|
Της Κριστίνα Πέρι Ρόσι (Cristina Peri Rossi)
ΤΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ κανεὶς
συχνὰ νὰ περπατοῦν στοὺς δρόμους τῶν μεγαλουπόλεων, ἄνδρες καὶ γυναῖκες
ποὺ ἐπιπλέουν στὸν ἀέρα, σὲ χρόνο καὶ τόπο σταματημένο. Τοὺς λείπουν
ρίζες στὰ πόδια καὶ καμιὰ φορὰ τοὺς λείπουν ἀκόμη καὶ πόδια. Ἀπ’ τὰ
μαλλιά τους δὲν ξεφυτρώνουν ρίζες, οὔτε ἁπαλὲς ἴνες δένουν τὸν κορμό
τους σὲ κάποιο εἶδος ἐδάφους. Μοιάζουν μὲ φύκια ποὺ παρασύρουν τὰ θαλασσινὰ
ρεύματα καὶ ὅταν σταθεροποιοῦνται πάνω σὲ κάποια ἐπιφάνεια εἶναι
κατὰ τύχη καὶ διαρκεῖ μόνο μιὰ στιγμή. Ἀμέσως ἐπιπλέουν ἐκ νέου καὶ ὑπάρχει
σ’ αὐτὸ ὁρισμένη νοσταλγία. Ἡ ἀπουσία ριζῶν τοὺς προσδίδει ἕναν ἀέρα
ἰδιαιτερότητας, ἀνακρίβειας. Εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ νιώθουν παντοῦ ἄβολα
καὶ δὲν τοὺς προσκαλοῦν σὲ γιορτές, οὔτε σὲ σπίτια, γιατί φαίνονται ὕποπτοι.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι φαινομενικὰ πραγματοποιοῦν τὶς ἴδιες ἐνέργειες
μὲ τὰ ὑπόλοιπα ἀνθρώπινα ὄντα: τρῶνε, κοιμοῦνται, περπατοῦν, μέχρι
καὶ πεθαίνουν, ἀλλὰ ὁ προσεκτικὸς παρατηρητὴς θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ ἀνακαλύψει
πὼς ὑπάρχει μιὰ ἐλαφριὰ καὶ σχεδὸν ἀνεπαίσθητη διαφορὰ στὸν τρόπο
ποὺ ἔχουν νὰ τρῶνε, νὰ κοιμοῦνται, νὰ περπατοῦν καὶ νὰ πεθαίνουν. Τρῶνε
χάμπουργκερς Mac Donalds ἢ σάντουιτς μὲ κοτόπουλο Pokins, εἴτε βρίσκονται στὸ Βερολίνο, εἴτε στὴ Βαρκελώνη,
εἴτε στὸ Μοντεβιδέο. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπ’ ὅλα, παραγγέλνουν ἕνα ἀνορθόδοξο
μενοὺ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ γκασπάτσο, σούπα ἢ ἀγγλικὴ κρέμα. Κοιμοῦνται
τὴ νύχτα, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλὰ ὅταν ξυπνοῦν μὲς στὸ σκοτάδι ἑνὸς ἀξιοθρήνητου
δωματίου ξενοδοχείου τοὺς καταλαμβάνει μιὰ στιγμὴ ἀβεβαιότητας:
δὲν θυμοῦνται ποῦ βρίσκονται, οὔτε τί μέρα εἶναι, οὔτε τὸ ὄνομα τῆς
πόλης στὴν ὁποία ζοῦν. Ἡ ἔλλειψη ριζῶν δίνει στὸ βλέμμα τους ἕνα ἰδιαίτερο
χαρακτηριστικό, ἕναν τόνο γαλάζιο καὶ νερουλό, φευγαλέο, αὐτὸν
κάποιου ποὺ ἀντὶ νὰ κρατιέται σταθερὰ ἀπὸ ρίζες ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ
τὸ παρελθὸν καὶ ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἐπιπλέει μέσα ἕνα χῶρο θολὸ καὶ ἀνακριβῆ.
Ἂν καὶ μερικοὶ εἶχαν κατὰ τὴ γέννησή τους μερικὰ
ροζιασμένα νήματα ποὺ μὲ τὸν καιρὸ θὰ μετατρέπονταν ἀναμφίβολα σὲ
γερὲς ρίζες, γιὰ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο λόγο τὰ ἔχασαν, τοὺς ἀφαιρέθηκαν
ἢ τοὺς τὰ ἀκρωτηρίασαν καὶ αὐτὸ τὸ ἀτυχὲς γεγονὸς τοὺς καθιστᾶ ἕνα
εἶδος ἀπωθητικὸ. Ἀλλά, ἀντὶ νὰ προκαλοῦν τὴν συμπόνοια τοῦ κόσμου,
ξυπνοῦν συνήθως ἔχθρα. Πλανᾶται
ἡ ὑποψία ὅτι εἶναι ἔνοχοι κάποιου σκοτεινοῦ παραπτώματος, ἡ διαρπαγή
τους χρήζει ἐνόχους. Ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ χάνονται οἱ ρίζες δὲν μποροῦν
πιὰ νὰ ἐπανακτηθοῦν. Μάταια μένει ὁ ξεριζωμένος γιὰ ὧρες σταματημένος
σὲ μιὰ γωνιὰ ἢ δίπλα σ’ ἕνα δέντρο, κοιτώντας λοξὰ τὰ μακριὰ προσαρτήματα
ποὺ ἑνώνουν τὸ φυτὸ μὲ τὴ γῆ· οἱ ρίζες δὲν εἶναι μεταδοτικές, οὔτε
προσκολλοῦνται σὲ ξένο σῶμα. Ἄλλοι νομίζουν ὅτι παραμένοντας γιὰ
πολὺ καιρὸ στὴν ἴδια πόλη ἢ χώρα εἶναι δυνατὸ νὰ τοὺς παραχωρηθοῦν
κάποια στιγμὴ τεχνητὲς ρίζες, πλαστικὲς γιὰ παράδειγμα, ἀλλὰ καμιὰ
πόλη δὲν εἶναι τόσο γενναιόδωρη.
Ὑπάρχουν ὡστόσο ξεριζωμένοι αἰσιόδοξοι. Εἶναι
αὐτοὶ ποὺ φροντίζουν νὰ βλέπουν τὴν καλὴ πλευρὰ τῶν πραγμάτων καὶ διατείνονται
ὅτι ἡ ἔλλειψη ριζῶν δίνει μεγάλη ἐλευθερία κινήσεων, συμβάλλει
στὴν ἀποφυγὴ ἄβολων ἐξαρτήσεων καὶ προάγει τὶς μετακινήσεις. Στὴ
μέση τῆς ὁμιλίας τους φυσάει ἕνας δυνατὸς ἄνεμος καὶ ἐξαφανίζονται
σὰν νὰ τοὺς κατάπιε ὁ ἀέρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου