«Η ιστορία είναι θεματοφύλακας μεγάλων πράξεων, μάρτυρας του παρελθόντος, παράδειγμα και δάσκαλος για το παρόν και μεγάλος σύμβουλος για το μέλλον»
της Χριστίνας Κόλλια
Κι άνοιξε η Ιστορία το παράθυρο.
Κόσμος πολύς, κραυγές, συνθήματα, μέρες τώρα. Το πρώτο σκαλί του Αιώνα έτριζε από τη λαοθάλασσα που είχε στριμωχτεί πάνω του. Η Ιστορία απόρησε που το σκαλί δεν είχε υποχωρήσει ακόμα. Όμως, αμέσως θυμήθηκε ότι οι σκάλες των Αιώνων είναι φτιαγμένες από αιώνια υλικά και οι κουπαστές τους από σίδερο κι ατσάλι. Στο σίδερο οι άνθρωποι συνήθιζαν να καίνε τα απομεινάρια του παλιού Αιώνα. Στο ατσάλι κρεμούσαν φυλαχτά και τάματα για τον καινούργιο.
Οι άνθρωποι μόλις είδαν την Ιστορία στο ανοιχτό παράθυρο την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Είχαν ανησυχήσει γιατί νόμιζαν πως τους είχε ξεχάσει. Κάποιοι μάλιστα είχαν αρχίσει να συζητούν για το αν είναι ακόμα ζωντανή.
«Τι ζητάτε;» ρώτησε μετά από ώρα και το πρόσωπό της έδειχνε πιο γερασμένο από ποτέ. Τα μαλλιά της ήταν κατάλευκα και τα ρούχα της παλιά και φθαρμένα.
«Να ανταμωθούμε μαζί σου. Να ευλογήσεις τον αγώνα μας» αντιλάλησε η γη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ένα πικρό χαμόγελο αχνοφάνηκε στη θαμπή όψη της Ιστορίας.
«Σας έχω αφήσει τόση κληρονομιά. Τι την κάνατε; Τη σπαταλήσατε όλη; Σας βλέπω να μελετάτε τα βιβλία μου, να συζητάτε χρόνους ατέλειωτους τα έργα μου κι από την άλλη να ζείτε σαν να μην υπήρξα ποτέ.»
Η φωνή της, σπασμένη στην αρχή, υψωνόταν και θέριευε γεμάτη αγανάκτηση όσο μιλούσε.
«Δε φταίμε εμείς! Φταίνε οι γραφιάδες σου! Κάθε φορά τους πιστεύουμε και κάθε φορά κάνουν τα ίδια λάθη! Κάθε φορά μας παγιδεύουν και παίζουν με την τύχη μας! Με τη ζωή μας!» είπαν οι μεγαλύτεροι.
Η Ιστορία πιάστηκε από τα ανοιχτά πατζούρια γεμάτη οργή. Το γερασμένο σώμα της ξεχύθηκε από από το ανοιχτό παράθυρο.
«Κάθε φορά ξεχνάτε! Και δεν το παραδέχεστε! Κρύβετε από τον εαυτό σας την αλήθεια! Εξοντώθηκα να σας επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια!» βροντοφώναξε.
«Προδοσία! Μας προδίδεις κι εσύ! Μας αρνείσαι!» άρχισε να αλαλάζει το πλήθος.
Με μιας, ντουφέκια και πέτρες βγήκαν από τους σάκους. Δάδες άναψαν.
Όλοι ήταν έτοιμοι να χιμήξουν πάνω στην Ιστορία. Ν’ αδειάσουν πάνω της σφαίρες. Να κάψουν το σπίτι της. Να την αφανίσουν.
Η Ιστορία έμεινε στη θέση της.
«Καλύτερα να πάψω να υπάρχω από το να ξαναζήσω τα ίδια» σκέφτηκε κι ένας βαθύς λυγμός τράνταξε το γέρικο κορμί της.
Κοίταξε το πλήθος καρτερικά περιμένοντας το τέλος της.
«Τι πάτε να κάνετε; Σταματήστε!»
Η φωνή που ακούστηκε ήταν ορμητική και βροντερή. Ένα νέο παλικάρι ξεπρόβαλε μέσα από το αγριεμένο πλήθος. Πήγε κάτω από το παράθυρο της Ιστορίας κι όλοι σώπασαν.
«Εγώ κυρα-Ιστορία θέλω την κόρη σου. Ξέρω ότι την κρύβεις πια και δεν έχεις άδικο. Όμως, χωρίς αυτή τίποτα δεν θα αλλάξει. Κι ότι μας δίδαξες, μεγάλη Δασκάλα, θα σβήσει, θα πάει χαμένο.»
«Ξέρω καλά τις υποσχέσεις σας. Μ’ αυτές σας άντεξα αιώνες τώρα. Όχι, όμως, την κόρη μου! Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν της δώσατε την πρέπουσα σημασία. Ποτέ δεν την αναζητήσατε στ' αλήθεια. Εμένα μπορείτε να με κάνετε ότι θέλετε, αλλά όχι εκείνη!»
«Σου δίνω το γιό μου! Δώσε την κόρη σου! Είναι η μόνη μας ελπίδα!»
Μια γυναίκα ήρθε και στάθηκε πλάι στο παλικάρι. Και δίπλα της ήρθε και στάθηκε κι άλλη γυναίκα κι άλλο παλικάρι και κοπέλες νέες και άντρες μεγάλοι και μικρά παιδιά.
Η Ιστορία έκανε ένα βήμα πίσω. Αγάπησε τους ανθρώπους όσο τίποτα, θρηνούσε μαζί τους, χαιρόταν μαζί τους, θύμωνε μαζί τους, αιώνες κι αιώνες. Δε σταμάτησε ποτέ να τους προσφέρει γνώση, να τους θυμίζει ότι οι ίδιοι έγραφαν τα βιβλία της, που ήταν γεμάτα από τα λάθη και τα σωστά τους. Η Ιστορία επέμενε να ζει, ελπίζοντας πως μια μέρα οι άνθρωποι θα ανακαλύψουν αυτά που ήδη γνωρίζουν, και θα βρουν το δρόμο τους.
Όμως, την κόρη της, τη Σοφία, την έκρυβε καλά εδώ και κάμποσο καιρό. Γιατί όσο κι αν αγαπούσε τους ανθρώπους, ποτέ δεν τους εμπιστεύτηκε.
«Μάνα, πήγαινε να ξεκουραστείς!»
Η Σοφία άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους που βρίσκονταν απέξω. Το πρόσωπό της ήταν πιο φωτεινό κι απ’ τον ήλιο. Πρώτο την αγκάλιασε το παλικάρι και μετά όλοι όσοι είχαν μαζευτεί γύρω του. Και ήταν πολλοί. Πάρα πολλοί.
«Καλή τύχη, παιδί μου» ψιθύρισε η Ιστορία καθώς στο βάθος είδε κάποιους να γυαλίζουν τα ντουφέκια τους. Για πρώτη φορά όμως, της φάνηκε πως ήταν λίγοι, τουλάχιστον λιγότεροι απ' ότι συνήθως.
Χ.Κ.
*Ο πίνακας είναι του Ευγένιου Ντελακρουά
Κι άνοιξε η Ιστορία το παράθυρο.
Κόσμος πολύς, κραυγές, συνθήματα, μέρες τώρα. Το πρώτο σκαλί του Αιώνα έτριζε από τη λαοθάλασσα που είχε στριμωχτεί πάνω του. Η Ιστορία απόρησε που το σκαλί δεν είχε υποχωρήσει ακόμα. Όμως, αμέσως θυμήθηκε ότι οι σκάλες των Αιώνων είναι φτιαγμένες από αιώνια υλικά και οι κουπαστές τους από σίδερο κι ατσάλι. Στο σίδερο οι άνθρωποι συνήθιζαν να καίνε τα απομεινάρια του παλιού Αιώνα. Στο ατσάλι κρεμούσαν φυλαχτά και τάματα για τον καινούργιο.
Οι άνθρωποι μόλις είδαν την Ιστορία στο ανοιχτό παράθυρο την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα και ζητωκραυγές. Είχαν ανησυχήσει γιατί νόμιζαν πως τους είχε ξεχάσει. Κάποιοι μάλιστα είχαν αρχίσει να συζητούν για το αν είναι ακόμα ζωντανή.
«Τι ζητάτε;» ρώτησε μετά από ώρα και το πρόσωπό της έδειχνε πιο γερασμένο από ποτέ. Τα μαλλιά της ήταν κατάλευκα και τα ρούχα της παλιά και φθαρμένα.
«Να ανταμωθούμε μαζί σου. Να ευλογήσεις τον αγώνα μας» αντιλάλησε η γη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ένα πικρό χαμόγελο αχνοφάνηκε στη θαμπή όψη της Ιστορίας.
«Σας έχω αφήσει τόση κληρονομιά. Τι την κάνατε; Τη σπαταλήσατε όλη; Σας βλέπω να μελετάτε τα βιβλία μου, να συζητάτε χρόνους ατέλειωτους τα έργα μου κι από την άλλη να ζείτε σαν να μην υπήρξα ποτέ.»
Η φωνή της, σπασμένη στην αρχή, υψωνόταν και θέριευε γεμάτη αγανάκτηση όσο μιλούσε.
«Δε φταίμε εμείς! Φταίνε οι γραφιάδες σου! Κάθε φορά τους πιστεύουμε και κάθε φορά κάνουν τα ίδια λάθη! Κάθε φορά μας παγιδεύουν και παίζουν με την τύχη μας! Με τη ζωή μας!» είπαν οι μεγαλύτεροι.
Η Ιστορία πιάστηκε από τα ανοιχτά πατζούρια γεμάτη οργή. Το γερασμένο σώμα της ξεχύθηκε από από το ανοιχτό παράθυρο.
«Κάθε φορά ξεχνάτε! Και δεν το παραδέχεστε! Κρύβετε από τον εαυτό σας την αλήθεια! Εξοντώθηκα να σας επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια!» βροντοφώναξε.
«Προδοσία! Μας προδίδεις κι εσύ! Μας αρνείσαι!» άρχισε να αλαλάζει το πλήθος.
Με μιας, ντουφέκια και πέτρες βγήκαν από τους σάκους. Δάδες άναψαν.
Όλοι ήταν έτοιμοι να χιμήξουν πάνω στην Ιστορία. Ν’ αδειάσουν πάνω της σφαίρες. Να κάψουν το σπίτι της. Να την αφανίσουν.
Η Ιστορία έμεινε στη θέση της.
«Καλύτερα να πάψω να υπάρχω από το να ξαναζήσω τα ίδια» σκέφτηκε κι ένας βαθύς λυγμός τράνταξε το γέρικο κορμί της.
Κοίταξε το πλήθος καρτερικά περιμένοντας το τέλος της.
«Τι πάτε να κάνετε; Σταματήστε!»
Η φωνή που ακούστηκε ήταν ορμητική και βροντερή. Ένα νέο παλικάρι ξεπρόβαλε μέσα από το αγριεμένο πλήθος. Πήγε κάτω από το παράθυρο της Ιστορίας κι όλοι σώπασαν.
«Εγώ κυρα-Ιστορία θέλω την κόρη σου. Ξέρω ότι την κρύβεις πια και δεν έχεις άδικο. Όμως, χωρίς αυτή τίποτα δεν θα αλλάξει. Κι ότι μας δίδαξες, μεγάλη Δασκάλα, θα σβήσει, θα πάει χαμένο.»
«Ξέρω καλά τις υποσχέσεις σας. Μ’ αυτές σας άντεξα αιώνες τώρα. Όχι, όμως, την κόρη μου! Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν της δώσατε την πρέπουσα σημασία. Ποτέ δεν την αναζητήσατε στ' αλήθεια. Εμένα μπορείτε να με κάνετε ότι θέλετε, αλλά όχι εκείνη!»
«Σου δίνω το γιό μου! Δώσε την κόρη σου! Είναι η μόνη μας ελπίδα!»
Μια γυναίκα ήρθε και στάθηκε πλάι στο παλικάρι. Και δίπλα της ήρθε και στάθηκε κι άλλη γυναίκα κι άλλο παλικάρι και κοπέλες νέες και άντρες μεγάλοι και μικρά παιδιά.
Η Ιστορία έκανε ένα βήμα πίσω. Αγάπησε τους ανθρώπους όσο τίποτα, θρηνούσε μαζί τους, χαιρόταν μαζί τους, θύμωνε μαζί τους, αιώνες κι αιώνες. Δε σταμάτησε ποτέ να τους προσφέρει γνώση, να τους θυμίζει ότι οι ίδιοι έγραφαν τα βιβλία της, που ήταν γεμάτα από τα λάθη και τα σωστά τους. Η Ιστορία επέμενε να ζει, ελπίζοντας πως μια μέρα οι άνθρωποι θα ανακαλύψουν αυτά που ήδη γνωρίζουν, και θα βρουν το δρόμο τους.
Όμως, την κόρη της, τη Σοφία, την έκρυβε καλά εδώ και κάμποσο καιρό. Γιατί όσο κι αν αγαπούσε τους ανθρώπους, ποτέ δεν τους εμπιστεύτηκε.
«Μάνα, πήγαινε να ξεκουραστείς!»
Η Σοφία άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε ανάμεσα στους ανθρώπους που βρίσκονταν απέξω. Το πρόσωπό της ήταν πιο φωτεινό κι απ’ τον ήλιο. Πρώτο την αγκάλιασε το παλικάρι και μετά όλοι όσοι είχαν μαζευτεί γύρω του. Και ήταν πολλοί. Πάρα πολλοί.
«Καλή τύχη, παιδί μου» ψιθύρισε η Ιστορία καθώς στο βάθος είδε κάποιους να γυαλίζουν τα ντουφέκια τους. Για πρώτη φορά όμως, της φάνηκε πως ήταν λίγοι, τουλάχιστον λιγότεροι απ' ότι συνήθως.
Χ.Κ.
*Ο πίνακας είναι του Ευγένιου Ντελακρουά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου