ΕΙΝΑΙ ΝΥΧΤΑ. Ἕνας ἄγριος, μανιασμένος
βοριὰς λυσσομανάει. Παραμονὴ πρωτοχρονιᾶς. Ἀπολογισμὸς ἑνὸς ὁλόκληρου
χρόνου καὶ ἐλπίδες γιὰ τὸν ἑπόμενο.
Εἶμαι σκοπὸς σ' ἕνα φυλάκιο στρατιωτικὸ στὴν Πάρνηθα. Ἔχω νὰ
πάρω γράμμα ἀπ' τοὺς δικούς μου κοντὰ δύο μῆνες. Δὲν ξέρω τίποτα γιὰ
τὸν κόσμο. Κρυώνω. Φοβᾶμαι. Πεινάω. Τὸ τσιγάρο ἀπαγορεύεται κι ἂν
ἀκόμα ὑπῆρχε. Δὲν ξέρω τί ὥρα εἶναι. Ὁ χρόνος ἔχει σταματήσει. Κι ἑπόμενο
ἦταν νὰ μὴν προχωράει. Τὸ νῆμα τῆς ὕφανσής του ἔχει τελειώσει πρὸ
πολλοῦ, χωρὶς ν' ἀντικατασταθεῖ. Ἡ σμίλη τοῦ τορνευτὴ χάθηκε. Ὁ χρόνος
ἔμεινε ἔτσι ἕνας ὀγκόλιθος ἀκατέργαστος, ὁλόκληρος, ἀτόφιος, ἐκεῖ
κοντά μου στὶς νότιες ὑπόρειες τῆς Πάρνηθας, κοντὰ στὸ φυλάκιο Καύκασό
μου καὶ κελί μου.
Ὅλα μοῦ ἔδιναν μιὰ ἄλλη ὄψη, τονίζοντας τὴν ἄχαρη τούτη παραμονὴ
τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Τὰ οὐρλιάσματα τῶν τσακαλιῶν καὶ οἱ ὑστερικὲς
κραυγὲς τῶν ὄμορφων στὸ φτέρωμα παγωνιῶν, ἐπιδείνωναν τὴν ὅλη κατάσταση.
Κι ἐγὼ μὲ τ' ὅπλο γεμάτο στὰ χέρια. Οἱ τάφοι τῶν ἀνθρώπων ἦταν πολὺ
μακριά, ἀλλὰ νωπὰ ἀκόμα τὰ χώματα ποὺ τοὺς σκέπαζαν. Γι' αὐτὸ μιὰ ἠχὼ
ἔφερνε στ' αὐτιά μου μόνο τὴ λέξη φρίκη...
Ἀλλὰ ἡ φωνὴ πού ἀκουγόταν ἀπὸ λίγα λεπτὰ πρίν, φώναζε τὸ ξεχασμένο
πραγματικό μου ὄνομα. Τώρα τὸ ἀκούω καθαρά. Δημήτρη... Δημήτρη...
Μιὰ γλυκεία φωνὴ μὲ τὴν ἀγωνία ποὺ ἔχει κανείς, ὅταν ἔχει χάσει τὸν ἄνθρωπό
του καὶ ψάχνει νὰ τὸν βρεῖ. Θὰ πρέπει νὰ ἦταν πολὺ κοντά μου, γιατί καθὼς
ὁ ἀέρας ἐρχόταν ἀπὸ τὸ ἴδιο σημεῖο, ἔπαιρνε τὴ φωνή της σὰν ἕνα φίλτρο
καὶ τὴν ἔφερνε καθαρή, γλυκεία, καρτερικὴ στ' αὐτιά μου. Ἡ γνώριμη
κι ἀγαπημένη μου φωνὴ ἦταν τώρα ἀκριβῶς πίσω ἀπ' τὰ πρῶτα ἔλατα.
Στὸ δρόμο ποὺ ἐρχόταν γιὰ τὸ φυλάκιό μου.
Ἀκούμπησα ὄρθιο τὸ ὅπλο μου, ἀνασήκωσα λίγο τὸ κράνος βγάζοντας
ἔξω τὸ κεφάλι γιὰ ν' ἀφουγκραστῶ καλύτερα. Τώρα πιὰ ἤμουν σίγουρος
σὲ ποιὰ ἀνῆκε ἡ φωνή, ποὺ φώναζε τ' ὄνομά μου. Ἴδια ἡ φωνή της. Ἱκετευτική,
γλυκεία, πονεμένη, ὅπως τότε πού μὲ φώναζε τὴν ὥρα πού χωρίσαμε.
Χωρὶς ἐγὼ νὰ γυρίσω ποτὲ ἀπὸ τότε. Πλησίασε ἀκόμα. Ἡ σιλουέτα τῆς
ἴδια. Δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία καμιά. Ἦταν ἐκείνη. Ἤμουν πιὰ σίγουρος.
Τὸ τοπίο κι ἡ νύχτα μπορεῖ ν' ἄλλαζαν λίγο τὴν ὄψη της, ἀλλὰ ἦταν ἡ ἴδια.
Ἤξερε, ἄραγε, ὅτι πλησιάζει σὲ ἀπαγορευμένη περιοχή, ὅτι, ἂν ἦταν
κάποιος ἄλλος στὸ φυλάκιο, θὰ κινδύνευε ἄμεσα ἡ ζωή της; Οὔτε τὰ
«στὸπ» τοῦ ἀπαγορευμένου δρόμου, οὔτε τ' ἄλεπάλληλα δικά μου «ἂλτ»
τὴν ἐμπόδισαν νὰ πλησιάσει.
Ἡ ἕλξη καὶ ἡ ἀπώθηση ταυτίστηκαν σὰ δυὸ πράγματα ἀξεχώριστα
μεταξύ τους. Τὰ δέντρα τριγύρω εὐθυγραμμίστηκαν κάνοντας δεξιὰ ἀριστερὰ
ἐπίσημο ἄγημα, στὴν ἀνεπίσημη ἀποψινὴ παρουσία της. Ἡ μηχανὴ
παραγωγῆς ἠλεκτρικοῦ ρεύματος σταμάτησε, φορτώνοντας, τὶς λυχνίες
της μὲ ἑκατομμύρια ἀμπέρ, ἐναρμονιζόμενη κι αὐτὴ στὴν ἔνταση τῆς
στιγμῆς. Παραβιάζοντας τὸν ἀέναο ρυθμό της...
Γαλήνια πόδια, τρεμάμενα, αἰχμάλωτα, κατέβηκαν τὰ σκαλοπάτια
τῆς σκοπιᾶς, κι ἀλλά, πάνλευκα ἔκαναν τὰ δυὸ τελευταῖα βήματα πρὸς
τὸ μέρος μου.
Καταλάβαμε... Δὲν ἤμουν ἐγὼ γι' αὐτὴν οὔτε αὐτὴ γιὰ μένα. Τ' ὄνομά
μου ταίριαζε ἁπλὰ μ' ἐκεῖνο τοῦ συνόδου της.
Κι ἐγὼ ὁ ἀνόητος πίστεψα, πώς μπορεῖ νὰ ἦταν ἐκείνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου