ΚΑΠΟΥ ΤΡΙΑ ΜΙΛΙΑ ἀνοιχτὰ ἀπὸ τὴν ἀκτή,
ἐκεῖ στὸ Μποχώρι στὶς ἐκβολὲς τοῦ Εὔηνου, μιὰ φθινοπωρινὴ νύχτα, ἕνα
τηνιακὸ Μπάρκο Μπέστια μὲ ἑξήντα ἑπτὰ θαλασσόλυκους πλήρωμα καὶ εἴκοσι
τέσσερα κανόνια, πλεύρισε τὸ πειρατικὸ τὸ Σιρκουί, τὸ μισοβυθισμένο
ἀπὸ τὶς κανονιὲς κι ἔριξε κάβους στὴν πρύμνη μὲ γάντζους καὶ τὸ τράβηξε
κοντὰ καὶ πήδηξαν ἀπάνω οἱ νησιῶτες μὲ στιλέτα καὶ τσεκούρια κι ἔγινε
τρομερὴ μάχη σῶμα μὲ σῶμα μὲ τοὺς πειρατὲς καὶ τοὺς σκότωσαν ὅλους,
χάνοντας καὶ αὐτοὶ δεκατρεῖς ἄντρες. Δύο μόνο σώθηκαν ἀπὸ τοὺς πειρατὲς
ὁ Θανάσης ἀπὸ τὸ Ὀρεινὸ τῶν Κραβάρων κι ὁ Χουὰν ὁ Ἰσπανὸς ἀπὸ τὴν
Καρθαγένη. Ὁ Θανάσης, μὲ τὸ πουγγὶ γεμάτο χρυσὲς λίρες, ποὺ εἶχε ἐνθυλακώσει
ἀπὸ τοὺς κούρσους, κρεμασμένο στὸ σβέρκο, πρόλαβε κι ἔριξε μιὰ λάντζα
ἀπὸ τὴν ἀντίθετη τὴν κάπως ἀθέατη καὶ σκοτεινὴ πλευρὰ τοῦ Σιρκουί,
ὅπως αὐτὸ ἔγειρε νὰ βυθιστεῖ καὶ γλίστρησε ἀθόρυβα στὸ νερὸ καὶ μὲ
τὰ κουπιὰ ἔβαλε πλώρη γιὰ τὴν ἀκτή. Ὁ Χουάν, ποὺ γιὰ νὰ σωθεῖ σκαρφάλωσε
στὸ κατάρτι, βούτηξε ἀπὸ ψηλὰ στὰ νερά, κολύμπησε γρήγορα καὶ πιάστηκε
μὲ τὸ δεξὶ στὴν πλευρὰ τῆς βάρκας καὶ φώναξε «ayuda colega». Ὁ Θανάσης σήκωσε
ψηλά το κουπὶ καὶ τοῦ τσάκισε τὰ δάχτυλα ἔτσι ὅπως ἦταν γαντζωμένα
στὸ ξύλο κι ἔμεινε ὁ Χουὰν στὸ νερὸ νὰ τὸν φάνε τὰ σκυλόψαρα. «Ἄϊ στὸ
διάολο βρομόσκυλο», εἶπε ὁ Θανάσης καθὼς κατέβαζε μὲ δύναμη τὸ
κουπί.
Μὲ
τὰ ρεύματα καὶ τὰ κουπιὰ βγῆκε στὴν ἀκτή, ἐκεῖ δίπλα στὸ δέλτα, ξεθεωμένος,
τράβηξε τὴ βάρκα καὶ τὴ στέριωσε στὴν ἄμμο κι ἔπεσε ἀνάσκελα καὶ
κοιμήθηκε. Βγῆκαν τὰ ξημερώματα οἱ γοργόνες κι ἔπαιζαν καὶ τραγουδοῦσαν
μελωδικά, ἐκεῖ στὶς ξέρες, ποὺ σμίγουν τὰ γλυκὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ μὲ
τ΄ ἁλμυρὰ τῆς θάλασσας καὶ ξύπνησε ὁ Θανάσης κι ἔδωσε ἕνα σάλτο κι ἔπιασε
μιὰ μικρὴ ὄμορφη γοργόνα, ποὺ εἶχε πλησιάσει στὰ ρηχά, ἐνῶ οἱ ἄλλες ἔφευγαν
τρομαγμένες. Τῆς ἔδεσε τὰ λεπτά της τὰ χέρια πίσω καὶ τὴν κράτησε σὲ ὁμηρία.
Αὐτὴ ἔκλαψε καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἀφήσει, ἀλλὰ ὁ Θανάσης ἦταν
σκληρὸς πειρατὴς καὶ δὲν τὴ λευτέρωσε.
Ὅταν
ξημέρωσε ἔριξε τὴ γοργόνα στὴ λάντζα μπῆκε στὸ ποτάμι καὶ προχώρησε
κόντρα στὸ ρεῦμα, πέρασε τὴ γέφυρα Μπανιά, τὴν Πείνα, τὸ Καρέλι, τὸ
τοξωτὸ γεφύρι τῆς Ἀρτοτίβας κι ἔφτασε στὸ Βαλτσόρεμα στὸ νερόμυλο.
Ὁ μυλωνὰς τὸν βοήθησε νὰ δέσει τὴ βάρκα καὶ νὰ βγάλει τὴ μικρὴ γοργόνα
ἔξω. Τὸν φίλεψε τὸ Θανάση ζεστὸ ψωμὶ καὶ τσίπουρο καὶ τοῦ ΄στρωσε, παρέκει,
ἕνα ἀχυρόστρωμα καὶ κοιμήθηκε. Ὁ πονόψυχος ὁ μυλωνὰς ἔκοψε τὸ
σχοινὶ κι ἄφησε τὴ μικρὴ γοργόνα νὰ μπεῖ λίγο στὸ νερὸ στὴν κάλανη τοῦ
μύλου, ἀλλὰ τὸ στοιχειὸ βρῆκε τὸ στοιχεῖο του καὶ κολύμπησε ἀνάποδα
στὸ ρεῦμα, βγῆκε στὴ δέση καὶ μ΄ ἕναν πῆδο χάθηκε μέσα στὸ ποτάμι.
Ὅταν
ξύπνησε ὁ Θανάσης, ἔδειξε λίγο πειραγμένος, ποὺ δὲν βρῆκε τὴ γοργόνα,
ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν ὅλο καὶ δὲν ἔδωσε συνέχεια. Ἔφυγε γιὰ τὸ χωριό του τὸ
Ὀρεινό, πρὸς τὰ βουνὰ τὰ Κραβαρίτικα, μέσα ἀπὸ τὸν Καμπλάκι καὶ τ΄ Ἀχλαδόκαστρο.
Στὸν μυλωνὰ ἄφησε τὴ λάντζα κι αὐτὸς τὴν ἔκαψε τὸ χειμώνα στὴ φωτιὰ
γιὰ συνὰ ζεσταθεῖ, γιατὶ δὲν εἶχε τί ἄλλο νὰ τὴν κάνει. Ὁ Θανάσης πῆγε
στὸν Ἅι Νικόλα στὸ Ὀρεινὸ καὶ ξομολογήθηκε κι ὁ παππᾶς τὸν ὑποχρέωσε
σὲ αὐστηρὴ νηστεία σαράντα ἡμερῶν καὶ μετὰ τὴ νηστεία τὸν
μετάλαβε καὶ συχωρέθηκαν οἱ ἁμαρτίες του, ἀφοῦ ἐκεῖνος ἄφησε λίγες
λίρες κουρσάρικες γιὰ τὸ ναό. Ὁ Θανάσης, μὲ ἀλαφρωμένη τὴ συνείδησή
του πλέον, ἔχτισε τὸ σπίτι του κι ὁ λαϊκὸς τεχνίτης, ποὺ κατὰ δαιμονικὴ
συνεργία ἦταν γιὸς τοῦ μυλωνᾶ, σκάλισε στὸν μπροστινὸ τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ
μιὰ μικρὴ γοργόνα ὁλόλευκη μὲ ὡραῖα γαλάζια μαλλιὰ νὰ πέφτουν στοὺς
λεπτοὺς ὤμους, χέρια σὲ κίνηση χοροῦ στὸ νερό, ὄμορφα καὶ σφριγηλὰ
νεανικὰ στήθη καὶ πτερύγια σὲ διάφορες ἀποχρώσεις τοῦ γαλάζιου. Ὑπέγραψε
τὸ ἔργο του μὲ κόκκινη μπογιά, χωρὶς νὰ δώσει κάποια ἐξήγηση γιὰ τὴν
ἔμπνευσή του.
Αὐτὴ
εἶναι ἡ ἱστορία γιὰ τὸ πὼς βρέθηκε ἡ γοργόνα στὸ Ὀρεινό, ἐκεῖ στὰ χίλια
μέτρα ψηλὰ στὰ βουνά. Καὶ συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση τοῦ πρωτοποριακοῦ
λαϊκοῦ καλλιτέχνη στοὺς ἔκπληκτους παραθεριστὲς καὶ στοὺς διαφόρους
ἐρωτιδεῖς κι αὐτόκλητους κριτικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου