Πολλές φορές
έχω σκεφθεί ότι η ίδια η ζωή θα ήταν αδύνατη χωρίς την ύπαρξή του.
Μπορεί συχνά
να προσπαθούμε να τον βγάλουμε από τον νου μας αποστρεφόμενοι την ακινησία που
συνεπάγεται. Όμως η λεπτή γραμμή που μας ξεκόβει απ’ αυτόν είναι η ίδια η
ατραπός που μοιραζόμαστε μαζί του: Ένα νήμα από μαθηματικά σημεία, άπαχα,
αβαρή, σαν οδοδείκτες στο άγνωστο, μας κρατούν μακριά του – και, ωπ, μέσα του
πέφτουμε, σε μια παράξενη, παράλληλη αιωνιότη...
Όταν έρθει η
ώρα να γλυστρήσουμε σ’ αυτόν αποκτούμε την αίσθηση ότι θα μας λυτρώσει. Τον
φοβόμαστε όμως γιατί δεν ελέγχουμε το περιεχόμενό του. Οι φιλόσοφοι λένε ότι
θυμίζει ένα απροσδιόριστο όραμα, που το έχουν βαφτίσει με τον περίεργο όρο
«διαφυγή». Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι αντιπροσωπεύει έναν ανεκπλήρωτο πόθο της
ανθρωπότητας, την απομάκρυνση από την έμβια κατάσταση.
Χωρίς αυτόν
δεν υπάρχει η έννοια της εγρήγορσης – και δεν είναι τυχαίο που τόσοι ποιητές
ασχολούνται μαζί του, τόσοι στοχαστές στρέφουν σ’ αυτόν την προσοχή τους και
τον αποκαλούν «αυτός που δεν έχει δίδυμο». Είναι τόσο παράλογο να φέρουμε στον
νου μια ανθρωπότητα δίχως την παρουσία του – όσο και να σκεφθούμε την Ύπαρξή
μας σε ορίζοντα αρχής και τέλους. Είναι τόσο παράλογο να επιχειρείς να τον
απομακρύνεις από τον αισθητό ορίζοντα (όπως επιχειρούν ορισμένοι συγγραφείς) –
όσο και να σκεφθείς περισσότερες από μία εκδοχές της παρουσίας του ανθρώπου
στον κόσμο.
Φαντασθείτε,
παραδείγματος χάριν, μια ζωή στην οποία θα θυμόσαστε – αν είναι δυνατόν! –
εσείς ή οι άλλοι, τις απαρχές της ύπαρξής σας. Θα μπορούσατε τότε να κυττάξετε
πίσω απ’ αυτό – και να αναφερθείτε σε χρόνο που δε θα υπήρχατε. Και,
προχωρώντας την ίδια σκέψη, πίσω σε χρόνο που – εκτός από τη βιολογική σας
ύπαρξη – δε θα ήταν ανιχνεύσιμος ούτε ο κόσμος. Και – τι παράδοξο – με την ίδια
εξωφρενική υπόθεση, σε άλλο, μέλλοντα αιώνα, όπου εσείς ή ο κόσμος θα έπαυε να
είναι ανιχνεύσιμος...
Τι δυστοπία!
– τι δυστοπία, που αναιρείται από τα ίδια της τα στοιχεία... Ούτε τη σκέψη της
δεν αντέχουμε. Συνεχίζω προσθέτοντας κι άλλες λεπτομέρειες στο παράλογο αυτό
οικοδόμημα, που τις χρειάζεται για να σταθεί: Τα κοσμικά φαινόμενα δε θα ήταν,
όπως τα γνωρίζουμε, επαναλαμβανόμενα – αλλά σαν βαλμένα στην ευθεία, με
προέλευση από το τίποτε και πορεία προς το τίποτε. Το ίδιο θα ήταν κι οι ζωές
μας – κάποιος θα ήταν υπεύθυνος για την εμφάνιση και την έκλειψή τους. Ο
ανθρώπινος πληθυσμός δε θα ήταν σταθερός και δεδομένος, τα τεχνικά μέσα κι ο
πολιτισμός του ανθρώπου, η ίδια η θέση του στα ουράνια σώματα και τα πλανητικά
συστήματα, δεν θα ήταν αυτονόητα – και θα έπρεπε να ανιχνεύσουμε το χρόνο που
επινοήθηκαν κι εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά. Ως να μην ήταν αυτονόητος ο
ανθρώπινος πολιτισμός, αυτοφυής και πηγαίος, όπως τ’ άστρα και το σύμπαν – κι
ως να ήταν δυνατόν, μέσα στο άπειρο της ατομικής μας ύπαρξης που προηγήθηκε, να
θυμηθούμε, να ανακαλύψουμε και να απαριθμήσουμε όλες τις κινήσεις μας, τις σχέσεις
μας, τις σκέψεις και τη δραστηριότητά μας...
Από όλον
αυτόν τον παραλογισμό μάς γλυτώνει η θεία ύπαρξή του. Για να ισχύσει η δυστοπία
που επεχείρησα να περιγράψω, τα προσωρινά του αποτελέσματα θα έπρεπε να
θεωρηθούν (εάν είναι δυνατόν!) μόνιμα...
Μας παίρνει
στην αγκαλιά του μόλις το μυαλό μας φορτώνει από τον αβάσταχτο όγκο της άπειρης
πληροφορίας – και λίγο λίγο, μας αφαιρεί το βάρος της μετατρέποντάς τη σε
όνειρο και μεταθέτοντας τα παλαιότερα στρώματά της στη λησμονιά – «τήλε μάλ’
επλάγχθησαν»1. Οι ψυχολόγοι περιγράφουν το εγώ μας με τους μηχανισμούς του.
Αυτός, ο
Ύπνος, το αντίθετο της Ζωής, η μόνη καταφυγή μας, η κατάληξη και η αρχή μας.
Αυτός, που από μέσα του διαβάζουμε το νόημα της εγρήγορσης. Από αυτόν
εγειρόμαστε και σ’ αυτόν καταλήγουμε, την πηγή και την καταβόθρα μας, την
ελπίδα και την άφευκτη μοίρα μας. «Περίλυπος η ψυχή μας άχρι ζωής»2.
Σωτήρης Γ.
Ραπτόπουλος
06.10.2010
----------------
1.
Παρμενίδης
2.
«Περίλυπος η ψυχή μου άχρι θανάτου» - Ευαγγελιστής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου