του Άντη Ροδίτη
Κύπρος
Υπάρχουν
οι ποιητές και υπάρχουν κι εκείνοι που παριστάνουν τους ποιητές.
Σ’
εκείνους που παριστάνουν τους ποιητές επιτρέπεται από τις Πολιτείες που είναι
βουτηγμένες στο ψέμα να διασύρουν το όνομα της Ποιήσεως για δύο λόγους: Ο ένας
είναι για να συνεχίσουν οι Πολιτείες να ζουν μέσα στο ψέμα τους κι ο δεύτερος
για να εξουδετερώνουν την Ποίηση, το μόνο φόβητρο, τη μόνη απειλή εναντίον της
ψευδούς ζωής τους.
Τα
πράγματα, βέβαια, δεν είναι τόσο ξεκάθαρα. Απλώς τα περιγράφω με τρόπο ξεκάθαρο
για ν’ απομονώσω την ουσία. Εξάλλου, αν ήταν τόσο ξεκάθαρα, δεν λείπουν εντελώς
οι τίμιοι άνθρωποι που θ’ αγωνίζονταν για καλύτερες Πολιτείες. Και δεν λείπουν.
Απλώς, ελάχιστα κατορθώνουν. Οι απατεώνες κυριαρχούν, οι πόλεις συνεχίζουν να
ψεύδονται στους εαυτούς τους και στους πολίτες τους.
Τα
πράγματα, λοιπόν, δεν είναι ξεκάθαρα. Οι ποιητές σφάζονται από εκείνους που
παριστάνουν τους ποιητές, χωρίς οι τελευταίοι να ξέρουν πάντα τι ακριβώς
κάνουν. Μπορεί μια ευγενική τους φιλοδοξία, στην αρχή της ζωής τους, να τους
οδήγησε μέσα στη βιασύνη και τη θολούρα των πραγμάτων στην παραπλάνηση και στην
εύκολη «δόξα», που συνοδεύει τους μεταπράτες τού ψέματος και όχι τους
γεννήτορες της αλήθειας.
Μπορεί
μια χαρά να γράψει κάποιος ένα στίχο, όπως λ.χ. «εγώ τότες μόλις έβγαινα
κουτσαίνοντας από τ’ όνειρο» ή «Βγαίνοντας πρωί / κουτσαίνοντας από το
όνειρο / βάλθηκα να μαζεύω τα σεντόνια / βρώμικα ιδρωμένα γεμάτα αίμα / κ.λπ.»,
και να νομίζει μια χαρά ότι ακόμα και κουτσός είναι σε θέση να διατηρεί
τη γνώση, τη συνείδηση και τη δύναμη τού μαχητή του Ονείρου, ενώ η μόνη
πραγματικότητα είναι ότι η κουτσαμάρα του που απεκόμισε δεν αποτελεί κανένα
προσόν· είναι μόνο αυτό που είναι: αναπηρία.
Χωρίς
να πάρει είδηση τι ακριβώς συμβαίνει, προβάλλει την πληγή, την αναπηρία, το
πρόσκομμα και τη χωλότητά του ως μετάλλιο και προσόν και δικαίωμα, και δόλια
αναγνωρίζοντάς το η Πολιτεία (που έχει αλλού τον νου της) τον διορίζει
μεταπράτη του ψέματός της, ποιητή, πεζογράφο, κριτικό και δοκιμιογράφο της,
φορτώνοντάς τον τιμές και βραβεία.
Οι
πιο πάνω στίχοι είναι από την ποιητική συλλογή Ο Άλλος Χειμώνας, 1993,
του δόκτορος της Φιλολογίας, πολυβραβευμένου ποιητή και κριτικού, πεζογράφου
και δοκιμιογράφου κ. Νίκου Ορφανίδη, μέλους της Επιτροπής Γραμμάτων του
Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, της επιφορτισμένης με το βαρύ καθήκον να
κόβει και να ράβει, ν’ ανεβάζει και να γκρεμίζει Κυπρίους ποιητές και
πεζογράφους, σε βάθρα και βάραθρα, των οποίων την ύπαρξη η κυπριακή
κοινωνία αγνοεί πλήρως ή αδιόρατα υποψιάζεται ότι μπορεί και να υπάρχουν. Και
αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της Πολιτείας: Ο περίπου αφανισμός (όχι ο πλήρης)
και των βάθρων και των βαράθρων του πνεύματος στον τόπο.
Δεν
πρόκειται ν’ αναφωνήσω «τι ειρωνεία!!» επειδή σε πτωχότατον, λογοτεχνίζον
αρθρίδιο στον σημερινό (20/05/2017) «Φιλελεύθερο», ο κ. Ορφανίδης… προφητεύει
το αποτέλεσμα της πνευματικής του (και άλλων συνεργών του) δράσης: Τον αφανισμό
της ελληνικής Κύπρου.
Προκειμένου
να στηρίξει τη δική του «προφητεία» (λες και χρειάζεται στήριξη, λες και
χρειάζεται «προφητεία» η πασιφανής δρομολόγηση της Κύπρου στον αφανισμό),
επικαλείται αποσπάσματα από τρεις αληθινούς ποιητές, ήγουν τον Καβάφη, τον
Σεφέρη και τον Παντελή Μηχανικό. Παραλείπει τον κατ’ εξοχήν προφήτη της κυπριακής
τραγωδίας, τον Κώστα Μόντη.
Γιατί
δεν τον βολεύει ο Μόντης; Γιατί δεν του κάνει ο Μόντης; Τι τον ενοχλεί
στον μεγαλύτερο κι εκτενέστερο αναλυτή της κυπριακής τραγωδίας; Πώς δεν
βρήκε ούτε μισό προφητικό απόσπασμα για τα δεινά της Κύπρου στον Μόντη;
Θα
το αντιληφθείτε στη συνέχεια και θα καταλάβετε γιατί αυτό το κείμενο
τιτλοφορήθηκε Ο ξύλινος λόγος και οι μπαρούφες των «ποιητών».
Το
ποίημα που επιλέγει από τον Παντελή Μηχανικό, το «Ωδή για ένα σκοτωμένο
Τουρκάκι», γράφτηκε το 1964. «Γραμμένο», λέει ο κ. Ορφανίδης, «σε καιρούς
παράξενους και σκοτεινούς, έρχεται για να μας αφυπνίσει, όπως και τα άλλα
ποιήματα του Μηχανικού, που γράφτηκαν μετά το 74», αλλά, συνεχίζει, «δεν ξέρω
αν μας αφύπνισαν ποτέ, καθώς κατάντησαν πλέον όλα ανώδυνα και στερεότυπα, ακυρωμένα
και ακίνδυνα από εκείνους που θα έπρεπε να πάνε να κρυφτούν…»!!!
Είπα
προηγουμένως ότι δεν πρόκειται ν’ αναφωνήσω «τι ειρωνεία!!». Μπορώ, όμως, ν’
αναφωνήσω «Ω, τι Υποκρισία»! Ω Υποκρισία, της
Υποκρισίας, τη υποκρισία, την Υποκρισία, Ω,
Υποκρισία!!!
Ο
άνθρωπος που δεν δίστασε να καταχωνιάσει, να θάψει με άλλους συνεργούς τον
Μόντη, τον μέγιστο των ποιητών μας, που με τους στίχους του στα Γράμματα
στη Μητέρα (1965, 1972 και 1980) κατάργησε το παράξενο και
το σκοτεινό μας φωτίζοντας ακριβώς την πρόσφατη ιστορία μας, τολμά και
συνεχίζει ακόμα να μιλά για «καιρούς παράξενους και σκοτεινούς» για να καλύψει
τα ψεύδη της Πολιτείας που τον χρήζει «ποιητή, κριτικό, πεζογράφο,
δοκιμιογράφο» και βάλε. Και ρωτά μετά, γιατί δεν πάνε οι άλλοι να κρυφτούν!!
Ποιοι άλλοι; Αυτός κι η παρέα του είναι που πρέπει να πάνε να κρυφτούν, αυτοί
που ακύρωσαν τον Μόντη, που εξακολουθούν να υπηρετούν αξιόμισθα την Ψευδή
Πολιτεία.
Πώς
θα μπορούσε να επικαλεσθεί τον Μόντη, αφού έκανε ό,τι μπορούσε να τον
εξουδετερώσει;
Υπεξαιρώντας
μάλιστα για το κείμενό του τον υπότιτλο «Ποίηση και Ιστορία» από το βιβλίο που
αποκάλυψε το φως στην ποίηση του Μόντη… επιτίθεται κατά της «ρητορικής του
πάθους και της κενότητας των πολιτικών»(!!), τη στιγμή που ο ίδιος με τη δράση
του ενθαρρύνει τη ρητορική και την κενότητα και των πολιτικών και των
«ποιητών», γράφοντας: «σπαρακτικώς και επωδύνως για την πατρίδα, που την έχουμε
αφανίσει και εγκαταλείψει, που την έχουμε οδηγήσει στην «έσχατη φθορά»!!!
Αν
την έχετε, λέει…!
Και
που περιμένει από σας, ποιητές ψευδείς, και πολιτικούς άτολμους και αδαείς, τη
σωτηρία της!
ΑΡ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου