της Αθηνάς Τσάκαλου
Ας τελειώνουμε λοιπόν με τις παλιές νοσταλγίες. Βαρέθηκα τους Δον Κιχώτες .Και τι ήταν ο Δον Κιχώτης ένας καβαλάρης στους κάμπους και στις πόλεις του μεσαίωνα που έσερνε πίσω του έναν σκλάβο. Αυτή είναι η αλήθεια κι ας τελειώνουμε με τις ερμηνείες και τις ωραιοποιήσεις. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να κρατήσουμε από το παρελθόν είναι η άσβεστη επιθυμία του ανθρώπου να γίνει δυνατός, δυνατός με κάθε τρόπο.
-Ε εδώ για σταμάτα λίγο .Τι σημαίνει δυνατός με κάθε τρόπο. Γιατί κάτι τέτοιο υπάρχει και στο όνομα αυτής της δύναμης, αυτής της επιθυμίας ο πόνος των ανθρώπινων πλασμάτων γίνεται όλο και πιο πολύς.
-Κάνεις λάθος, δεν έχεις προσέξει καλά τους ανθρώπους , αυτά τα εκατομμύρια των κατοίκων που ζουν στοιβαγμένα στα πολυώροφα κτίρια των μεγάλων πόλεων. Αν αλήθεια ήθελαν κάτι άλλο είναι τόσοι πολλοί που δεν θα μπορούσε κανείς να τους αγνοήσει. Αν κάποια μέρα έλεγαν πως ήθελαν κάτι άλλο , αν κάποια μέρα ξεχύνονταν στους δρόμους ζητώντας αυτό το κάτι άλλο, αν κάποια μέρα τολμούσαν να μην πάνε στις δουλειές τους, θα είχαν τη δύναμη ενός τεράστιου φυσικού φαινομένου όπως είναι το τσουνάμι και όλα θα τα άλλαζαν. Την έχουν αυτή τη δύναμη αλλά δεν τολμούν. Και τι να τους κάνεις αυτούς τους άτολμους μήπως δεν είναι άξιοι της μοίρας τους; Όχι μη με κατηγορείς για σκληρότητα ούτε για υπεροψία γιατί κι εγώ που τα λέω αυτά ήμουν ένας απ’ αυτούς.
Το θέμα λοιπόν είναι η δύναμη. Ας αποκτήσουν αυτή τη δύναμη αυτοί που ευαγγελίζονται αγάπη για όλους , αυτοί που επιθυμούν ισότητα, δικαιοσύνη, χαρά, ας βρουν τον μαγικό αυλό και τις νύχτες και υπάρχουν τώρα πιο δυνατοί τρόποι ας κατακτήσουν καλύτερα από τους άλλους την τεχνολογία και ας περπατήσουν μέσα στις πόλεις του κόσμου και να κάνουν όλους τους κατοίκους της γης να πιστέψουν πως ήρθε η ώρα των πολλών, ήρθε η ώρα να γίνουν οι άνθρωποι χαρούμενοι.
-Μα πάλι μιλάς για αρχηγούς…
Με κοίταξε μ΄έναν τρόπο σαν νάλεγε και τι λές εσύ γίνεται αλλιώς και είχε ένα χαμόγελο από κείνα που λέμε δαιμονικά.
-Και να σε ρωτήσω ,της είπα. Τι είναι αυτή η κατσίκα που σέρνεις πίσω σου και πες μου και το όνομά σου.
-Κοίτα κοντεύω τα 70.Δεν κατάφερα στη ζωή μου τίποτα και κάποιους δικούς μου ανθρώπους που νόμιζα πως δίπλα τους θα γερνούσα, βλέπεις μερικές φορές οι επιθυμίες των ανθρώπων είναι τόσο φτωχές σαν να έχουν πιστέψει πως η ζωή είναι απλά μια διεκπεραίωση και βιάζονται να επαναλάβουν αυτά που έκαναν και οι δικοί τους παλιότεροι άνθρωποι και φοβούνται την αλλαγή , έτσι έβλεπα κι εγώ τη ζωή κι ας ισχυρίζομαι μερικές φορές πως όχι δεν ήταν έτσι.. Κάποια μέρα οι δικοί μου μ’ εγκατέλειψαν και η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τους δρόμους που τώρα περπατούν. Κάποιες φορές παίρνω παράξενα μηνύματα πως κάτι καινούργιο ετοιμάζουν όμως εγώ δεν το γνωρίζω αυτό το καινούργιο και περίμενα πολλά χρόνια να δω την αλλαγή, αλλά γέρασα και χρόνια τώρα ζω μακριά από τις πόλεις και δεν έχω πια όνομα. Δεν μπορεί κανείς να με αναζητήσει . Περπατώντας στα βουνά και κοντά στα ποτάμια απέκτησα την ανυπαρξία του θανάτου. Το μόνο που με κρατάει ακόμα είναι αυτή κατσίκα και με τρώει μια παλιά ενοχή που δεν μπόρεσα να την νικήσω. Μια μέρα τότε παλιά που είχα όνομα είχα βγει έναν περίπατο στο βουνό. Είδα μια μικρή αγέλη σκύλων κι άκουσα σε λίγο κραυγές από μια κατσίκα που της είχαν επιτεθεί. Κατάλαβα ότι θα την σκότωναν. Έτρεξα προς το μέρος της. Ήταν ψηλά ανηφορικά δεν θα προλάβω είπα. ΄Ακουγα την κραυγή της κατσίκας όλο και πιο κοντά στο τέλος και τότε σταμάτησα και είπα: Έλα λοιπόν μην κάνεις έτσι, πέθανε, πέθανε γρήγορα δεν μπορώ να σε ακούω, δεν μπορώ να σε σώσω έλεγα κι έκλεινα τα’ αυτιά μου να μην ακούω τις φωνές της. Δεν μπορώ να σου πω πόσο κράτησε αυτό γιατί έκλεινα τα αυτιά μου και φώναζα ευχόμενη τον θάνατό της. Δεν ξέρω αλήθεια αν θα μπορούσα να τη σώσω. Κατέβαινα τρέχοντας κι όταν απομακρύνθηκα αρκετά δεν άκουγα πια τίποτα. Όχι ,όχι δεν μπόρεσα να το τακτοποιήσω λογικά όλο αυτό. Η κραυγή του ζώου στοίχειωσε τη ζωή μου. Έχεις ακούσει πόσο εκφραστική είναι η φωνή της κατσίκας; Έχει νότες από φωνή ανθρώπινη. Ερχόταν στα όνειρά μου. Κάποιες νύχτες πεταγόμουν από τον ύπνο μου γιατί μου φαινόταν πως άκουγα την κραυγή της στην αυλή. Κι επειδή πολλή σιωπή και ερημιά υπήρχε στη ζωή μου αγόρασα μια κατσίκα, αποχαιρέτισα το σπίτι μου , τα δέντρα μου, το νησί, έκαψα την ταυτότητά μου και από τότε τριγυρνώ στα δάση.
-Κι αυτό είναι δύναμη;
-Ποιος σου είπε πως είμαι δυνατή; Είμαι σε πορεία θανάτου και περιμένω να πληρώσω για την ενοχή μου. Κι αυτό θα γίνει όταν τούτη η κατσίκα που έχω μαζί μου, δεν την σέρνω , συμπορευόμαστε ,όταν λοιπόν αυτός ο συνοδοιπόρος κοιμηθεί , όταν θάψω το σώμα της κάτω από τη δροσερή χλόη τότε θα είμαι ελεύθερη. Υπάρχουν ωραίοι γκρεμνοί και δεν θα με σταματήσουν πια τα κυκλάμινα που φυτρώνουν στις άκρες των βράχων, θα φύγω μ’ ένα ωραίο πέταγμα και θέλω να έχει και τρεχούμενο νερό στο βάθος.
-Όλα αυτά που λες τα βρίσκω νοσηρά και δεν μου αρέσει που σε συνάντησα.
-Το καταλαβαίνω αυτό που λες. Το καταλαβαίνω γιατί εγώ μπορεί να συμπορεύομαι με μια κατσίκα αλλά για κοίτα πίσω σου εσύ τι σέρνεις και δεν θέλεις να το παραδεχτείς. Τι θα κάνεις εσύ γι’ αυτό το κορίτσι που σέρνεις πίσω σου γιατί ούτε δίπλα σου δεν θέλεις να βάλεις όμως το σχοινί υπάρχει κι αυτό το κορίτσι δεν σταματάει να σου τραγουδά εκείνα τα τραγούδια της νιότης σου τότε που πίστευες πως άλλος θα ήταν ο δρόμος σου κι αλλιώς περπάτησες στη ζωή σου. Εγώ ναι θα προχωρήσω σ’ αυτόν τον δρόμο που λες της παράλογης ενοχής , θα ξοδέψω τις μέρες που μου απομένουν ψάχνοντας πλούσιες βοσκές για την κατσίκα .Τώρα τελευταία έχω πάψει ν’ ακούω τις νύχτες την κραυγή της κατσίκας ακόμα κι αυτή που έχω μαζί μου σπάνια φωνάζει ,μόνο όταν πλησιάζουμε σε μεγάλα ποτάμια τότε χαίρεται και βελάζει χαρούμενα. Εγώ θα φύγω και θα σε αφήσω μόνη σου. Κοίτα να λογαριαστείς όσο γίνεται πιο γρήγορα μ’ αυτό κορίτσι που ήσουν κάποτε και τώρα το έχεις δέσει στην άκρη του σχοινιού και κάνεις τάχα πως αγνοείς την ύπαρξή του. Και μην μουρμουρίζεις πως τάχα είμαι κι εγώ ένας παράξενος δον Κιχώτης, σου το είπα τους βαρέθηκα τους Δον Κιχώτες και τους σκλάβους Σάντσο Πάντσα.
Ας τελειώνουμε λοιπόν με τις παλιές νοσταλγίες. Βαρέθηκα τους Δον Κιχώτες .Και τι ήταν ο Δον Κιχώτης ένας καβαλάρης στους κάμπους και στις πόλεις του μεσαίωνα που έσερνε πίσω του έναν σκλάβο. Αυτή είναι η αλήθεια κι ας τελειώνουμε με τις ερμηνείες και τις ωραιοποιήσεις. Αν υπάρχει κάτι που πρέπει να κρατήσουμε από το παρελθόν είναι η άσβεστη επιθυμία του ανθρώπου να γίνει δυνατός, δυνατός με κάθε τρόπο.
-Ε εδώ για σταμάτα λίγο .Τι σημαίνει δυνατός με κάθε τρόπο. Γιατί κάτι τέτοιο υπάρχει και στο όνομα αυτής της δύναμης, αυτής της επιθυμίας ο πόνος των ανθρώπινων πλασμάτων γίνεται όλο και πιο πολύς.
-Κάνεις λάθος, δεν έχεις προσέξει καλά τους ανθρώπους , αυτά τα εκατομμύρια των κατοίκων που ζουν στοιβαγμένα στα πολυώροφα κτίρια των μεγάλων πόλεων. Αν αλήθεια ήθελαν κάτι άλλο είναι τόσοι πολλοί που δεν θα μπορούσε κανείς να τους αγνοήσει. Αν κάποια μέρα έλεγαν πως ήθελαν κάτι άλλο , αν κάποια μέρα ξεχύνονταν στους δρόμους ζητώντας αυτό το κάτι άλλο, αν κάποια μέρα τολμούσαν να μην πάνε στις δουλειές τους, θα είχαν τη δύναμη ενός τεράστιου φυσικού φαινομένου όπως είναι το τσουνάμι και όλα θα τα άλλαζαν. Την έχουν αυτή τη δύναμη αλλά δεν τολμούν. Και τι να τους κάνεις αυτούς τους άτολμους μήπως δεν είναι άξιοι της μοίρας τους; Όχι μη με κατηγορείς για σκληρότητα ούτε για υπεροψία γιατί κι εγώ που τα λέω αυτά ήμουν ένας απ’ αυτούς.
Το θέμα λοιπόν είναι η δύναμη. Ας αποκτήσουν αυτή τη δύναμη αυτοί που ευαγγελίζονται αγάπη για όλους , αυτοί που επιθυμούν ισότητα, δικαιοσύνη, χαρά, ας βρουν τον μαγικό αυλό και τις νύχτες και υπάρχουν τώρα πιο δυνατοί τρόποι ας κατακτήσουν καλύτερα από τους άλλους την τεχνολογία και ας περπατήσουν μέσα στις πόλεις του κόσμου και να κάνουν όλους τους κατοίκους της γης να πιστέψουν πως ήρθε η ώρα των πολλών, ήρθε η ώρα να γίνουν οι άνθρωποι χαρούμενοι.
-Μα πάλι μιλάς για αρχηγούς…
Με κοίταξε μ΄έναν τρόπο σαν νάλεγε και τι λές εσύ γίνεται αλλιώς και είχε ένα χαμόγελο από κείνα που λέμε δαιμονικά.
-Και να σε ρωτήσω ,της είπα. Τι είναι αυτή η κατσίκα που σέρνεις πίσω σου και πες μου και το όνομά σου.
-Κοίτα κοντεύω τα 70.Δεν κατάφερα στη ζωή μου τίποτα και κάποιους δικούς μου ανθρώπους που νόμιζα πως δίπλα τους θα γερνούσα, βλέπεις μερικές φορές οι επιθυμίες των ανθρώπων είναι τόσο φτωχές σαν να έχουν πιστέψει πως η ζωή είναι απλά μια διεκπεραίωση και βιάζονται να επαναλάβουν αυτά που έκαναν και οι δικοί τους παλιότεροι άνθρωποι και φοβούνται την αλλαγή , έτσι έβλεπα κι εγώ τη ζωή κι ας ισχυρίζομαι μερικές φορές πως όχι δεν ήταν έτσι.. Κάποια μέρα οι δικοί μου μ’ εγκατέλειψαν και η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τους δρόμους που τώρα περπατούν. Κάποιες φορές παίρνω παράξενα μηνύματα πως κάτι καινούργιο ετοιμάζουν όμως εγώ δεν το γνωρίζω αυτό το καινούργιο και περίμενα πολλά χρόνια να δω την αλλαγή, αλλά γέρασα και χρόνια τώρα ζω μακριά από τις πόλεις και δεν έχω πια όνομα. Δεν μπορεί κανείς να με αναζητήσει . Περπατώντας στα βουνά και κοντά στα ποτάμια απέκτησα την ανυπαρξία του θανάτου. Το μόνο που με κρατάει ακόμα είναι αυτή κατσίκα και με τρώει μια παλιά ενοχή που δεν μπόρεσα να την νικήσω. Μια μέρα τότε παλιά που είχα όνομα είχα βγει έναν περίπατο στο βουνό. Είδα μια μικρή αγέλη σκύλων κι άκουσα σε λίγο κραυγές από μια κατσίκα που της είχαν επιτεθεί. Κατάλαβα ότι θα την σκότωναν. Έτρεξα προς το μέρος της. Ήταν ψηλά ανηφορικά δεν θα προλάβω είπα. ΄Ακουγα την κραυγή της κατσίκας όλο και πιο κοντά στο τέλος και τότε σταμάτησα και είπα: Έλα λοιπόν μην κάνεις έτσι, πέθανε, πέθανε γρήγορα δεν μπορώ να σε ακούω, δεν μπορώ να σε σώσω έλεγα κι έκλεινα τα’ αυτιά μου να μην ακούω τις φωνές της. Δεν μπορώ να σου πω πόσο κράτησε αυτό γιατί έκλεινα τα αυτιά μου και φώναζα ευχόμενη τον θάνατό της. Δεν ξέρω αλήθεια αν θα μπορούσα να τη σώσω. Κατέβαινα τρέχοντας κι όταν απομακρύνθηκα αρκετά δεν άκουγα πια τίποτα. Όχι ,όχι δεν μπόρεσα να το τακτοποιήσω λογικά όλο αυτό. Η κραυγή του ζώου στοίχειωσε τη ζωή μου. Έχεις ακούσει πόσο εκφραστική είναι η φωνή της κατσίκας; Έχει νότες από φωνή ανθρώπινη. Ερχόταν στα όνειρά μου. Κάποιες νύχτες πεταγόμουν από τον ύπνο μου γιατί μου φαινόταν πως άκουγα την κραυγή της στην αυλή. Κι επειδή πολλή σιωπή και ερημιά υπήρχε στη ζωή μου αγόρασα μια κατσίκα, αποχαιρέτισα το σπίτι μου , τα δέντρα μου, το νησί, έκαψα την ταυτότητά μου και από τότε τριγυρνώ στα δάση.
-Κι αυτό είναι δύναμη;
-Ποιος σου είπε πως είμαι δυνατή; Είμαι σε πορεία θανάτου και περιμένω να πληρώσω για την ενοχή μου. Κι αυτό θα γίνει όταν τούτη η κατσίκα που έχω μαζί μου, δεν την σέρνω , συμπορευόμαστε ,όταν λοιπόν αυτός ο συνοδοιπόρος κοιμηθεί , όταν θάψω το σώμα της κάτω από τη δροσερή χλόη τότε θα είμαι ελεύθερη. Υπάρχουν ωραίοι γκρεμνοί και δεν θα με σταματήσουν πια τα κυκλάμινα που φυτρώνουν στις άκρες των βράχων, θα φύγω μ’ ένα ωραίο πέταγμα και θέλω να έχει και τρεχούμενο νερό στο βάθος.
-Όλα αυτά που λες τα βρίσκω νοσηρά και δεν μου αρέσει που σε συνάντησα.
-Το καταλαβαίνω αυτό που λες. Το καταλαβαίνω γιατί εγώ μπορεί να συμπορεύομαι με μια κατσίκα αλλά για κοίτα πίσω σου εσύ τι σέρνεις και δεν θέλεις να το παραδεχτείς. Τι θα κάνεις εσύ γι’ αυτό το κορίτσι που σέρνεις πίσω σου γιατί ούτε δίπλα σου δεν θέλεις να βάλεις όμως το σχοινί υπάρχει κι αυτό το κορίτσι δεν σταματάει να σου τραγουδά εκείνα τα τραγούδια της νιότης σου τότε που πίστευες πως άλλος θα ήταν ο δρόμος σου κι αλλιώς περπάτησες στη ζωή σου. Εγώ ναι θα προχωρήσω σ’ αυτόν τον δρόμο που λες της παράλογης ενοχής , θα ξοδέψω τις μέρες που μου απομένουν ψάχνοντας πλούσιες βοσκές για την κατσίκα .Τώρα τελευταία έχω πάψει ν’ ακούω τις νύχτες την κραυγή της κατσίκας ακόμα κι αυτή που έχω μαζί μου σπάνια φωνάζει ,μόνο όταν πλησιάζουμε σε μεγάλα ποτάμια τότε χαίρεται και βελάζει χαρούμενα. Εγώ θα φύγω και θα σε αφήσω μόνη σου. Κοίτα να λογαριαστείς όσο γίνεται πιο γρήγορα μ’ αυτό κορίτσι που ήσουν κάποτε και τώρα το έχεις δέσει στην άκρη του σχοινιού και κάνεις τάχα πως αγνοείς την ύπαρξή του. Και μην μουρμουρίζεις πως τάχα είμαι κι εγώ ένας παράξενος δον Κιχώτης, σου το είπα τους βαρέθηκα τους Δον Κιχώτες και τους σκλάβους Σάντσο Πάντσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου