O ΑΛΟΝΣΟ
ΚΙΧΑΝΟΣ, ποὺ συνήθιζε μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ νὰ ὑπογράφει τ’ ὄνομά
του μὲ τὸ ἄλφα ἐντὸς κύκλου, ἔστρεψε τὸ ὕστατο βλέμμα του στὰ διακοσμητικὰ
σουβενὶρ ἀπὸ τὸ θερινὸ ταξίδι στὴν Βαρκελώνη· ἔκλεισε καὶ κλείδωσε,
διὰ παντός, τὴ θύρα τῆς ἐργένικης γκαρσονιέρας καὶ μὲ τὸ μυαλό του ἐλεύθερο
καὶ καθαρό, χωρὶς τὶς σκοτεινὲς σκιὲς ποὺ πάνω του ἔριχνε τὸ πικρὸ καὶ
συνεχὲς διάβασμα τῶν ἱπποτικῶν, ὅπως τὰ παρομοίαζε, βιβλίων, ξεκίνησε
γιὰ τὴ βάρδια του, φύλακας φυλακῶν, ἔχοντας ἤδη κατὰ νοῦ πὼς ὁ ἑπόμενος
θὰ τὸν ἔβρισκε νὰ ἔχει σημαδέψει τὴν καρδιά του μὲ τὸ ὑπηρεσιακὸ πιστόλι.
Ὅπως καὶ ἔγινε. Δίχως σημείωμα. Δίχως ἐξήγηση. Παρὰ μονάχα σὲ μιὰ
χαραμάδα τῶν ματιῶν του στιλπνὰ νὰ καθρεφτίζονται, ἀκόμη, ἕνα ξύλινο
κοντάρι κι ἕνα μπρούτζινο λεγένι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου