(Punto final)
OΤΑΝ ΓΝΩΡΙΣΤΗΚΑΜΕ, ἐκείνη μοῦ εἶπε: «Σοῦ δίνω τὴν τελεία. Εἶναι
μιὰ τελεία πολύτιμη, μὴν τὴ χάσεις. Κράτησέ τη γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσεις τὴν κατάλληλη στιγμή. Εἶναι τὸ καλύτερο ποὺ μπορῶ νὰ σοῦ δώσω καὶ τὸ κάνω γιατὶ σὲ ἐμπιστεύομαι. Ἐλπίζω νὰ μὴν μὲ ἀπογοητεύσεις.» Γιὰ πολὺ καιρὸ εἶχα στὴν τσέπη μου τὴν τελεία. Ἀνακατεμένη μὲ τὰ ψιλά, τὰ τρίμματα καπνοῦ καὶ τὰ σπίρτα, εἶχε λιγάκι βρωμίσει. Ἐπιπλέον, εἴμασταν τόσο εὐτυχισμένοι ποὺ πίστεψα πὼς ποτὲ δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ τὴ χρησιμοποιήσω. Ἀγόρασα τότε μιὰ μαύρη θήκη καὶ τὴ φύλαξα ἐκεῖ. Οἱ μέρες περνοῦσαν ἀνέμελες, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀπογοήτευση καὶ τὴν πλήξη. Τὸ πρωὶ ξυπνούσαμε χαρούμενοι, εὐγνώμονες
ποὺ εἴμασταν μαζί. Ἡ κάθε μέρα ἀνοίγονταν μπροστά μας σὰν ἕνας μεγάλος
ἄγνωστος κόσμος, γεμάτος ἐκπλήξεις ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀνακαλύψουμε. Τὰ
οἰκεῖα πράγματα ἐπανέκτησαν μιὰ χαμένη φρεσκάδα καὶ ἄλλα, ὅπως τὰ
πάρκα ἢ οἱ λίμνες, ξανάγιναν φιλόξενα, μητρικά. Διασχίζαμε τοὺς
δρόμους παρατηρώντας πράγματα ποὺ ὁ ὑπόλοιπος κόσμος δὲν ἔβλεπε καὶ
τὰ ἀρώματα, τὰ χρώματα, τὰ φῶτα, ὁ χρόνος καὶ ὁ χῶρος ἦταν πιὸ ἔντονα.
Ἡ ἀντίληψή μας εἶχε ὀξυνθεῖ σὰν ὑπὸ τὴν ἐπήρεια ἑνὸς ἰσχυροῦ ναρκωτικοῦ.
Ἀλλὰ δὲν εἴμασταν ζαλισμένοι, παρὰ διαυγεῖς καὶ γαλήνιοι, προικισμένοι
μὲ μιὰ παράξενη ἱκανότητα ἐναρμόνισης μὲ τὸν κόσμο. Εἴχαμε μαζὶ
μὲ τὶς αἰσθήσεις μας μιὰ μοναδικὴ μελωδία ποὺ σεβόταν τὴν ἐξωτερικὴ
τάξη, χωρὶς νὰ στηρίζεται σ’ αὐτή.
Μὲ
τὴν εὐτυχία ξέχασα τὴ θήκη, ἢ τὴν ἔχασα ἀσυναίσθητα. Δὲν μπορῶ νὰ
ξέρω. Τώρα ποὺ ἡ εὐτυχία τελείωσε δὲν βρίσκω πουθενὰ τὴν τελεία. Αὐτὸ
δημιουργεῖ καυγάδες καὶ περαιτέρω ἐχθρότητα. «Ποῦ τὴν ἔβαλες;», μὲ
ρωτάει ἐκείνη ἀγανακτισμένη, «Τί περιμένεις γιὰ νὰ τὴ χρησιμοποιήσεις;
Μὴν καθυστερεῖς ἄλλο ἀλλιῶς ὅλα ὅσα προηγήθηκαν θὰ χάσουν ὀμορφιὰ
καὶ νόημα». Ψάχνω στὶς ντουλάπες, στὰ παλτά, στὰ συρτάρια, στὴ φόδρα τῆς
πολυθρόνας, κάτω ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τὸ τραπέζι. Ἀλλὰ ἡ τελεία δὲν εἶναι
ἐκεῖ, οὔτε ἡ θήκη. Ἡ ἀναζήτησή μου ἔγινε ἔντονη, ἐμμονική. Εἶναι
πιθανὸ νὰ τὴν ἔχασα στὴ διάρκεια μιᾶς ἀπὸ τὶς εὐτυχισμένες μας στιγμές.
Δὲν εἶναι στὸ σαλόνι, οὔτε στὴν κρεβατοκάμαρα, οὔτε στὸ τζάκι. Νὰ τὴν
ἔφαγε ὁ γάτος;
Ἡ ἀπουσία
της αὐξάνει τὴν δυστυχία μας μὲ τρόπο ἐπώδυνο. Ὅσο ἡ τελεία δὲν ἐμφανίζεται
εἴμαστε δεμένοι ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο καὶ αὐτοὶ οἱ κρίκοι τῆς ἁλυσίδας
εἶναι φτιαγμένοι ἀπὸ ἐχθρότητα, ἀπάθεια, ντροπὴ καὶ μίσος. Πρέπει
νὰ ἀποδεχτοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι θὰ συνεχίσουμε ἔτσι, χαραμίζοντας
τὴν πιθανότητα μιᾶς καινούργιας ζωῆς. Οἱ νύχτες μας εἶναι ἀξιολύπητες
ὄντας ἀναγκασμένοι νὰ μοιραζόμαστε τὴν ἴδια κρεβατοκάμαρα ὅπου ἡ
μνησικακία ἔχει τὸ ὕψος ἑνὸς τοίχου καὶ προκαλεῖ ἀσφυξία σὰν μιὰ
νοσηρὴ ἀναθυμίαση. Τυλίγει τὰ ἔπιπλα, τὰ ντουλάπια, τὰ βιβλία, διάσπαρτα
στὸ πάτωμα. Διαφωνοῦμε γιὰ τὰ πάντα ἂν καὶ κατὰ βάθος ξέρουμε ὅτι
πρόκειται γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τῆς τελείας, γιὰ τὴν ὁποία ἐκείνη μὲ κατηγορεῖ.
Μερικὲς φορὲς νομίζω ὅτι ἔχει τὴν ὑποψία πὼς στὴν πραγματικότητα
τὴν ἔχω κρυμμένη γιὰ νὰ τὴν ἐκδικηθῶ. «Δὲν ἔπρεπε νὰ σὲ ἐμπιστευτῶ»,
κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό της. «Ἔπρεπε νὰ τὸ φανταστῶ ὅτι θὰ μὲ πρόδινες».
Ἦταν
μιὰ μακριά, ἀσημένια θήκη, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν παλιὰ γιὰ
νὰ φυλᾶνε τὸν καπνό. Τὴν ἀγόρασα σὲ μιὰ ἀγορὰ παλαιῶν εἰδῶν. Μοῦ φάνηκε
τὸ πιὸ κατάλληλο μέρος γιὰ νὰ τὴν βάλω. Ἡ τελεία ἦταν ἐκεῖ, στρογγυλή,
μικροσκοπική, βολεμένη μιὰ χαρά. Ἀλλὰ πέρασαν τόσα χρόνια. Εἶναι
πιθανὸ νὰ χάθηκε κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς μετακόμισης ἢ ἴσως νὰ τὴν ἔκλεψε
κάποιος νομίζοντας πὼς ἦταν πολύτιμη.
Ἀφοῦ
τὴν ψάχνω μάταια σχεδὸν ὅλη τὴ μέρα, φεύγω ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ νὰ μὴν συναντήσω
τὸ κατηγορητήριο βλέμμα της, τὴ φωνή της γεμάτη μίσος. Ὅλη ἡ προηγούμενη
εὐτυχία μας ἐξαφανίστηκε καὶ θὰ ἦταν ἀνώφελο νὰ σκεφτεῖ κανεὶς πὼς
θὰ ἐπιστρέψει. Ἀλλὰ οὔτε νὰ χωρίσουμε μποροῦμε. Αὐτὴ ἡ τελεία ποὺ ἔχει
τὴν τάση νὰ ξεγλιστρᾶ μᾶς ἑνώνει, μᾶς δένει, μᾶς γεμίζει κακία καὶ θυμό,
κατασπαράζει μία πρὸς μία τὶς προηγούμενες μέρες, αὐτὲς ποὺ ὑπῆρξαν
ὄμορφες.
Τὸ
μόνο ποὺ ἐλπίζω εἶναι νὰ ἐμφανιστεῖ κάποια στιγμή, κατὰ τύχη, χαμένη
σὲ κάποια τσέπη, ἀνακατεμένη μαζὶ μὲ ἄλλα ἀντικείμενα. Τότε θὰ εἶναι
μιὰ χοντρή, θλιβερή, βρώμικη καὶ σκονισμένη τελεία ἐκτὸς χρόνου, σὰν
αὐτὴ ποὺ βάζουν οἱ πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφεῖς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου