Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

Φωτεινὴ Βασιλοπούλου : Βου­λιῶ





Στὸν Γι­ῶρ­γο Γάβ­βα­ρη
Η ΒΟΥΛΙΩ ἦ­ταν ὁ στά­βλος μας. Ἐ­κεῖ δέ­να­με τὶς γί­δες. «Πα­λι­ό­τε­ρα καὶ τὸν Ντο­ρή μας» ἔ­λε­γε ὁ παπ­πού­λης μου, μ’ ἕ­ναν ἀ­να­στε­ναγ­μὸ πάν­τα. Ἡ Βου­λι­ῶ ἦ­ταν τε­ρά­στια. Ὁ πιὸ με­γά­λος στά­βλος ποὺ εἶ­χα δεῖ πο­τέ. Εἶ­χε κι ἕ­να με­σο­πά­τω­μα. Καὶ μιὰ μι­σο­ξερ­χα­βα­λω­μέ­νη ξύ­λι­νη σκά­λα. Αὐ­τοῦ πά­νου ἤ­τα­νε ὁ σα­νὸς γιὰ νὰ μὴν τὸν φτά­νου­νε τὰ ζων­τα­νά.
basilopouloufoteini-boulio-eikona-03       Πα­λι­ό­τε­ρα ἐ­κεῖ περ­νοῦ­σαν τὴν πρώ­τη νύ­χτα τοῦ γά­μου τους ὅ­λα τα ζευ­γά­ρια τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, με­ρι­κὲς φο­ρὲς καὶ κά­ποι­οι πιὸ μα­κρι­νοὶ συγ­γε­νεῖς.
       Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ ὁ στά­βλος ἄ­δεια­ζε ἀ­π’ τὰ ζων­τα­νά, ποὺ ξε­ρο­στα­λιά­ζα­νε στ’ ἀ­γιά­ζι ἢ στέλ­νον­ταν σὲ γει­το­νι­κὰ σπί­τια ἂν ὁ και­ρὸς ἦ­ταν χιο­νιᾶς, στρώ­νον­ταν δυ­ὸ τρεῖς μπά­λες σα­νὸς κι ἀ­πὸ πά­νου τὰ νυ­φι­ά­τι­κα χα­σέ­νια σεν­τό­νια καὶ νιὰ χού­φτα ρύ­ζι. Τό ’­χαν δι­α­λέ­ξει για­τὶ δὲν ἀ­κούμ­πα­γε σ’ ἄλ­λο σπί­τι —πράγ­μα σπά­νιο γιὰ τὸ χω­ριό, ὅ­που ὅ­λοι μοι­ρα­ζόν­του­σαν τὸ με­σό­τοι­χο γιὰ λό­γους οἰ­κο­νο­μί­ας— κι ἔ­τσι κα­νεὶς δὲ θ’ ἄ­κου­γε τὶς ἀρ­χι­κὲς δι­α­μαρ­τυ­ρί­ες τῆς νύ­φης, ἔ­πει­τα τὶς κραυ­γὲς πό­νου τῆς πρώ­της φο­ρᾶς καὶ κα­τό­πιν τὰ βογ­κη­τὰ τῆς ἡ­δο­νῆς. Τό ’­χαν ἀ­κό­μα δι­α­λέ­ξει για­τὶ τ’ ἄ­χυ­ρο θ’ ἀγ­κά­λια­ζε καὶ θὰ ζέ­σται­νε τοὺς νι­ό­παν­τρους ἐ­ρα­στὲς καὶ θὰ ρού­φα­γε τὰ ἐ­ρω­τό­λο­γα καὶ τὶς φω­νές τους.
       Καὶ τί δὲ θά ’­χε ἀ­κού­σει αὐ­τὸ τὸ σπι­τά­κι!
       Τὴ Δευ­τέ­ρα τὸ σεν­τό­νι ἔ­πρε­πε νὰ βγεῖ μα­τω­μέ­νο. Πό­σα κο­κό­ρια εἶ­χαν σφα­χτεῖ, για­τὶ τὸ ἄγ­χος τοῦ γαμ­προῦ ἦ­ταν με­γά­λο ἢ ὁ ἔν­τι­μος πρό­τε­ρος βί­ος τῆς νύ­φης δὲν ἦ­ταν καὶ τό­σο ἔν­τι­μος! Ξέ­ρω καὶ τρα­γι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες. Μιᾶς νύ­φης τὸ σεν­τό­νι βά­φτη­κε μὲ αἷ­μα χυ­μέ­νο ἀ­π’ τὸν κομ­μέ­νο της λαι­μό. Τὴν ἔ­σφα­ξε ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­δερ­φός της σὰν κο­κό­ρι, ὅ­ταν ὁ γαμ­πρὸς τοὺς ἔ­στει­λε τὸ χα­σὲ κά­τα­σπρο, μή­νυ­μα γιὰ τὶς πομ­πὲς τῆς κό­ρης.
       Αὐ­τὰ ἤ­ξε­ρα γιὰ τὴ Βου­λι­ῶ.
Ὅ­τι ὁ στά­βλος μας ἤ­τα­νε τὸ σπι­τά­κι τῆς πρώ­της νύ­χτας κι ὅ­τι ὁ με­γά­λος μου ὁ μπάρ­μπας ἔ­βα­λε τέ­λος σ’ αὐ­τὴ τὴν πα­ρω­δί­α. «Μὴν τολ­μή­σε­τε» εἶ­πε «νὰ στα­θεῖ­τε ἀ­πό­ξω καὶ μὴν ψά­ξε­τε γιὰ σεν­τό­νια κι αἵ­μα­τα... Σᾶς ἔ­σφα­ξα.» Κι ἐ­πει­δὴ ἤ­τα­νε κομ­μα­τά­κι ντρέ­ου­ρος κι ὅ,τι ἔ­λε­γε τὸ ἐν­νο­οῦ­σε, δὲν τολ­μή­σα­νε νὰ συ­νε­χί­σουν τὸ ἔ­θι­μο.
       Με­τὰ τὸ γκρέ­μι­σμα τοῦ στά­βλου, ἔ­μα­θα ὅ­τι κά­πο­τε ἦ­ταν σπί­τι, τὸ σπί­τι τῆς Βου­λι­ῶς. Μιᾶς ἀ­γράμ­μα­της, ἁ­πλῆς κι ἁ­γνῆς γυ­ναί­κας. Ὅ­πως εἶ­ναι ὅ­λες οἱ γυ­ναῖ­κες τοῦ χω­ριοῦ, μὲ μιὰ ὀ­μορ­φιὰ ποὺ τὴν αὐ­λα­κώ­νει κα­θη­μερ­νὰ ὁ ἥ­λιος, τὸ ξε­ρο­βό­ρι κι ἡ ἀ­γρο­τιά.
       Ὅ­μως, ἐ­κεῖ­νος —ὁ ἄν­τρας της— δὲν τά ’­βλε­πε αὐ­τά. Ἀλ­λι­ῶς, δὲ θὰ ’­φευ­γε μα­κριά της, γιὰ τὴν ξέ­νη χώ­ρα χω­ρὶς μιὰ στερ­νὴ κου­βέν­τα, ἕ­να στερ­νὸ ἀγ­κά­λια­σμα, ἕ­ναν ἀ­να­στε­ναγ­μό. Οὔ­τε λό­γος γιὰ δά­κρυ­α. Τὰ δά­κρυ­α δὲν ἦ­ταν γιὰ τοὺς ἄν­τρες.
       Κι ἀ­πὸ κεῖ­νο τὸ πρω­ι­νὸ τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης, οὔ­τε φω­νὴ οὔ­τε ἀ­κρό­α­ση. Οὔ­τε ἕ­να ἔμ­βα­σμα, ὅ­πως στὶς ἄλ­λες ποὺ οἱ ἄν­τρες τους εἴ­χα­νε πά­ει στὴν Ἀ­με­ρι­κή, οὔ­τε ἕ­να γράμ­μα νὰ τῆς πεῖ πὼς εἶ­ναι κα­λά, οὔ­τε κὰν δυ­ὸ ξε­ρὰ χαι­ρε­τί­σμα­τα. Κι ἔ­πει­τα, ὅ­ταν ἐ­κεί­νη ἄ­κου­γε ὅ­τι γύ­ρι­σε κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὴν Ἀρ­γεν­τί­να —πράγ­μα ποὺ μό­νο τρεῖς φο­ρὲς ἔ­ζη­σε στὸ βί­ο της (βλέ­πεις, ἡ χώ­ρα ἦ­ταν τό­σο μα­κρι­νὴ μὲ ἐ­λά­χι­στους με­τα­νά­στες ἀ­πὸ τὰ γύ­ρω χω­ριά, με­τρη­μέ­νους στὰ δά­χτυ­λα τοῦ ἑ­νὸς χε­ριοῦ)— ἔ­τρε­χε μὲ τὰ πό­δια ὁ­λά­κε­ρα χι­λι­ό­με­τρα γιὰ νὰ ρω­τή­σει ἂν εἴ­δα­νε τὸν ἄν­τρα της, ἂν εἶ­ναι κα­λά, ἂν τῆς στέλ­νει χαι­ρε­τί­σμα­τα. Εὐ­τυ­χῶς, ἡ ἁ­πλό­τη­τα τοῦ μυα­λοῦ της τὴν ἐμ­πό­δι­ζε νὰ δι­α­κρί­νει τὴν ἀ­μη­χα­νί­α, ποὺ με­τὰ βί­ας κρυ­βό­ταν πί­σω ἀ­πὸ τὰ μι­σο­πα­γω­μέ­να τους χα­μό­γε­λα. Φυ­σι­κὰ καὶ ρώ­τα­γε γιὰ τὴν ὑ­γεί­α της καὶ τῆς ἔ­στελ­νε χαι­ρε­τί­σμα­τα. «Νά κι αὐ­τὸ τὸ ξομ­πλια­στὸ μαν­τί­λι ποὺ φο­ροῦ­νε οἱ γυ­ναῖ­κες τῶν Ἀρ­γεν­τί­νων στὴν τρα­χη­λιὰ σὰν πᾶ­νε στὴν ἐκ­κλη­σά τους, μοῦ τό ’­δω­κε γιὰ σέ­να» τῆς εἶ­πε κά­πο­τε ἕ­νας με­τα­νά­στης.
       Καὶ σὰ γύ­ρι­σε ὁ­λό­χα­ρη μὲ τὸ μαν­τί­λι μπουρ­λι­α­σμέ­νο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ λαι­μό της, οἱ χω­ρια­νές της κά­να­νε πὼς χα­ρή­κα­νε μὲ τὴ χα­ρά της καὶ πο­τὲ κα­μιά τους δὲν ἔ­βγα­λε ἄ­χνα γιὰ τοὺς ψι­θύ­ρους π’ ἀ­κου­γόν­τα­νε, ὅ­τι τά­χα­τες ὁ προ­κομ­μέ­νος της εἶ­χε φκιά­σει και­νούρ­για οἰ­κο­γέ­νεια στὴν Ἀρ­γεν­τί­να μὲ μιὰ ντό­πια κι εἶ­χαν καὶ παι­διά.
       Καὶ κά­θε φο­ρὰ ποὺ κά­ποι­ος ἐρ­χό­ταν ἀ­π’ ὄ­ξω —το­ξω­τε­ρι­κὸ— ὅ­λο καὶ γέ­μι­ζε τὸ σπί­τι της μὲ κά­να ξε­ρὸ πα­ξι­μά­δι, κά­να μά­τσο ρί­γα­νη, κά­να πε­ρισ­σευ­ού­με­νο ζαρ­ζα­βα­τι­κό, ποὺ οἱ γει­τό­νισ­σες πα­ρὰ τὶς ἀ­νάγ­κες τους στε­ροῦ­σαν ἀ­πὸ τὰ παι­διά τους, γρι­κών­τας τὴν ἐ­ρη­μιά της. Νι­ώ­θα­νε τύ­ψεις, ἀλ­λὰ καὶ τυ­χε­ρὲς μέ­σα στὴ φτώ­χεια τους μὲ τὴν σκέ­ψη ὅ­τι δὲν ἔ­χα­σαν τὸ ταί­ρι τους στὴν ξε­νι­τιά. Αὐ­τὲς του­λά­χι­στον καὶ νὰ κοι­μόν­τα­νε νη­στι­κὲς θὰ χόρ­ται­ναν μὲ μιὰ νυ­χτε­ρι­νὴ ἀγ­κα­λιά.
       Οἱ τύ­ψεις συ­νε­χί­στη­καν ἀ­κό­μα καὶ με­τὰ τὸ θά­να­το τῆς Βου­λι­ῶς. Ἴ­σως γι’ αὐ­τὸ νὰ δι­ά­λε­ξαν νὰ στέλ­νουν στὴ Βου­λι­ῶ τὰ νι­ό­παν­τρα ζευ­γά­ρια τὴν πρώ­τη νύ­χτα τοῦ γά­μου τους. Νι­ώ­θα­νε πὼς ἔ­πρε­πε νὰ πο­τί­ζουν τὸ στε­ρη­μέ­νο ἀ­πὸ ἔ­ρω­τα σπί­τι, ὅ­πως ἔ­κα­ναν καὶ μὲ τὰ δι­ψα­σμέ­να ζων­τα­νά τους.

Πη­γή: [ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ]Ἀπὸ τὸν τόμο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2015).

Φω­τει­νή Βα­σι­λο­πού­λου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ καὶ Ἑλληνικὴ Φιλολογία. Ζεῖ στὴν Καλαμάτα καὶ ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις (ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2015).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου