Η ΑΛΤΙΣΙΔΟΡΑ βγῆκε ἀπὸ τὸ δωμάτιο,
κάνοντας πὼς σκουπίζει τὰ δάκρυά της μ’ ἕνα μαντίλι. Ἔνιωθε ταπεινωμένη
ποὺ ὁ Δὸν Κιχώτης δὲν δέχτηκε τὸν ἔρωτά της. Ὡστόσο, δὲν ἀπομακρύνθηκε.
Πῆγε στὸ τέρμα τοῦ διαδρόμου καὶ παραφύλαξε μέχρι νὰ φύγουν οἱ δοῦκες.
Θέλοντας νὰ τιμωρήσει τὸν ἱππότη ἐλεεινῆς μορφῆς ποὺ τὴν ἀπέκρουσε,
σκαρφίστηκε μιὰ παράξενη ἰδέα.
Μόλις
εἶδε τὸν Δὸν Κιχώτη νὰ πηγαίνει πρὸς νεροῦ του, μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ
ξεγύμνωσε τὸ στῆθος της. Ὁ Σάντσος σάστισε. Ἡ Ἀλτισιδόρα τὸν πλησίασε
καὶ τὸν ἀγκάλιασε. Τὸ στόμα της κόλλησε στὸ δικό του, τὸ χέρι της ψαχούλεψε
ἀνάμεσα στὰ πόδια του. Ἐκεῖνος, ἐντελῶς ἀπροετοίμαστος, τράβηξε
τὸ κεφάλι του, λέγοντας:
«Ἀγαπάω
τὴ γυναίκα μου, δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀπατήσω.»
«Εἶσαι
ἀνόητος.»
«Τὸ
κοκόρι μου δὲν μπορεῖ νὰ τραγουδήσει.»
«Εἶστε
κι οἱ δύο τρελοὶ γιὰ δέσιμο», τοῦ εἶπε θυμωμένη ἡ Ἀλτισιδόρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου