Στὸν
Γιῶργο Γάββαρη
Η ΒΟΥΛΙΩ ἦταν ὁ στάβλος μας. Ἐκεῖ
δέναμε τὶς γίδες. «Παλιότερα καὶ τὸν Ντορή μας» ἔλεγε ὁ παππούλης
μου, μ’ ἕναν ἀναστεναγμὸ πάντα. Ἡ Βουλιῶ ἦταν τεράστια. Ὁ πιὸ μεγάλος
στάβλος ποὺ εἶχα δεῖ ποτέ. Εἶχε κι ἕνα μεσοπάτωμα. Καὶ μιὰ μισοξερχαβαλωμένη
ξύλινη σκάλα. Αὐτοῦ πάνου ἤτανε ὁ σανὸς γιὰ νὰ μὴν τὸν φτάνουνε τὰ
ζωντανά.
Παλιότερα ἐκεῖ περνοῦσαν τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου τους ὅλα
τα ζευγάρια τῆς οἰκογένειας, μερικὲς φορὲς καὶ κάποιοι πιὸ μακρινοὶ
συγγενεῖς.
Ἐκεῖνο
τὸ βράδυ ὁ στάβλος ἄδειαζε ἀπ’ τὰ ζωντανά, ποὺ ξεροσταλιάζανε στ’
ἀγιάζι ἢ στέλνονταν σὲ γειτονικὰ σπίτια ἂν ὁ καιρὸς ἦταν χιονιᾶς,
στρώνονταν δυὸ τρεῖς μπάλες σανὸς κι ἀπὸ πάνου τὰ νυφιάτικα χασένια
σεντόνια καὶ νιὰ χούφτα ρύζι. Τό ’χαν διαλέξει γιατὶ δὲν ἀκούμπαγε
σ’ ἄλλο σπίτι —πράγμα σπάνιο γιὰ τὸ χωριό, ὅπου ὅλοι μοιραζόντουσαν
τὸ μεσότοιχο γιὰ λόγους οἰκονομίας— κι ἔτσι κανεὶς δὲ θ’ ἄκουγε τὶς
ἀρχικὲς διαμαρτυρίες τῆς νύφης, ἔπειτα τὶς κραυγὲς πόνου τῆς πρώτης
φορᾶς καὶ κατόπιν τὰ βογκητὰ τῆς ἡδονῆς. Τό ’χαν ἀκόμα διαλέξει
γιατὶ τ’ ἄχυρο θ’ ἀγκάλιαζε καὶ θὰ ζέσταινε τοὺς νιόπαντρους ἐραστὲς
καὶ θὰ ρούφαγε τὰ ἐρωτόλογα καὶ τὶς φωνές τους.
Καὶ τί δὲ θά ’χε ἀκούσει αὐτὸ τὸ σπιτάκι!
Τὴ Δευτέρα τὸ σεντόνι ἔπρεπε νὰ βγεῖ ματωμένο. Πόσα κοκόρια
εἶχαν σφαχτεῖ, γιατὶ τὸ ἄγχος τοῦ γαμπροῦ ἦταν μεγάλο ἢ ὁ ἔντιμος
πρότερος βίος τῆς νύφης δὲν ἦταν καὶ τόσο ἔντιμος! Ξέρω καὶ τραγικὲς
ἱστορίες. Μιᾶς νύφης τὸ σεντόνι βάφτηκε μὲ αἷμα χυμένο ἀπ’ τὸν
κομμένο της λαιμό. Τὴν ἔσφαξε ὁ ἴδιος ὁ ἀδερφός της σὰν κοκόρι, ὅταν
ὁ γαμπρὸς τοὺς ἔστειλε τὸ χασὲ κάτασπρο, μήνυμα γιὰ τὶς πομπὲς τῆς
κόρης.
Αὐτὰ ἤξερα γιὰ τὴ Βουλιῶ.
Ὅτι ὁ στάβλος μας ἤτανε τὸ σπιτάκι
τῆς πρώτης νύχτας κι ὅτι ὁ μεγάλος μου ὁ μπάρμπας ἔβαλε τέλος σ’ αὐτὴ
τὴν παρωδία. «Μὴν τολμήσετε» εἶπε «νὰ σταθεῖτε ἀπόξω καὶ μὴν ψάξετε
γιὰ σεντόνια κι αἵματα... Σᾶς ἔσφαξα.» Κι ἐπειδὴ ἤτανε κομματάκι
ντρέουρος κι ὅ,τι ἔλεγε τὸ ἐννοοῦσε, δὲν τολμήσανε νὰ συνεχίσουν
τὸ ἔθιμο.
Μετὰ τὸ γκρέμισμα τοῦ στάβλου, ἔμαθα ὅτι κάποτε ἦταν σπίτι,
τὸ σπίτι τῆς Βουλιῶς. Μιᾶς ἀγράμματης, ἁπλῆς κι ἁγνῆς γυναίκας. Ὅπως
εἶναι ὅλες οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ, μὲ μιὰ ὀμορφιὰ ποὺ τὴν αὐλακώνει
καθημερνὰ ὁ ἥλιος, τὸ ξεροβόρι κι ἡ ἀγροτιά.
Ὅμως,
ἐκεῖνος —ὁ ἄντρας της— δὲν τά ’βλεπε αὐτά. Ἀλλιῶς, δὲ θὰ ’φευγε μακριά
της, γιὰ τὴν ξένη χώρα χωρὶς μιὰ στερνὴ κουβέντα, ἕνα στερνὸ ἀγκάλιασμα,
ἕναν ἀναστεναγμό. Οὔτε λόγος γιὰ δάκρυα. Τὰ δάκρυα δὲν ἦταν γιὰ
τοὺς ἄντρες.
Κι ἀπὸ κεῖνο τὸ πρωινὸ τῆς ἀναχώρησης, οὔτε φωνὴ οὔτε ἀκρόαση.
Οὔτε ἕνα ἔμβασμα, ὅπως στὶς ἄλλες ποὺ οἱ ἄντρες τους εἴχανε πάει στὴν
Ἀμερική, οὔτε ἕνα γράμμα νὰ τῆς πεῖ πὼς εἶναι καλά, οὔτε κὰν δυὸ ξερὰ
χαιρετίσματα. Κι ἔπειτα, ὅταν ἐκείνη ἄκουγε ὅτι γύρισε κάποιος
ἀπὸ τὴν Ἀργεντίνα —πράγμα ποὺ μόνο τρεῖς φορὲς ἔζησε στὸ βίο της
(βλέπεις, ἡ χώρα ἦταν τόσο μακρινὴ μὲ ἐλάχιστους μετανάστες ἀπὸ
τὰ γύρω χωριά, μετρημένους στὰ δάχτυλα τοῦ ἑνὸς χεριοῦ)— ἔτρεχε μὲ
τὰ πόδια ὁλάκερα χιλιόμετρα γιὰ νὰ ρωτήσει ἂν εἴδανε τὸν ἄντρα
της, ἂν εἶναι καλά, ἂν τῆς στέλνει χαιρετίσματα. Εὐτυχῶς, ἡ ἁπλότητα
τοῦ μυαλοῦ της τὴν ἐμπόδιζε νὰ διακρίνει τὴν ἀμηχανία, ποὺ μετὰ
βίας κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὰ μισοπαγωμένα τους χαμόγελα. Φυσικὰ
καὶ ρώταγε γιὰ τὴν ὑγεία της καὶ τῆς ἔστελνε χαιρετίσματα. «Νά κι αὐτὸ
τὸ ξομπλιαστὸ μαντίλι ποὺ φοροῦνε οἱ γυναῖκες τῶν Ἀργεντίνων στὴν
τραχηλιὰ σὰν πᾶνε στὴν ἐκκλησά τους, μοῦ τό ’δωκε γιὰ σένα» τῆς εἶπε
κάποτε ἕνας μετανάστης.
Καὶ σὰ γύρισε ὁλόχαρη μὲ τὸ μαντίλι μπουρλιασμένο γύρω ἀπὸ
τὸ λαιμό της, οἱ χωριανές της κάνανε πὼς χαρήκανε μὲ τὴ χαρά της καὶ
ποτὲ καμιά τους δὲν ἔβγαλε ἄχνα γιὰ τοὺς ψιθύρους π’ ἀκουγόντανε, ὅτι
τάχατες ὁ προκομμένος της εἶχε φκιάσει καινούργια οἰκογένεια στὴν
Ἀργεντίνα μὲ μιὰ ντόπια κι εἶχαν καὶ παιδιά.
Καὶ κάθε φορὰ ποὺ κάποιος ἐρχόταν ἀπ’ ὄξω —τοξωτερικὸ— ὅλο
καὶ γέμιζε τὸ σπίτι της μὲ κάνα ξερὸ παξιμάδι, κάνα μάτσο ρίγανη,
κάνα περισσευούμενο ζαρζαβατικό, ποὺ οἱ γειτόνισσες παρὰ τὶς ἀνάγκες
τους στεροῦσαν ἀπὸ τὰ παιδιά τους, γρικώντας τὴν ἐρημιά της. Νιώθανε
τύψεις, ἀλλὰ καὶ τυχερὲς μέσα στὴ φτώχεια τους μὲ τὴν σκέψη ὅτι δὲν ἔχασαν
τὸ ταίρι τους στὴν ξενιτιά. Αὐτὲς τουλάχιστον καὶ νὰ κοιμόντανε νηστικὲς
θὰ χόρταιναν μὲ μιὰ νυχτερινὴ ἀγκαλιά.
Οἱ τύψεις συνεχίστηκαν ἀκόμα καὶ μετὰ τὸ θάνατο τῆς Βουλιῶς.
Ἴσως γι’ αὐτὸ νὰ διάλεξαν νὰ στέλνουν στὴ Βουλιῶ τὰ νιόπαντρα ζευγάρια
τὴν πρώτη νύχτα τοῦ γάμου τους. Νιώθανε πὼς ἔπρεπε νὰ ποτίζουν τὸ
στερημένο ἀπὸ ἔρωτα σπίτι, ὅπως ἔκαναν καὶ μὲ τὰ διψασμένα ζωντανά
τους.
Πηγή: [ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ]Ἀπὸ τὸν τόμο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις
(ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2015).
Φωτεινή Βασιλοπούλου. Σπούδασε Ἀγγλικὴ καὶ Ἑλληνικὴ Φιλολογία. Ζεῖ στὴν
Καλαμάτα καὶ ἐργάζεται στὴν Πρωτοβάθμια Ἐκπαίδευση. Πρῶτο της βιβλίο Γιὰ μιὰ χούφτα ζωή, Δεκαεφτά Διηγήσεις
(ἐκδ. Γαβριηλίδης, 2015).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου