Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 21 Ιουλίου 2015

Cristina Peri Rossi: Τελεία

(Punto final)
OΤΑΝ ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΜΕ, ἐ­κεί­νη μοῦ εἶ­πε: «Σοῦ δί­νω τὴν τε­λεί­α. Εἶ­ναι μιὰ τε­λεί­α πο­λύ­τι­μη, μὴν τὴ χά­σεις. Κρά­τη­σέ τη γιὰ νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις τὴν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή. Εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο ποὺ μπο­ρῶ νὰ σοῦ δώ­σω καὶ τὸ κά­νω για­τὶ σὲ ἐμ­πι­στεύ­ο­μαι. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν μὲ ­πο­γο­η­τεύ­σειςΓιὰ πο­λὺ και­ρὸ εἶ­χα στὴν τσέ­πη μου τὴν τε­λεί­α. ­να­κα­τε­μέ­νη μὲ τὰ ψι­λά, τὰ τρίμ­μα­τα κα­πνοῦ καὶ τὰ σπίρ­τα, εἶ­χε λι­γά­κι βρω­μί­σει. ­πι­πλέ­ον, εἴ­μα­σταν τό­σο εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι ποὺ πί­στε­ψα πὼς πο­τὲ δὲν θὰ χρει­α­ζό­ταν νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω. ­γό­ρα­σα τό­τε μιὰ μαύ­ρη θή­κη καὶ τὴ φύ­λα­ξα ­κεῖ. Οἱ μέ­ρες περ­νοῦ­σαν ­νέ­με­λες, μα­κριὰ ­πὸ τὴν ­πο­γο­ή­τευ­ση καὶ τὴν πλή­ξη. Τὸ πρω­ὶ ξυ­πνού­σα­με χα­ρού­με­νοι, εὐ­γνώ­μο­νες ποὺ εἴ­μα­σταν μα­ζί. Ἡ κά­θε μέ­ρα ἀ­νοί­γον­ταν μπρο­στά μας σὰν ἕ­νας με­γά­λος ἄ­γνω­στος κό­σμος, γε­μά­τος ἐκ­πλή­ξεις ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με. Τὰ οἰ­κεῖ­α πράγ­μα­τα ἐ­πα­νέ­κτη­σαν μιὰ χα­μέ­νη φρε­σκά­δα καὶ ἄλ­λα, ὅ­πως τὰ πάρ­κα ἢ οἱ λί­μνες, ξα­νά­γι­ναν φι­λό­ξε­να, μη­τρι­κά. Δι­α­σχί­ζα­με τοὺς δρό­μους πα­ρα­τη­ρών­τας πράγ­μα­τα ποὺ ὁ ὑ­πό­λοι­πος κό­σμος δὲν ἔ­βλε­πε καὶ τὰ ἀ­ρώ­μα­τα, τὰ χρώ­μα­τα, τὰ φῶ­τα, ὁ χρό­νος καὶ ὁ χῶ­ρος ἦ­ταν πιὸ ἔν­το­να. Ἡ ἀν­τί­λη­ψή μας εἶ­χε ὀ­ξυν­θεῖ σὰν ὑ­πὸ τὴν ἐ­πήρ­εια ἑ­νὸς ἰ­σχυ­ροῦ ναρ­κω­τι­κοῦ. Ἀλ­λὰ δὲν εἴ­μα­σταν ζα­λι­σμέ­νοι, πα­ρὰ δια­υγεῖς καὶ γα­λή­νιοι, προι­κι­σμέ­νοι μὲ μιὰ πα­ρά­ξε­νη ἱ­κα­νό­τη­τα ἐ­ναρ­μό­νι­σης μὲ τὸν κό­σμο. Εἴ­χα­με μα­ζὶ μὲ τὶς αἰ­σθή­σεις μας μιὰ μο­να­δι­κὴ με­λω­δί­α ποὺ σε­βό­ταν τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κὴ τά­ξη, χω­ρὶς νὰ στη­ρί­ζε­ται σ’ αὐ­τή.

       Μὲ τὴν εὐ­τυ­χί­α ξέ­χα­σα τὴ θή­κη, ἢ τὴν ἔ­χα­σα ἀ­συ­ναί­σθη­τα. Δὲν μπο­ρῶ νὰ ξέ­ρω. Τώ­ρα ποὺ ἡ εὐ­τυ­χί­α τε­λεί­ω­σε δὲν βρί­σκω που­θε­νὰ τὴν τε­λεί­α. Αὐ­τὸ δη­μι­ουρ­γεῖ καυ­γά­δες καὶ πε­ραι­τέ­ρω ἐ­χθρό­τη­τα. «Ποῦ τὴν ἔ­βα­λες;», μὲ ρω­τά­ει ἐ­κεί­νη ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νη, «Τί πε­ρι­μέ­νεις γιὰ νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις; Μὴν κα­θυ­στε­ρεῖς ἄλ­λο ἀλ­λι­ῶς ὅ­λα ὅ­σα προ­η­γή­θη­καν θὰ χά­σουν ὀ­μορ­φιὰ καὶ νό­η­μα». Ψά­χνω στὶς ντου­λά­πες, στὰ παλ­τά, στὰ συρ­τά­ρια, στὴ φό­δρα τῆς πο­λυ­θρό­νας, κά­τω ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι καὶ τὸ τρα­πέ­ζι. Ἀλ­λὰ ἡ τε­λεί­α δὲν εἶ­ναι ἐ­κεῖ, οὔ­τε ἡ θή­κη. Ἡ ἀ­να­ζή­τη­σή μου ἔ­γι­νε ἔν­το­νη, ἐμ­μο­νι­κή. Εἶ­ναι πι­θα­νὸ νὰ τὴν ἔ­χα­σα στὴ διά­ρκεια μιᾶς ἀ­πὸ τὶς εὐ­τυ­χι­σμέ­νες μας στιγ­μές. Δὲν εἶ­ναι στὸ σα­λό­νι, οὔ­τε στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα, οὔ­τε στὸ τζά­κι. Νὰ τὴν ἔ­φα­γε ὁ γά­τος;
       Ἡ ἀ­που­σί­α της αὐ­ξά­νει τὴν δυ­στυ­χί­α μας μὲ τρό­πο ἐ­πώ­δυ­νο. Ὅ­σο ἡ τε­λεί­α δὲν ἐμ­φα­νί­ζε­ται εἴ­μα­στε δε­μέ­νοι ὁ ἕ­νας μὲ τὸν ἄλ­λο καὶ αὐ­τοὶ οἱ κρί­κοι τῆς ἁ­λυ­σί­δας εἶ­ναι φτι­αγ­μέ­νοι ἀ­πὸ ἐ­χθρό­τη­τα, ἀ­πά­θεια, ντρο­πὴ καὶ μί­σος. Πρέ­πει νὰ ἀ­πο­δε­χτοῦ­με τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι θὰ συ­νε­χί­σου­με ἔ­τσι, χα­ρα­μί­ζον­τας τὴν πι­θα­νό­τη­τα μιᾶς και­νούρ­γιας ζω­ῆς. Οἱ νύ­χτες μας εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τες ὄν­τας ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νὰ μοι­ρα­ζό­μα­στε τὴν ἴ­δια κρε­βα­το­κά­μα­ρα ὅ­που ἡ μνη­σι­κα­κί­α ἔ­χει τὸ ὕ­ψος ἑ­νὸς τοί­χου καὶ προ­κα­λεῖ ἀ­σφυ­ξί­α σὰν μιὰ νο­ση­ρὴ ἀ­να­θυ­μία­ση. Τυ­λί­γει τὰ ἔ­πι­πλα, τὰ ντου­λά­πια, τὰ βι­βλί­α, δι­ά­σπαρ­τα στὸ πά­τω­μα. Δι­α­φω­νοῦ­με γιὰ τὰ πάν­τα ἂν καὶ κα­τὰ βά­θος ξέ­ρου­με ὅ­τι πρό­κει­ται γιὰ τὴν ἐ­ξα­φά­νι­ση τῆς τε­λεί­ας, γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ἐ­κεί­νη μὲ κα­τη­γο­ρεῖ. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς νο­μί­ζω ὅ­τι ἔ­χει τὴν ὑ­πο­ψί­α πὼς στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὴν ἔ­χω κρυμ­μέ­νη γιὰ νὰ τὴν ἐκ­δι­κη­θῶ. «Δὲν ἔ­πρε­πε νὰ σὲ ἐμ­πι­στευ­τῶ», κα­τη­γο­ρεῖ τὸν ἑ­αυ­τό της. «Ἔ­πρε­πε νὰ τὸ φαν­τα­στῶ ὅ­τι θὰ μὲ πρό­δι­νες».
       Ἦ­ταν μιὰ μα­κριά, ἀ­ση­μέ­νια θή­κη, ἀ­π’ αὐ­τὲς ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν πα­λιὰ γιὰ νὰ φυ­λᾶ­νε τὸν κα­πνό. Τὴν ἀ­γό­ρα­σα σὲ μιὰ ἀ­γο­ρὰ πα­λαι­ῶν εἰ­δῶν. Μοῦ φά­νη­κε τὸ πιὸ κα­τάλ­λη­λο μέ­ρος γιὰ νὰ τὴν βά­λω. Ἡ τε­λεί­α ἦ­ταν ἐ­κεῖ, στρογ­γυ­λή, μι­κρο­σκο­πι­κή, βο­λε­μέ­νη μιὰ χα­ρά. Ἀλ­λὰ πέ­ρα­σαν τό­σα χρό­νια. Εἶ­ναι πι­θα­νὸ νὰ χά­θη­κε κα­τὰ τὴ διά­ρκεια μιᾶς με­τα­κό­μι­σης ἢ ἴ­σως νὰ τὴν ἔ­κλε­ψε κά­ποι­ος νο­μί­ζον­τας πὼς ἦ­ταν πο­λύ­τι­μη.
       Ἀ­φοῦ τὴν ψά­χνω μά­ται­α σχε­δὸν ὅ­λη τὴ μέ­ρα, φεύ­γω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι γιὰ νὰ μὴν συ­ναν­τή­σω τὸ κα­τη­γο­ρη­τή­ριο βλέμ­μα της, τὴ φω­νή της γε­μά­τη μί­σος. Ὅ­λη ἡ προ­η­γού­με­νη εὐ­τυ­χί­α μας ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε καὶ θὰ ἦ­ταν ἀ­νώ­φε­λο νὰ σκε­φτεῖ κα­νεὶς πὼς θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει. Ἀλ­λὰ οὔ­τε νὰ χω­ρί­σου­με μπο­ροῦ­με. Αὐ­τὴ ἡ τε­λεί­α ποὺ ἔ­χει τὴν τά­ση νὰ ξε­γλι­στρᾶ μᾶς ἑ­νώ­νει, μᾶς δέ­νει, μᾶς γε­μί­ζει κα­κί­α καὶ θυ­μό, κα­τα­σπα­ρά­ζει μί­α πρὸς μί­α τὶς προ­η­γού­με­νες μέ­ρες, αὐ­τὲς ποὺ ὑ­πῆρ­ξαν ὄ­μορ­φες.
       Τὸ μό­νο ποὺ ἐλ­πί­ζω εἶ­ναι νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ κά­ποι­α στιγ­μή, κα­τὰ τύ­χη, χα­μέ­νη σὲ κά­ποι­α τσέ­πη, ἀ­να­κα­τε­μέ­νη μα­ζὶ μὲ ἄλ­λα ἀν­τι­κεί­με­να. Τό­τε θὰ εἶ­ναι μιὰ χον­τρή, θλι­βε­ρή, βρώ­μι­κη καὶ σκο­νι­σμέ­νη τε­λεί­α ἐ­κτὸς χρό­νου, σὰν αὐ­τὴ ποὺ βά­ζουν οἱ πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νοι συγ­γρα­φεῖς.

Πη­γή: Por fin solos, Ἐκδ. Lumen, Barcelona, 2004.

Κρι­στί­να Πέ­ρι Ρό­σι (Cristina Peri Rossi) (Μον­τε­βι­δέ­ο, 12 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 1941). Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας, ποι­ή­τρια, με­τα­φρά­στρια καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἀ­πὸ τὶς ση­μαν­τι­κό­τε­ρες γυ­ναι­κεῖ­ες λο­γο­τε­χνι­κὲς φι­γοῦ­ρες τῆς Οὐ­ρου­γουά­ης ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’50 μέ­χρι σή­με­ρα. Τὸ ἔρ­γο της ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ δε­κα­πέν­τε γλῶσ­σες καὶ τὶς ἔ­χουν ἀ­πο­νε­μη­θεῖ τὰ βρα­βεῖ­α: Premio Ciudad de Barcelona 1991, Premio Internacional de Poesia Rafael Alberti 2003, Premio Internacional de Poesia Fundacion Loewe 2009. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τῆς με­τα­φρά­στρι­ας.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Νάνσυ Ἀγγελῆ(Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἀν­τί­στρο­φα. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Κέν­τρο Βυ­ζαν­τι­νῶν, Κυ­πρια­κῶν καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν Σπου­δῶν τῆς Γρα­νά­δα κα­θὼς καὶ μὲ τὸ Δι­ε­θνὲς Ἰν­στι­τοῦ­το Με­τά­φρα­σης, I­n­s­t­i­t­ut V­i­r­t­u­al I­n­t­e­r­n­a­c­i­o­n­al de T­r­a­d­u­c­c­io, τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Ἀ­λι­κάν­τε. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἰ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/

       Τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2015 κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ πρῶ­το της βι­βλί­ο, μιὰ συλ­λο­γὴ μὲ 27 σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ τί­τλο Μιὰ μέ­ρα ἀ­πό­λυ­της ἡ­συ­χί­ας (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες). Τα­κτι­κὴ συ­νερ­γά­τις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸν οὐ­ρου­γουα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Mario Benedetti καὶ τὸν γρα­να­δί­νο Ángel Olgoso.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου