Ο ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ, ἦταν ἕνας
ἁπλὸς ταγματάρχης. Περιοδεύοντας ἀπὸ τάγμα σὲ τάγμα, τὸν παραστέκανε
δυὸ νεαροὶ λοχαγοί, πλαισιωμένοι κι αὐτοί, δεξιὰ ἀπὸ τὸν κάθε φορὰ
ἀλφαδύο ἀξιωματικὸ τῆς μονάδας, ἀριστερὰ ἀπό τὸν βοηθὸ ὑπαξιωματικὸ
τοῦ ἴδιου γραφείου. Καὶ οἱ πέντε μαζὶ ἀποτελοῦσαν τὴν ἐπιτροπὴ ἠθικῆς
ἀγωγῆς, ἕνα ἀνώτερο δικαστήριο ψυχῶν, πενταμελὲς ἐφετεῖο μὲ κατασταλαγμένες
ἀπόψεις, τελεσίδικες σκέψεις γιὰ τὸ τί εἶναι ἐθνικῶς ἐπιζήμιο.
Γιὰ αἴθουσα δικαστηρίου χρησίμευε τὸ καψιμί, ἕνα λαμαρινιένιο
τοῦννελ ποὺ ἀνεμπόδιστα τὸ διαπερνοῦσε ὁ Βαρδάρης ἀπ' ὅλες τὶς
μπάντες, συμβάλοντας σ' ἐκείνη τὴν παγωμένη ἀτμόσφαιρα ποὺ ταιριάζει
σὲ τέτοιους ἐπίσημους χώρους. Στὴν ἀπαιτούμενη ἐπισημότητα συνέτεινε
καὶ ἡ γύμνια τοῦ καψιμί. Ὅλοι τὰ ψυχαγωγικὰ ὄργανα, τράπουλες, ξεμερντισμένα
ποδοσφαιράκια καὶ τάβλι, εἶχαν ἐξαφανιστεῖ μαζὶ μὲ τὰ λιγοστὰ τραπεζάκια
καὶ τὶς σαραβαλιασμένες καρέκλες, ἀφήνοντας ἐλεύθερο χῶρο γιὰ μιὰ
διμοιρία ἐφ’ ἑνὸς ζυγοῦ. — «Κλείνατ—ἐπί—δεξιάάά» — πρόσωπο πρὸς τὸ
πιτσικαρισμένο πὶγκ πὸγκ ὅπου ἦταν ἡ ἕδρα τῆς ἐπιτροπῆς ἠθικῆς ἀγωγῆς
μ' ἁπλωμένα ὅλα τὰ σχετικὰ ἔγγραφά της. —«Ἡμι-ἀνάπαυση», κι οἱ φαντάροι
βλέποντας κατ' εὐθείαν ἐμπρὸς πάνω στὰ τσίγκια, ἀκριβῶς πίσω ἀπὸ τοῦ
ταγματάρχη τὴν πλάτη, ξεχώριζαν κρεμασμένη μιὰ ζωγραφιά, κάτι σὰν
εἰκόνισμα τοῦ Ἅη Γιώργη, ἕνα παράξενο κατακόκκινο τέρας μὲ πολλὲς
κεφαλές, κι ἄλλους τόσους πλοκάμους, ἀνάμεσα χταπόδι καὶ φίδι. Ἕνας
στρατιώτης μὲ ἐπίσημη σιδερωμένη στολή, στρογγυλὰ ροδοκόκκινα
μάγουλα καὶ τρισευτυχισμένο γελάκι, λόγχιζε τὸ ἀπαίσιο τέρας. Κι ἀπὸ
κάτω ἕνα σύνθημα: «Χτυπᾶτε τὸν κομμουνισμό, ὅπου τὸν βρεῖτε.»
Ἡ ἐπιτροπὴ εἶχε κάνει συστηματικὰ τὴν δουλειά της. Ἔγκαιρα εἶχε
στείλει τὶς ἐρωτοαποκρίσεις γιὰ νὰ γίνει διδασκαλία μὲς στὶς μονάδες.
Τὸ ἐρωτηματολόγιο ἦταν ἁπλὸ καὶ οἱ ἀπαντήσεις ἁπλούστερες, τὶς περισσότερες
φορὲς μόνο μιὰ λέξη. Παραδείγματος χάριν: Κεφάλαιο πρῶτο: Ἀρχαία Ἑλληνικὴ
Ἱστορία. Ἐρώτηση πρώτη: Ἦταν Ἕλληνας ἢ Βούλγαρος ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος;
Καὶ δίπλα ἡ ἀπάντηση: Ἕλληνας.
Ἕνα μῆνα πιὸ πρὶν ὅλα τὰ θεωρητικὰ μαθήματα (τί εἶναι στρατός,
τί πειθαρχία, ἐκμάθηση προσευχῆς, ἐκμάθηση ὅρκου) σταμάτησαν καὶ
στὴν θέση τους μπῆκε τὸ ἐρωτηματολόγιο ἠθικῆς ἀγωγῆς, ἔτσι ποὺ νὰ
ξεσκονιστεῖ καὶ νὰ μπορεῖ ὁ κάθε στρατιώτης ν' ἀπαντήσει σωστά.
— Προσέξτε, ἔλεγε ὁ δόκιμος τῆς διμοιρίας ἡμιονηγῶν. Ἔχει
σημασία. Ὅποιος ἐρωτηθῆ ν' ἀπαντήσει μὲ μιὰ μόνο λέξη. «Ἕλληνας ἢ
Βούλγαρος;», ἡ ἀπάντηση «Ἕλληνας», ἔχει σημασία. Ἂν πάλι ἡ ἐρώτηση
γίνει ἀνάποδα, πράγμα κάπως ἀδύνατον, «Βούλγαρος ἢ Ἕλληνας;», ἐσεῖς
δὲν θὰ πεῖτε τὸ πρῶτο. Ἔχει σημασία. Θὰ πεῖτε τὸ δεύτερο: «Ἕλληνας".
Προσέξτε, ἂν κάνετε λάθος, τότε Θὰ κακοβαθμολογήσουν τὸ τάγμα, ὁ διοικητὴς
θὰ κατσαδιάσει τὸν λοχαγὸ καὶ κεῖνος πάλι θὰ ξεσπάσει ἐπάνω σας. Ἔχει
σημασία. Θὰ σᾶς κόψει τὶς ἄδειες. Ξέρετε πόσο καλὸς εἶναι ὁ λοχαγός.
Ἄλλα ἂν κάποιος ἡμιονηγός τὸν ἐκθέσει μὲ μιὰ λαθεμένη ἀπάντηση,
τότε ὅλα στὴν διμοιρία θ' ἀλλάξουνε. Θὰ σᾶς φλομώσει στὸ πειθαρχεῖο,
κακόμοιρα.
— Προσέξτε. Κεφάλαιο τέταρτο. Θεωρητικὸς τομέας. Ἐρώτηση
πρώτη: «Ποιοί εἶναι οἱ σύμμαχοι τῶν Βουλγάρων;» Ἀπάντηση: «Οἱ κομμουνισταί».
Ἐδῶ, ἂν κάποιος κομπιάσει ἢ ξεχάσει, νὰ πεταχτεῖ κάποιος ἄλλος ἀμέσως.
Κι ἐκεῖνος πού θὰ κομπιάσει, ἀκούγοντάς το ἀπὸ τὸν ἄλλο, νὰ τὸ ἐπαναλάβει
ἀμέσως. Ἔχει σημασία. Ἐξηγούμεθα, γιὰ νὰ μὴν παρεξηγούμεθα· ἔτσι;
Ὅσο κι ἂν γιὰ τὸν δόκιμο τὸ «εἶχε σημασία» ἦταν ἕνα εἶδος λάιτ
μοτὶβ γιὰ νὰ γλυστράει ἡ κουβέντα του, γιὰ τὸν Πολυχρόνη εἶχε τὴν ἐννοιολογικὴ
σημασία του. Καταλάβαινε πὼς ἀφοῦ ἐδῶ κι ἕνα μήνα δίνονταν συνεχῶς
ἐξηγήσεις, δὲν θὰ ἦταν εὔκολο νὰ γλυτώσει τὶς παραξηγήσεις ὅταν θἄρχονταν
ἡ κρίσιμη ὥρα, αὐτὸς ὁ Πολυχρόνης ποὺ ἦταν τρίτης κατηγορίας στρατιώτης,
μουλαρᾶς λόγω πολιτικῶν φρονημάτων κι ὄχι λόγω πολιτικοῦ ἐπαγγέλματος.
Τὸ πρωὶ τῆς κρίσιμης μέρας πάσχισε νὰ μπεῖ σταυλοφύλακας, ἀλλὰ
ἐκεῖνος ποὺ φύλαγε νούμερο οὔτε μὲ μιὰ κούτα τσιγάρα δὲν ἄλλαζε τὴν
κοπριὰ μὲ τὸ καψὸ τῆς μονάδας.
— Δὲν τρέχει τίποτα, μάγγα, τοῦ εἶπε κι ἔκλεισε μὲ σημασία τὸ
μάτι.
Πῆγε γιὰ θαλαμοφύλακας. Κι ἐκεῖ συνάντησε ἄρνηση. Εἶπε νὰ πλύνει
τ' ἀποχωρητήρια. Πρόλαβαν ἄλλοι. Συνεργεῖο ἀπὸ πέντε φαντάρους ἀσβέστωνε
μέσα κι ἔξω τὰ πάντα.
— Στρίβε, κάποιος τοῦ εἶπε· εἴμαστε πολλοὶ ἐδῶ.
Ἔπρεπε τὸ πρωὶ νὰ βγεῖ στὸ γιατρό. Ἴσως νὰ τὴν σκαπούλερνε. Ἀπογοητευμένος
μπῆκε στὴν γραμμὴ καὶ ξεκίνησε.
— «Τὰ ρόδα», πρόσταξε ὁ δόκιμος. Ἄρχισαν παράφωνα ὅλοι μαζί:
Τὰ ρόδα τὰ τριαντάφυλλα
τῆς ἄνοιξης καμάρι
χάνουν τὴν ὀμορφάδα τους
στὴν σκλαβωμένη γῆ.
Κι ἔτσι γραμμὴ μπῆκαν στὸ καψιμὶ κάνοντας ἕνα ἡμικύκλιο φάτσα
στὴν ἐπιτροπὴ μπροστὰ στὸ πὶγκ πόγκ.
Προαισθάνθηκε ὅτι αὐτὴ τὴν φορὰ δὲν τὴν γλύτωνε. Κι ἦταν ἡ σειρά
του στὴν διμοιρία νὰ πάρει τὴν ἄδεια. Μόλις γύριζαν οἱ ἄλλοι, θὰ ἔβγαινε
στὴν ἀναφορὰ νὰ ζητήσει κανονικὴ εἰκοσαήμερη ἄδεια, αὐτὴ τὴν ἄδεια
ποὺ σκεφτότανε μόλις πάτησε στὸν στρατώνα τὸ πόδι του, αὐτὴν ποὺ ὀνειρευόταν
στὸ κρεβάτι τὸ βράδυ, στὴν σκοπιὰ καὶ στὸν σταῦλο 2-4 νούμερο.
«Τώρα βρῆκαν νὰ ρθοῦνε; Θὰ μὲ κουρελιάσουν, οἱ πούστηδες», σκέφτηκε.
Ἔπειτα τοὖρθε θαμπὰ ἡ φιγούρα τοῦ ἀδερφοῦ του πίσω ἀπ' τὰ σίδερα, ὅπως
τὸν εἶδε τὴν τελευταία φορὰ στὸ ἐπισκεπτήριο πρὶν φύγει φαντάρος,
«θὰ μὲ κάνουν ρεζίλι, οἱ κερατάδες», ξανασκέφτηκε ἔντονα. «Δὲν πρέπει
νὰ πῶ ὅ,τι διατάζουν αὐτοί. Ἀλλὰ πάλι θὰ χάσω τὴν ἄδεια. Εἴκοσι μέρες
μακριὰ ἀπὸ τὴν κοπριὰ καὶ τὸν σταῦλο.»
Ἔνοιωσε στὰ πόδια του μιὰ τρεμούλα ἀσταμάτητη καθὼς ξεχώρισε
τὸ χέρι τοῦ ταγματάρχη νὰ δείχνει πρὸς τὴν δική του κατεύθυνση.
— Ἐσύ, εἶπε κι ἔδειχνε τὸν διπλανό του. Ποιοί εἶναι οἱ σύμμαχοι
τῶν Βουλγάρων;
— «Τί στὸ διάβολο τρέμουν τὰ πόδια μου; Μὲ λυμένα τὰ γόνατα πῶς
νὰ σταθῶ; Πρέπει νὰ σταματήσει αὐτὴ ἡ τρεμούλα. Θὰ τὸ καταλάβουν καὶ
θὰ πέσουν ἐπάνω μου σὰν τὰ κοράκια. ΙΙῶς νὰ δείχνει ἡ ὄψη μου;»
— Ἕλληνας ἢ Βούλγαρος; Ἀπὸ πολὺ μακρυὰ ἄκουσε τὴν φωνή. Ἀπὸ
βαθιά, σὰν μέσα στὸν ὕπνο του, ἦρθε ἡ ἀπόκριση:
— Ἕλληνας!
Ἕνα κύμα τρεμούλας ἀνέβαινε πόντο πόντο τὸ στῆθος του. Γιὰ μιὰ
στιγμὴ ἔνοιωσε νὰ φουντώνει ὣς τὸν λαιμό του. Ἀστραπιαῖα μυρμήγκιασε
ἡ πλάτη του.
— Ἕλληνας, μόλις σὰν ψίθυρος ἄκουσε νἄρχεται ἀπὸ τὸ βάθος τῆς αἴθουσας
πάλι.
— «Νὰ μὴν πέσω, νὰ μὴν σωριαστῶ τουλάχιστον μπρὸς στὰ πόδια τους
πρὶν κἄν μοῦ ὑποβάλουν ἐρώτηση.»
Τὸ καψιμὶ ἔφερνε βόλτα μπροστά του. Ὁ ἴδιος ἕνα σκουπίδι ποὺ τὸ
σήκωνε ξαφνικὰ ὁ Βαρδάρης καὶ τὸ πηγαινόφερνε σ' ὅλο τὸ τώλ. Ἕνα
μπαλάκι πὶγκ πὸγκ ποὺ τὸ χτυπᾶνε ἀπὸ τὴν μιὰ μπάντα στὴν ἄλλη, ποὺ τὸ
σφεντονίζουν στέλνοντας πάσσα πρὶν προλάβει νὰ πέσει.
Εἶπε νὰ στηλώσει κάπου τὸ βλέμμα, νὰ κρατηθεῖ ἀπό κάπου, κάτι
στέρεο, τὶς λαμαρίνες, τὰ τσίγκια, κι ἔπεσε ἡ ματιά του στὴν εἰκόνα ἀπέναντι,
στὸν φαντάρο ποὺ λόγχιζε στὸν φαντάρο ποὺ θέριευε μὲ προτεταμένη τὴν
λόγχη κατ' εὐθείαν ἐπάνω του, ποὺ σημάδευε κατ' εὐθείαν τὸ στῆθος
του, μ' ἐκεῖνο τὸ μικρὸ ὕπουλο γέλιο του, ποὺ φάρδαινε ὁλοένα σὲ ἀκράτητο
σαρδόνιο γέλιο κι ἀκούγονταν τώρα νὰ σέρνεται πνιχτὰ μέσα στὸ τώλ.
— Λέγε, λοιπόν, ἄκουσε καθαρὰ τὴν φωνὴ τοῦ ταγματάρχη κι εἶδε τὸ
χέρι του στραμμένο ἐπάνω του νὰ τὸν δείχνει ἐκεῖ περίπου στὸ στῆθος.
Ἕνα χάχανο ξεκινοῦσε μέσα στὸ τώλ.
— Ἐσύ, ἐσύ, δὲν ἀκοῦς τόσην ὥρα; Μαρμάρωσες;
— Ἕλληνας, εἶπε μὲ κόπο, χωρὶς νὰ σκεφθεῖ.
Τὰ χάχανα ἀξιωματικῶν καὶ φαντάρων ξεσπάσανε σ' ἐπίμονο
γέλιο.
— Μήπως θέλεις νὰ πεῖς φιλέλληνας, παιδί μου; ρώτησε καλοσυνάτα
ὁ ταγματάρχης.
— Ἕλληνας, Ἕλληνας, ἐπέμενε ὁ Πολυχρόνης στὴν τύχη.
— Μὰ ὁ Χίτλερ δὲν ἦταν Ἕλληνας, εἶπε διδακτικὰ ὁ ταγματάρχης.
Ἐτίμησε βέβαια τὸν Ἑλληνικὸ στρατὸ στὸ πρόσωπο τῶν ἀξιωματικῶν
του, ἀφήνοντάς τους νὰ κατέβουν ἀπό τὸ μέτωπο στὰ σπίτια τους μὲ τὸν ἀτομικὸ
ὁπλισμό τους. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σημαίνει πῶς ἤτανε Ἕλληνας· ἴσως φιλέλληνας.
— Ἕλληνας, ξαναφώναξε ὁ Πολυχρόνης μὲ πεῖσμα, ΕΛ—ΛΗ—ΝΑΣ, ξεσπώντας,
μ' ἕνα γέλιο ἀκράτητο, ἐνῶ στὸ τὼλ ἁπλωνόταν τώρα παγερὴ σιωπή. Ἕλληνας,
βροντοφώναξε, χωρὶς νὰ νοιάζεται πὼς εἶναι φαντάρος, οὔτε πὼς βρίσκεται
μπροστὰ στὴν ἐπιτροπὴ ἠθικῆς ἀγωγῆς, στὸν διοικητὴ ποὺ θὰ τοῦ ἔδινε
ἄδεια, στὸν λοχαγό του ποὺ ἔτριζε δόντια, μπροστὰ στὸν ἀξιωματικὸ ἀλφαδύο,
ποὺ ἔσφιχνε νευρικὰ τὶς γροθιές του.
— Ἕλληνας, ξαναούρλιαξε! Ἤμουνα παιδὶ τότε. Θυμᾶμαι τὸν ἀδερφό
μου πρισμένον.
— Σταματεῖστε τον, διέταξε ὁ ταγματάρχης.
— Τρώγαμε κάθε βράδυ ἕνα φλυτζάνι σταφίδα καὶ κοιμόμασταν.
— Σταματεῖστε τον, βγάλτε τον ἔξω, βρυχήθηκε ὁ ταγματάρχης.
Δυὸ ἀλφαμῖτες χύθηκαν πάνω του καὶ τὸν τραβούσανε καροτσάκι
στὴν ἔξοδο. Ὁ Πολυχρόνης σέρνονταν πάνω στὸ τσιμέντο καὶ φώναζε:
— Τὴν μέρα τρώγαμε ὅ,τι βρίσκαμε. Κουκουτσάλευρο, χαρουπάλευρο,
θαλασσοβρεμένο. Τριάντα δράμια μπομπότα μέρα παρὰ μέρα, μισὴ μέρα
οὐρὰ κι ἕνα τάγμα ψεῖρες.
Ἔφαγε μιὰ γερὴ στ' ἀχαμνά του καὶ τοῦρθε ζαλάδα. Ἔπειτα μιὰ
σπρωξιὰ καὶ βρέθηκε ὁ μισὸς ἔξω ἀπ' τὴν πόρτα. Ἔγυρε τὸ κεφάλι καὶ
θολὰ εἶδε τὸν ταγματάρχη. Πρόλαβε καὶ τοῦ πέταξε πρὶν κλείσει ἡ πόρτα:
— Ἕλληνας σὰν καί σᾶς, ὄχι φιλέλληνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου