάνω μου οἱ γλάροι καὶ νὰ μὲ χτυπάει ἡ ἁρμύρα στὸ πρόσωπο.
Τὸ σχολεῖο δὲν μ’ ἄρεσε. Δὲν μὲ χώραγε ὁ τόπος ἐκεῖ μέσα. Δὲν μ’
ἄρεσε αὐτὴ ἡ πειθαρχία, οἱ φωνὲς ἀπὸ τὸν δάσκαλο.
Πολλὲς φορὲς τό ’σκαγα καὶ πήγαινα στὴ θάλασσα. Μὲ ἕνα ἀγκίστρι,
νὰ κάθομαι ἐκεῖ μὲ τὶς ὧρες. Τοῦ πατέρα μου δὲν τοῦ ἄρεσε αὐτό. Ἔχω
φάει πολὺ ξύλο. Ἤθελε νὰ σπουδάσω, νὰ φύγω ἀπὸ δῶ. «Ἡ θάλασσα» μοῦ
‘λέγε «δὲν ἔχει ψωμί. Κοίτα νὰ μάθεις γράμματα καὶ νὰ φύγεις, νὰ ρίξεις
μαύρη πέτρα πίσω σου». Δὲν τὸν ἄκουσα.
Ἀφοῦ γύρισα ἀπὸ τὸ στρατό, σιγὰ-σιγὰ ἀσχολήθηκα ἐπαγγελματικὰ
μὲ τὸ ψάρεμα. Ἐπειδὴ ἤμουν καλὸς στὴ δουλειά μου, ἀπόκτησα δικό μου
καΐκι καὶ ψάρευα σ’ ὅλο τὸ Ἰόνιο. Ἡ δουλειὰ πήγαινε καλά. Εἶχα ἕνα ἀπὸ
τὰ μεγαλύτερα καΐκια στὴν περιοχή.
Παντρεύτηκα καὶ νοικοκυρεύτηκα. Πῆρα καλὴ γυναίκα ποὺ κι αὐτὴ
ἐρχόταν καὶ βοηθοῦσε στὸ καΐκι. Μαζὶ συνέχεια. Τὴν ἀγαποῦσα πολύ.
Κάναμε καὶ δυὸ παιδιὰ καὶ ὅλα πήγαιναν καλὰ μέχρι ἐκείνη τὴν μέρα
ποὺ ἕνας πούστης παραβίασε τὸ στὸπ καὶ τὴ χτύπησε. Σκοτώθηκε στὸν τόπο.
Δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτε. Εἶχε πάει στὴν Ἠγουμενίτσα νὰ πάρει πάγο γιὰ
τὰ ψάρια καὶ τὴν σκότωσε ὁ ἄτιμος.
Τὸ σὸκ ἦταν μεγάλο. Ἀπὸ τὴν μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη, ἄλλαξε ἡ ζωή
μου. Ἔπαθαν τὰ νεῦρα μου. Τὸ καταλάβαινα ὅτι κάτι γινόταν. Ἔβλεπα ἐφιάλτες.
Δαίμονες ἔρχονταν στὸν ὕπνο μου καὶ στὸ ξύπνιο μου καὶ προσπαθοῦσαν νὰ
μὲ ξεκάνουν. Ὅμως ἐγὼ εἶχα πάρει τὰ μέτρα μου. Εἶχα ἀγοράσει ἕνα μαχαίρι
καὶ τὸ εἶχα πάντοτε μαζί μου.
Δὲν μποροῦσα νὰ κοιμηθῶ. Ἔπαιρνα χαπάκια. Ἠρεμιστικά. Ἔτσι
μοῦ ’λεγε ὁ γιατρός. Ἀντὶ νὰ καλυτερεύω, χειροτέρευα. Προσπάθησα
νὰ συνεχίσω τὴ δουλειά. Εἶχα δυὸ στόματα νὰ θρέψω.
Εἶχαν περάσει περίπου 10 χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔχασα τὴ γυναίκα
μου. Ἔπρεπε καὶ ‘γὼ νὰ δῶ τί θὰ κάνω. Ἄντρας ἤμουνα. Εἶχα ἀνάγκες. Τὰ
παιδιὰ δὲν τὸ καταλάβαιναν.
Σ’ ἕνα κωλόμπαρο στὴν Ἠγουμενίτσα, γνώρισα μιὰ βουλγάρα. Μπαργούμαν.
Ὡραία γυναίκα. Ψηλή, ξανθιὰ μὲ κάτι μεγάλα βυζιά. Τά ’παιξα. Κάθε
βράδυ ἐκεῖ. Μέχρι ποὺ τὴν πήδηξα. Ἀπὸ τότε γίναμε ἀχώριστοι. Τὴν ἐρωτεύτηκα
ὁ μαλάκας καὶ τά ’δωσα ὅλα. Τὴν σπίτωσα κιόλας. Μοῦ ’φαγε πολλὰ
φράγκα ἡ καριόλα.
Ἀφοῦ πέρασε καλὰ μαζί μου, μὲ πέταξε σὰν τὸ σκυλί. Δὲν ἤθελε οὔτε
νὰ μὲ βλέπει. Ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ ἔμαθα ὅτι τὴν πηδοῦσε ἄλλος τώρα.
Πῆγα καὶ τοῦ ’καψα τὸ μηχανάκι, τοῦ πούστη. Νὰ μάθει. Ἐκεῖ ἦταν
καὶ τὸ σκυλί του. Γαύγιζε. Τό ΄κάψα κι αὐτό.
Πρὶν λίγες μέρες μὲ κάλεσε ὁ εἰσαγγελέας καὶ μοῦ ’λεγε μαλακίες.
Ὅτι εἶχα πάει, λέει, στὸ νεκροταφεῖο καὶ εἶχα κάνει ζημιὲς καὶ κάτι
τέτοια. Ἐγὼ δὲν θυμόμουνα τίποτα γιὰ ζημιές. Ἁπλὰ τὸ νεκροταφεῖο
ἦταν κοντὰ στὸ σπίτι μου καὶ πήγαινα καμιὰ φορὰ ν’ ἀνάψω ἕνα κερὶ στὴν
μάνα καὶ στὸν πατέρα, ποὺ ἦταν θαμμένοι ἐκεῖ.
Ἀπὸ καιρὸ παρακολουθοῦσα τὸν Μπαρμπα-Κώστα ποὺ πηγαινοέρχονταν
τὴν ἴδια πάντα ὥρα στὸ καφενεῖο. Ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ μὲ
κορόιδευαν. Ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς δαίμονες ποὺ ἤθελαν τὸ κακό μου. Ἦταν
ὁ διάβολος. Εἶχα φτιάξει λίστα μὲ ὅλους τοὺς δαίμονες. Θὰ τοὺς καθάριζα
ὅλους, ἕναν ἕναν.
Ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων τὸ βράδυ, τοῦ ’στησα καρτέρι, κρυμμένος
πίσω ἀπὸ κάτι φυλλωσιές. Δὲν μὲ κατάλαβε. Κι ὅταν μὲ προσπέρασε πῆγα
ἀπὸ πίσω καὶ τὸν χτύπησα μὲ τὸ μαχαίρι. Δὲν θυμᾶμαι πόσες φορές. Μοῦ
εἶπαν μετὰ ὅτι ἦταν 13.
Πῆγα σπίτι, πλύθηκα, ἔκαψα τὰ ροῦχα καὶ τὰ παπούτσια. Πέταξα
τὸ μαχαίρι.
Πῆγα γιὰ ὕπνο.
Τὸ πρωὶ σηκώθηκα καὶ πῆγα στὸ καφενεῖο. Κάποια στιγμή, πετάχτηκα
δίπλα νὰ παίξω ἕνα προπό. Ἐκεῖ ἦρθαν οἱ ἀστυνομικοὶ καὶ μ’ ἔπιασαν.
Δὲν ξέρω γιατί.
Τὸ κακὸ εἶναι ὅτι δὲν πρόλαβα νὰ παίξω. Ἴσως αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ τὸ ἔπιανα
τὸ δεκατριάρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου