ΣΕ
ΤΟΥΤΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ κάνει κανεὶς γνωριμιὰ μὲ ἀνθρώπους εἰδῶν-εἰδῶν. Οἱ πολλοὶ
ἀπ' αὐτοὺς ξεχνιοῦνται, μὰ κάτι λίγοι μοναχὰ ἀπομένουνε μέσα στὴν
καρδιά σου. Κ’ ἐγώ, σὰν ἄνθρωπος ποὺ εἶμαι, ἔδεσα γνωριμία μὲ κάμποσους,
πολλὲς φορὲς χωρὶς νὰ τὸ θέλω, ἀκόμα καὶ μὲ ἀνθρώπους καταφρονεμένους,
ποὺ τοὺς ἔχουνε οἱ ἄλλοι γιὰ τῆς γῆς τὰ κατακάθια. Καί, μ' ὅλα ταῦτα, σὲ
κάτι τέτοιους βρῆκα πολλὲς φορὲς τὸ μαργαριτάρι, ποὺ δὲν τὸ βρίσκεις
σὲ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουνε φημισμένο ὄνομα κι ἄλλα πολλὰ ἀπὸ τὰ ψεύτικα
στολίδια ποὺ τὰ τιμᾶς. Τοὺς ἀνθρώπους τοὺς τρώγει σὰν σαράκι ἡ μανία
νὰ φαίνουνται σπουδαῖοι καὶ νὰ τοὺς θαυμάζει ὁ κόσμος. Σὰν τὰ λουλούδια
εἶναι κ’ οἱ ἄνθρωποι, ἄλλοι ἀγαπᾶνε τὰ φανταχτερὰ τὰ λουλούδια, ποὺ
τὰ πουλᾶνε γιὰ νὰ στολίζουνε τὰ τραπέζια τους ἢ τὶς κηδεῖες τους, κι ἄλλοι
πάλι, οἱ λιγοστοὶ κ’ οἱ φτωχοὶ σὰν ἐμένα, ἀγαπᾶνε τὰ ταπεινὰ τ’ ἀγριολούλουδα
τοῦ βουνοῦ.
Εν όψει, έργο του Παναγιώτη Τέτση (1925-2016)
Μὰ αὐτὰ ἔχουνε τὴ μοσκοβολιά, ἐνῶ τ' ἄλλα, τὰ ἐπίσημα, εἶναι σὰν νά 'ναι κανωμένα ἀπὸ χαρτὶ κι ἀμύριστα, μονάχα ποὺ ἔχουνε ἀρχοντικιὰ ὄψη καὶ ζωηρὰ χρώματα, καὶ κεῖνα πολλὲς φορὲς ψεύτικα, κανωμένα μὲ μπογιὲς ποὺ τὶς βάζουνε στὴ ρίζα τους.
Εν όψει, έργο του Παναγιώτη Τέτση (1925-2016)
Μὰ αὐτὰ ἔχουνε τὴ μοσκοβολιά, ἐνῶ τ' ἄλλα, τὰ ἐπίσημα, εἶναι σὰν νά 'ναι κανωμένα ἀπὸ χαρτὶ κι ἀμύριστα, μονάχα ποὺ ἔχουνε ἀρχοντικιὰ ὄψη καὶ ζωηρὰ χρώματα, καὶ κεῖνα πολλὲς φορὲς ψεύτικα, κανωμένα μὲ μπογιὲς ποὺ τὶς βάζουνε στὴ ρίζα τους.
Θέλουνε
νὰ ἔχουνε σπουδαῖα καὶ φανταχτερὰ πράγματα στὰ σπίτια τους, ἀκόμα
καὶ στὰ μνήματά τους. Γιὰ τοῦτο, ὅποιος δὲν ἔχει τέτοιες ἀνόητες ἔγνοιες,
στὰ μάτια τους εἶναι «πτωχὸς τῷ πνεύματι», ἀδιαφόρετος, ἐχθρός τῆς
προόδου. Ἕνας κουφιοκεφαλάκης «μονδέρνος» μοῦ εἶπε κάποτε: «Μὰ δὲν
καταλάβατε ὅτι ὁ πολιτισμένος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς
τέτοιες φιλοδοξίες καὶ ὅτι ἡ ζωὴ μας πρέπει νὰ εἶναι ἕνας διαρκὴς ἀνταγωνισμός;»
Ἤθελα νὰ τοῦ πῶ: «Ἴσια-ἴσια τὸ κατάλαβα καὶ γι’ αὐτὸ ἀπόμεινα ἔτσι
ποὺ εἶμαι.» Κ’ εἶπα μέσα μου: «Ἄφες τοὺς νεκροὺς θάπτειν τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς!»
Θυμήθηκα κάποια λόγια ποὺ μοῦ εἶπε μιὰ φορὰ ἕνας ἁπλὸς κι ἀγράμματος
ἄνθρωπος: «Ἡ γῆ γιὰ καθεαυτοῦ δικά της παιδιὰ ἔχει τ’ ἄγρια τὰ χορτάρια.
Τ’ ἄλλα, ποὺ τὰ ἡμέρεψε ὁ ἄνθρωπος, τά ‘χει γιὰ προγόνια της. Γι' αὐτὸ
θεριεύουνε τ’ ἀληθινά τὰ παιδιά της καὶ πνιγοῦνε τὰ προγόνια, κι ὁ ἄνθρωπος
τὰ ξεβοτανίζει. Μὲ τὸν καιρὸ τὰ προγόνια αὐτά, δηλαδὴ τὰ ἥμερα, γυρίζουνε
στὸ φυσικό τους κι ἀγριεύουνε καὶ γίνουνται πάλι ἀληθινὰ παιδιὰ τῆς
γῆς, γιατί ἡ μάννα τους τὰ θέλει ἄγρια.» Κ’ ἕνα ἄλλο ποὺ μοῦ εἶπε ὁ ἴδιος:
«Τὸν Ἀπρίλη μεγαλώνουνε οἱ καρποί, τὸ κριθάρι, τὸ σιτάρι, καὶ πιὸ ὕστερα
τ' ἀπίδια, τὰ σῦκα, τὰ σταφύλια, καὶ λένε στὴ μάννα τους τὴ γῆς:
"Μάννα, πᾶμε νὰ μᾶς φᾶνε τὰ θηρία!" — δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι. Καὶ
κείνη τοὺς ἀποκρίνεται: "Ἔννοια σας, κ’ ἐγὼ θὰ τὰ φάω σὰν ἔρθει ἡ
σειρά τους!"...» Λοιπόν, τί ἀνταγωνισμὸς καὶ ξεανταγωνισμός; Ὁ
ξιππασμένος ἄνθρωπος θαρρεῖ πὼς κάτι κάνει τάχα μὲ τὶς ἐπιδείξεις
του καὶ μὲ τὸ νὰ καταφρονᾶ τὸν ἄλλον, ποὺ δὲν ἔχει τὶς κουτὲς αὐτὲς λεπτολογίες,
ἀλλὰ ζεῖ ἁπλὰ κι ἀφτιασίδωτα. Μὲ τέτοια ἀσκιὰ φουσκωμένα ἀπὸ περηφάνεια
φορτώνουνε τὸ καράβι τῆς ζωῆς τους αὐτοὶ οἱ τετραπέρατοι ἀνόητοι,
ποὺ δὲν ἔχουνε καιρὸ νὰ δοῦνε τὴν οὐσία τῆς ζωῆς, ὣς ποὺ νὰ πᾶνε νὰ τ’ ἀράξουνε
ἀδειανὸ στὸ μαρμαρένιο μουράγιο τοῦ τάφου. Γι’ αὐτό, οἱ τέτοιοι, καταγινόμενοι
μ' αὐτὰ τὰ τριμμένα καὶ τὰ συνηθισμένα, δὲν ἔχουνε ποτὲς ἀπάνω τους
καμιὰν ἔμορφη καὶ παράξενη μανία, ποὺ νὰ τοὺς ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς ἄλλους
καὶ ποὺ νὰ δίνει χαραχτῆρα στὴ ζωή τους, παρὰ εἶναι κρύοι, ἄνοστοι,
προσποιημένοι, χωρὶς καμιὰ μυρουδιά, σὰν τὰ ψεύτικα λουλούδια ποὺ εἴπαμε.
Κάποιοι
ἀπ' αὐτούς, ἐνῶ λείπει ἀπὸ πάνω τους κάθε οὐσία τῆς ζωῆς, καταπιάνουνται
νὰ κατασκευάσουνε κάποιο ψεύτικο εἴδωλό της, γιὰ νὰ ξεχωρίσουνε
μ' αὐτὸ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ φανοῦνε πὼς δὲν εἶναι ἀπὸ τοὺς συνηθισμένους.
Ἔτσι τὸ ρίχνουνε στὴν τέχνη καὶ κάνουνε κάτι κούφια χαρτοφάναρα, ποὺ
τὰ λένε μὲ λογῆς-λογῆς ὀνόματα, σουρεαλισμό, ὑπαρξισμό, ἀμοραλισμό,
κ' ἕνα σωρὸ ἄλλα. Μὲ τέτοιες τεχνικὲς σκηνοθεσίες θαρροῦν πὼς μποροῦνε
νὰ γίνουνε πρωτότυποι, ἐνῶ εἶναι ἄνθρωποι κανωμένοι ἀπὸ τὸ πιὸ συνηθισμένο
ζυμάρι. Σύμφωνα μὲ κάποιες συνταγὲς κατασκευάζεται κ' ἡ πρωτοτυπία
στὰ χρόνια μας. Τὸ «Ὁ ποιητὴς γεννιέται, δὲν γίνεται» εἶναι πιὰ μόνο
γιὰ μᾶς τοὺς πνευματικοὺς παλαιοημερολογίτες. Κι ὅπως ὅλα τα τεχνητὰ
πράματα ἔχουνε τὴν πεθαμένη μυρουδιὰ ποὺ μυρίζει τὸ ἐργαστήριο, ἔτσι
κ' ἡ ζωὴ τους εἶναι κρύα, ἀνάλατη, χημική, μ' ἕναν λόγο «αἰσθητική».
Μὰ μπορεῖ νὰ βρεθεῖ πορτοκαλιὰ στὴ Σπιτσβέργη ἢ μοσκοβολημένος βασιλικὸς
στὴν Τέρρα Νόβα; Βασιλικὸς καὶ γαρύφαλλα καὶ μαντζουράνα καὶ κάθε λογῆς
μυρουδικὸ λουλούδι βγαίνει ἐκεῖ ποὺ πιάνει ὁ σπόρος τους ἀπὸ φυσικό
του, καὶ τότες ἔχουνε χάρη κι ἀλήθεια. Μὲ τὴ σκηνοθεσία δὲν μπορεῖς
νὰ κάνεις ζωή, οὔτε μὲ τὴν ψευτιὰ μπορεῖς νὰ κάνεις ἀλήθεια. Μιὰ ἀλήθεια
ὑπάρχει, ἡ ἀληθινή.
Μὰ
αὐτὰ τὰ φιλοσοφικὰ ποὺ εἶπα, ἴσως νά ‘τανε καλύτερα νὰ λείπανε.
Πιὸ φανερὸ γίνεται τὸ πρᾶγμα ποὺ θέλω νὰ πῶ, ἀπὸ μιὰ ἱστορία. Τὴν ἔχω
γράψει, μαζὶ μὲ ἄλλες, σ' ἕνα τεφτέρι ποὺ μάζεψα κάμποσους ἀνθρώπους
ὁποὺ εἴχανε κάποια ἔμορφη ἰδιοτροπία στὴ ζωή τους, καὶ ποὺ ζήσανε
χωρὶς νά ‘χουνε καμιὰ αἰσθητικὴ συνταγὴ στὸ κεφάλι τους, δηλαδὴ δίχως
νὰ σκηνοθετηθοῦνε τὴ ζωή τους. Ὅ,τι κάνανε, τὸ κάνανε ἀπροσποίητα,
φυσικά, καὶ γι' αὐτὸ ἤτανε ἀληθινὸ καὶ ζωντανό.
Στὴν
οἰκουμένη δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχει ἄλλο μαγαζὶ σὰν τὸ μαγαζὶ ποὺ εἶχε
ὁ κυρ-Γιώργης ὁ Ταλιάνης στὴν πατρίδα μου. Πρωτοφανές!
Αὐτὸ
τὸ μαγαζὶ ἤτανε μέσα στὸ μεγάλο ταρσί, καλό, ἁπλόχωρο. Κι ὁ κυρ-Γιώργης
ἤτανε ἄνθρωπος νοικοκύρης, μὲ περιουσία, τῆς καλῆς κοινωνίας. Ἀλλὰ
τί πουλοῦσε αὐτὸ τὸ μαγαζί; Τίποτα! Τὸ εἶχε γιὰ νὰ περνᾶ τὴν ὥρα του,
γιὰ νὰ πηγαίνει νά τ’ ἀνοίγει καὶ νὰ τὸ κλείνει, ὅπως οἱ ἄλλοι μαγαζιάτορες,
νά ‘χει δουλειά, νὰ μὴ στεναχωριέται· εἶχε νὰ φάγει καὶ νὰ πιεῖ καὶ τοῦ
περισσεύανε. Ἀντὶ λοιπὸν νὰ πουλᾶ, ἀγόραζε. Τί ἀγόραζε; Παλιοσίδερα.
Στὶς
ἀνοιχτὲς καπάντζες ἤτανε κρεμασμένα κλειδιά, παλιοκλειδαριές, παλιόκαρφα,
τσάγρες(1), μεντεσέδες ἀπὸ πόρτες κι ἀπὸ παραθύρια, παράντια(2),
μασιές(3), χαλκάδες, γάντζοι, ψιλὲς ἁλυσίδες, μπουργοῦδες (4), κατσαβίδια
σκουριασμένα, ὅ,τι σίδερο βάλει ὁ νοῦς σου. Στὶς μόστρες, μπροστὰ στὶς
καπάντζες, εἶχε βαλμένα κάτι ξύλινα κουτιὰ καὶ κρίνες(5), κ' εἶχε
βαλμένο μέσα τὸ διαλεχτό τὸ πράμα: πρόκες, καρφιὰ ψιλά, τσαγκαράδικα,
βίδες, τσοκαρόκαρφα (κοσκινόπροκες), ἀγκίστρια, ὅλα σκουριασμένα.
Ἀλλοῦ εἶχε βαλμένα τὰ πιὸ χοντρύτερα: γύφτικα καρφιά, παραλίκια,
κλαδευτήρια, τσακάδες, σουγιάδες κολοκοτρώνηδες. Πολλὰ ἀπ’ αὐτὰ ἤτανε
ὁλότελα λιωμένα ἀπὸ τὴ σκουριά. Μέσα, τὸ μαγαζὶ ἦταν γεμάτο ἀπὸ
χοντρὰ σιδερικά, στοιβιασμένα ἀπὸ χρόνια στὰ ἄδυτα, κ' εἶχε ἀφήσει
στὴ μέση λίγον τόπο γιὰ νὰ περνᾶ. Τανάλιες, τσιμπίδια, κάνουλες,
τσουγχράνες, δρεπάνια, πριόνια, βαρίδια τοῦ κανταριοῦ, σίδερα ἀπὸ
παλάντζες κι ἀπὸ ζυγαριές, σίδερα γιὰ σιδέρωμα, μαγκαλοπόδαρα, ὅλα
παμπάλαια, καταφαγωμένα ἀπὸ τὴ σκουριά. Στὶς γωνίες κειτόντανε τὰ
πιὸ βαριά, ἄγκουρες ὁλάκερες ἢ κομματιασμένες, ἁλυσίδες καραβίσιες,
σίδερα τῆς σαβούρας (μαντέμια), ὄκια, μπρατσόλια, περόνια τῆς καρίνας,
κολντεμίρια(6), βελόνια τοῦ τιμονιοῦ, χάρπες, μακαράδες, καμάκια,
σίδερα ποὺ σιδερώνανε τὰ φέσια, κειτάμενα ἐκεῖ πέρα ἀπὸ τριάντα-σαράντα
χρόνια. Στοὺς τοίχους ἤτανε κρεμασμένες ἁλυσίδες βαριές, πυροστιὲς
μὲ λιωμένα ποδάρια, κλειδάρες γύφτικες, κομμάτια ἀπὸ κάγκελα, κι ἄλλα
τέτοια σαράβαλα.
Πλάγι στὴν πόρτα ἤτανε ἕνας μπάγκος κ' εἶχε ἀπάνω μιὰ ζυγαριά,
τὸ μονάχο πρᾶγμα ποὺ δὲν ἤτανε σκουριασμένο, μάλιστα ἤτανε γυαλισμένη
καὶ περιποιημένη. Ὅ,τι σιδερένιο πρᾶγμα βρίσκανε τὰ φτωχόπαιδα, τὸ
πηγαίνανε στὸν κὺρ-Γιώργη. Ἂν ἤτανε μικρά, πρόκες, ψιλὲς ἁλυσίδες
καὶ τέτοια, ὁ κυρ-Γιώργης τά ’βαζε στό ‘να τάσι τῆς ζυγαριᾶς, κι ἀπὸ
τ' ἄλλο, ἀντὶ γιὰ ζύγια, ἔριχνε στραγγάλια, ὣς ποὺ νά 'ρθει ἡ ζυγαριὰ
στὸ ἴσιο, καὶ τὰ ’δινε γιὰ πληρωμὴ στὸ παιδὶ ποὺ τὰ πῆγε. Αὐτὸ ἤτανε τὸ
λεπτὸ ἐμπόριο. Τὰ χοντρὰ καὶ τὰ βαριά τὰ σίδερα τὰ συμφωνοῦσε μὲ τὸ
κομμάτι.
Τὸ
κατάστημα εἶχε καὶ χοντζερέ(7), μὰ ὁ κυρ-Γιώργης τραβοῦσε τὸ συρτάρι
μονάχα γιὰ νὰ πληρώσει τὸν καφὲ ποὺ τοῦ ἔφερνε ὁ καφετζὴς ἢ γιὰ νὰ δώσει
ἐλεημοσύνη σὲ κανέναν φτωχόν.
Καὶ
νὰ μὴ φανταστεῖς πὼς ὁ κυρ-Γιώργης ἤτανε κανένας σαλεμένος(8). Ἤτανε
ἄνθρωπος σοβαρός, οἰκογενειάρχης, ὡς ἑξήντα χρονῶν, βρακὰς μὲ καινούργια
ροῦχα κι ἀκριβὰ σαλβάρια, κατακάθαρος, μὲ μετζὶτ φέσι, σ’ ὅλα νοικοκυρεμένος
στὸ παρουσιαστικό του. Ἄνοιγε κ' ἔκλεινε τὸ μαγαζί του ταχτικά, ὅπως
ὅλοι οἱ ἔμποροι, μανιφατουριέρηδες, μισιρτζῆδες, σπετσέρηδες,
καφετζῆδες, ταβερνάρηδες· καί, τὶς ὧρες ποὺ δὲν εἶχε δουλειὰ ἡ πιάτσα,
ἔπαιζε τάβλι ἢ πρέφα καὶ φουμάριζε ναργκιλὲ μὲ τοὺς ἄλλους ἔμπορους,
εἶχε μάλιστα μανία νὰ συζητᾶ πολιτικὰ καὶ κουβέντιαζε στοχαστικὰ
καθὼς καὶ στ' ἄλλα τὰ ζητήματα.
Τὸ
Σαββατόβραδο, σὰν χτυποῦσε ὁ Ἑσπερινός, σφαλοῦσε τὸ μαγαζὶ καὶ πήγαινε
στὴν ἐκκλησία, στὴ μητρόπολη, ποὺ ἤτανε κοντὰ στὴν ἀγορά. Ὅποτε ἔβρεχε,
καθότανε στὸ τεζιάκι καὶ κουβέντιαζε μὲ κανέναν φίλο του. Ἔπαιρνε
καὶ φημερίδα ἀπὸ τὴ Σμύρνη, τὴν «Ἀμάλθεια», κ' ἔκανε μιὰ βδομάδα ὣς
νὰ τὴ διαβάσει. Τὴν προσφάγιζε λίγη-λίγη, ὣς ποὺ νά 'ρθει ἡ ἄλλη, στ'
ἄλλο τὸ ταξίδι.
Ἀρρώστησε
λίγες μέρες πρὶν πεθάνει, καὶ τότες ἔκλεισε πιὰ γιὰ πάντα ἐκεῖνο τὸ
μαγαζί, καὶ δὲν ἄνοιξε ὣς ποὺ φύγανε οἱ Ἀϊβαλιῶτες καὶ ρήμαξε ἡ πολιτεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου