ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΑΡΓΑ ἀπὸ τὴν καρέκλα
τοῦ γραφείου της καὶ πῆγε νὰ τοῦ γεμίσει τὸ ποτήρι μὲ νερό, ὅπως τῆς εἶχε
ζητήσει.
Πρώτη φορὰ τὴν εἶχαν προκαλέσει τόσο ἁπλά, μὲ μία κίνηση πρόταξης
ἑνὸς ἄδειου ποτηριοῦ.
— Διψῶ, θὰ ἔρθεις νὰ μοῦ βάλεις νερό;
Εἶχε
ἁπλώσει τὸ χέρι του μὲ τὸ ἄδειο ποτήρι καὶ τὴν κοίταξε στὰ μάτια. Οἱ
συγγραφεῖς ἐρωτικῶν ἱστοριῶν —γυναῖκες κυρίως; δὲν ἦταν βέβαιο—
σὲ ἀνάλογη περίπτωση θὰ ἔγραφαν: τὴν κοίταξε βαθειὰ στὰ μάτια.
Ναί, ἦταν βαθύ τὸ κοίταγμα. Βαθὺ μὲ τὴν ἔννοια ὅτι τὴν εἶχε διαβάσει.
Εἶχε ἀναγνώσει ὅτι ἐκείνη ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή.
Τὸν
ἀκολούθησε στὴν κουζίνα. Οἱ συγγραφεῖς ἐρωτικῶν ἱστοριῶν θὰ ἔγραφαν:
τὸν ἀκολούθησε στὴν δύνη τοῦ ἔρωτα ἢ τὸν ἀκολούθησε στὰ μονοπάτια
τῆς ἡδονῆς.
Ἀστεῖα
πράγματα.
Στὴν
κουζίνα τὸν ἀκολούθησε κι ἔκαναν ἔρωτα στὸ πάτωμα ἀχόρταγα ὡς τὸ
πρωί.
Ἀργότερα,
πίνοντας τὴν πρώτη γουλιὰ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ χθεσινὸ νερό, ἐπαίνεσε τὶς
ὀσμὲς καὶ τὶς γεύσεις της μὲ μιὰ ξεδιαντροπιὰ ποὺ τὴν σκανδάλισε.
Δὲν
γνώριζε, κι ἄς τὴν εἶχαν πάρει τὰ χρόνια, τί ἀξία εἶχε ἐκεῖνος ὁ ἔπαινος,
τί ἀπόλυτη οἰκειότητα περιεῖχαν ἐκεῖνες οἱ λέξεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου