του Θεόδωρου Γρηγοριάδη
H ΠΥΛΗ ἄνοιξε ἀργά. Μπορεῖ κι αὐτουνοῦ
νὰ τοῦ φάνηκε ὅτι ὅλα γίνονταν σὲ ἀργὴ κίνηση. Εἶχε συνηθίσει νὰ
βλέπει τὸν κόσμο μὲ κινηματογραφικὴ ματιά, τὸ εἶχε σπουδάσει, μόνο
ποὺ δὲν εἶχε καταφέρει ἀκόμη νὰ γυρίσει τὴν πρώτη του ταινία. Μιὰ
ταινιούλα μικροῦ μήκους εἶχε κατορθώσει νὰ φτιάξει, κι ἐκείνη δὲν ἔφτασε
οὔτε στὸ φεστιβὰλ νέων δημιουργῶν τῆς Δράμας. Μπά, δὲν ἦταν γκαντεμιὰ
τωρινή, αὐτὴ τὴν κουβάλαγε χρόνια, ἀπὸ τότε. Ἀπὸ κεῖνον ποὺ θὰ ἔβγαινε
σὲ λίγο ἀπὸ τὴν πύλη τῶν φυλακῶν.
Οἱ Ἀγροτικὲς Φυλακές. Ἐπίτηδες, λές, φτιαγμένες ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη,
σὲ μιὰ στεπώδη ἀνοιχτωσιά. Γκρίζο χῶμα, ἀκαλλιέργητο, κάτι παλιὰ
ἐργοστάσια ἐπεξεργασίας μετάλλων εἶχαν ἀφήσει πίσω τους ἐρείπια
καὶ μολυσμένα ὑπεδάφη. Οἱ κτιριακὲς ἐγκαταστάσεις μοναχικές, στὸ
πουθενά, σὰν νὰ τελείωνε κάπου ἐκεῖ ἡ ζωὴ καὶ ἀμέσως παραπέρα ν'
ἄρχιζε τὸ τίποτε.
Πῶς νά 'ταν ἄραγε αὐτὸς ποὺ εἶχε ἀρνηθεῖ νὰ τὸν δεῖ εἴκοσι ὁλόκληρα
χρόνια; Καὶ γιατί ἔπρεπε νὰ τὸν δεῖ; Νὰ τὸν φορτωθεῖ; Νὰ φορτωθεῖ τὶς
δικές του τύψεις; Πιὸ λογικὸ ἀκουγόταν νὰ μὴν τὸν συναντήσει ποτέ. Τὰ
γράμματά του λίγα. Ἐπίσκεψη καμιά, καὶ ἄς ἐπέμενε ἡ γιαγιὰ Ντρούσκα,
λίγο πρὶν πεθάνει, ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸν συγχωρέσει καὶ νὰ τὸν δεῖ ἀπὸ
κοντά. Δικός της γιὸς ἦταν ὁ δολοφόνος, ἂν ἦταν μάνα τῆς νύφης, ποιὸς
ξέρει ἂν θὰ ἀντιδροῦσε ἔτσι γιὰ τὸν φονιά.
Ἡ δοκιμασία, μέχρι νὰ ἀποφασίσει νὰ συναντήσει τὸν ἀποφυλακισμένο
πατέρα του, κράτησε μῆνες.
Τελικά το ἀποδέχτηκε καὶ ἦρθε. Τουλάχιστον
ἂς τὸν κατέβαζε μέχρι τὴν πόλη κι ἂς τὸν ἄφηνε στὴν καινούρια του ζωή,
ὅση τοῦ ἀπέμενε.
Ἡ πύλη ἄνοιγε. Ἡ κάμερα στὰ χέρια του. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔβγαινε κρατοῦσε
ἕνα σὰκ βουαγιάζ. Τὸ συννεφόκαμα τοῦ ἔφερνε πρόσκαιρη τύφλωση στὰ
μάτια – ἐκεῖ μέσα δὲν χρειάζονταν γυαλιά.
«Καλημέρα» τοῦ εἶπε.
«Καλημέρα, παλικάρι μου» εἶπε ὁ ἀποφυλακισμένος, ζαρωμένος, εὐνουχισμένος.
Τελειωμένος. «Τί κρατᾶς στὰ χέρια σου, γιέ μου;»
«Μιὰ κάμερα. Θέλω νὰ γράψω τὴ ζωή σου, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴ μέρα ποὺ βγῆκες.»
«Τί τὴ θέλεις τὴ ζωή μου» ἀναρωτήθηκε χωρὶς νὰ περιμένει ἀπάντηση.
«Τὴν ἔφαγα. Μαζὶ μ' ἐκείνη.»
Ὁ γιὸς τραβοῦσε συνεχῶς ὑλικό.
«Γι' αὐτὸ ἦρθες νὰ μὲ ὑποδεχτεῖς, Τάσο; Γιὰ νὰ μὲ κάνεις ταινία;»
«Αὐτὸ σπούδασα, πατέρα.»
«Σπούδασες πῶς νὰ προδίνεις τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων;»
Ὁ ἀποφυλακισμένος προχωροῦσε πρὸς τὴ στάση τῶν λεωφορείων. Κάθε
μία ὥρα περνοῦσε ἕνα λεωφορεῖο τοῦ ΚΤΕΛ. Δὲν ἔβλεπε στὰ μάτια τὸν
γιό του, γιατί δὲν μποροῦσε, ὁ ἄλλος εἶχε φροντίσει νὰ φορέσει τὰ μάτια
τοῦ φακοῦ.
«Γιατί τὴ σκότωσες;»
«Αὐτὸ ἦρθες νὰ μάθεις ἀπὸ μένα; Εἴκοσι χρόνια ἔμεινα ἐκεῖ μέσα
στοὺς γαμημένους τοίχους γιὰ νὰ τὸ ξεχάσω...»
«Ἔχεις δίκιο. Ἡ μάνα δὲν ξεχνιέται.»
«Σωστά. Σταμάτα νὰ μὲ φωτογραφίζεις!»
«Σὲ κινηματογραφῶ».
«Θὲς νὰ μάθεις γιατί τὴ σκότωσα; Δὲν σοῦ εἶπε ἡ γιαγιά σου, ἡ κοινωνία
ἡ σωστὴ δὲν σοῦ τὸ πρόλαβε τὸ μυστικό;»
«Τί νὰ προλάβει;»
«Γιατί τὴ σκότωσα...»
«Γιατί εἶσαι παρανοϊκὸς καὶ τὴ ζήλευες.»
Ὁ ἀποφυλακισμένος ἄντρας σταμάτησε ξαφνικὰ καὶ στάθηκε μπροστὰ
στὸν ἄνθρωπο-κάμερα.
«Δὲν θὰ σοῦ τὴ σπάσω τὴ μηχανή, μπάσταρδε. Ἐξαιτίας σου τὴ σκότωσα.
Γράψ' το αὐτό. Γιὰ τὴν τιμή μου. Καί, ἂν τολμᾶς, δεῖξε τὴν ταινία σου καὶ
στὴν τηλεόραση. Καὶ ὕστερα ψάξε νὰ βρεῖς ποιανοῦ παιδὶ εἶσαι...»
Τὸ πλάνο ἄδειαζε καθὼς ὁ ἄντρας ἔφευγε ἀπὸ τὴ μέση καὶ στὴ θέση του
φανερωνόταν τὸ κενό, πίσω ἀπὸ τὰ ἐρείπια, πίσω ἀπὸ τὰ φυλαγμένα
κτίρια, τὸ πιὸ ἀκατοίκητο κενό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου