ΔΕΚΑΟΚΤΩ ΜΑΪΟΥ περιμέναμε τὸν Ἀδερφὸ
ἀπὸ Αὐστραλία. Δεκαοκτὼ χρονάκια νὰ τὸν δοῦμε, νὰ τὸν φιλήσουμε στὰ
μάγουλα. «Κάνε κουράγιο, ἀδερφή. Ν’ ἀντέξεις, ν’ ἀνταμώσουμε.» Ὀγδόντα
πατημένα ἐγὼ κι ἄντεχα. Ἐκεῖνος ὅμως ὄχι.
Τέλος
Ἀπρίλη μᾶς πήρανε τηλέφωνο τὰ ἀνίψια. «Ὁ πατέρας ἔπαθε ἐγκεφαλικό.
Δυὸ μέρες τοῦ δίνουν.» Δυὸ μέρες τοῦ ἔδωσαν, δυὸ μέρες πῆρε. Τὸν κήδεψαν
στὴν Αὐστραλία, τὸν μοιρολόγησαν στὸ χωριό, τοῦ κάναμε τριήμερα, ἐννιάμερα,
σαράντα.
Σαράντα μέρες δὲν ἔκλαψα. Χωρὶς νεκρὸ εἶναι ἀλλιῶς. Βάλαμε μιὰ φωτογραφία
του δίπλα στὰ κόλλυβα, μαζεύτηκε τὸ σόι, ἦρθε καὶ τὸ Λενιὼ μὲ τὰ ἀγοράκια
της, ποὺ εἴχαμε καιρὸ νὰ τὰ δοῦμε. Ἀρχίσαμε τὰ «Φτού σας! Πῶς μεγαλώσατε!
Ἐσεῖς γίνατε ἄντρες!» Ἤπιαμε καφέ, ἡ ὥρα πέρασε, γυρίσαμε ἥσυχα
στὰ σπίτια μας.
Σαράντα μέρες δὲν ἔκλαψα, μὰ ἐκεῖνο τὸ βράδυ τὸ τεσσαρακοστό, κλείστηκα
στὸ γραφεῖο κι ἄρχισα νὰ σκαλίζω τὶς κοῦτες μου. Ἔψαχνα τὸν Ἀδερφό, ὅπως
τὸν θυμόμουν. Μωρὸ στὴ σαρμανίτσα, μαθητὴ κουρεμένο στὴν ψιλή, τσολιὰ
στὰ ἀνάκτορα, ἄντρα γερὸ καὶ δουλεμένο στὰ χωράφια νὰ στέκει μὲ τὴ
βαλίτσα του στὸ πλατύσκαλο, πρὶν φύγει μετανάστης.
Τρεῖς τὰ ξημερώματα βρῆκα τὸν Θύμιο καθισμένο στὴ βεράντα τοῦ ἐξοχικοῦ
μου. Καλοκαίρι 1995. Μπροστά μας γεμάτο τραπέζι, γεμάτα ποτήρια. Πίσω
ξανθὰ στάχυα, σγουρὰ σύννεφα, ἤρεμη θάλασσα. «Γειά σου, Ἀδερφέ μου!»
τὸν χαιρέτισα μεγαλοφώνως σὰ νὰ τὸν καλωσόριζα στὸ σπιτικό μου. Ἀντήχησε
ἡ φωνὴ στὸ μικρὸ δωμάτιο. Διαπέρασε τὰ ἄλμπουμ, τὰ βιβλία, τὴν ἀλληλογραφία,
τὶς κορνίζες μὲ τοὺς μακαρίτες συγγενεῖς καὶ ἔσβησε σὰν κατευόδιο μὲς
στὴ σιωπή. Ἔγειρα πάνω στὴ φωτογραφία του κι ἔκλαψα ὣς τὰ χαράματα
μὲ λιγώματα καὶ παραμιλητά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου