ΗΣΥΧΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ περπατοῦσε στὴν κεντρικὴ λεωφόρο
ἡ ὁμάδα τοῦ φοῦτμπολ. Ἦταν ντυμένοι χοντρά, σχεδὸν φασκιωμένοι
μὲ διπλὴ στρώση πανωφόρια, σκουφιά, κασκὼλ καὶ γάντια. Ἄμαθοι
σὲ τέτοιο κρύο —ἄλλωστε δὲν ἦταν ἀπὸ ’κεῖ— καὶ δὲ συνηθίζεται,
λένε, τὸ βαρὺ κλίμα μὲ τίποτα. Σκέφτηκαν νὰ μὴ χάσουν τὸν ἑβδομαδιαῖο
φιλικὸ ἀγώνα. Ἤθελαν νὰ κρατιοῦνται σὲ φόρμα, γιατὶ, τὸ
μυαλὸ δουλεύει καλύτερα σὲ σῶμα ὅλο σφρίγος, ἔτσι λένε.
Τουρτουρίζοντας
παρόλη τὴ ζεστὴ πανοπλία τους προχωροῦσαν δίχως νὰ μιλοῦν.
Προσεχτικά, γιατὶ οἱ δρόμοι ἦταν παγωμένοι. Ἀπὸ τὴ μέση
τοῦ ὁδοστρώματος – ἀπὸ ’κεῖ ποὺ ὁ δῆμος εἶχε προλάβει νὰ ρίξει
ἁλάτι γιὰ νὰ διευκολύνει τὴν ἔλευση τῶν ὀχημάτων. Τὰ βήματα
συνοδευόταν ἀπὸ ἤχους κρυστάλλων ποὺ ἔσπαζαν. Σὲ μερικὲς
μεριὲς γυάλιζε κιόλας ἡ πίσσα, λὲς καὶ ἦταν στρωμένη μικρὰ
διαμάντια – ἦταν ποὺ τὸ χοντρὸ ἁλάτι ἔμενε ἀκόμη ἀνέγγιχτο,
σίγουρα θὰ εἶχε λιώσει μετὰ τὸ πέρας τοῦ ἀγώνα.
Ὁ ἀκριανός, ὁ
πιὸ νέος ποὺ εἶχε ξεμείνει καὶ περπατοῦσε νωχελικά, σχεδὸν
ὀνειροπόλα, ἄνοιξε τὸ βῆμα του νὰ προφτάσει τὸν πιὸ κοντινό
του. «Ἄκου, τοῦ εἶπε, τὸν ἦχο ποὺ κάνει τὸ ἁλάτι ποὺ σπάει,
μοιάζει μὲ τὸν ἦχο ποὺ κάνουν τὰ χαλίκια κάτω ἀπὸ τὰ γυμνὰ
πέλματα. Μοιάζει σὰν ἦχος πάλης τοῦ μπλὲ καὶ τοῦ γκρὶ ποὺ πιτσιλίζεται
μὲ γαλακτεροὺς τόνους, ξέρεις τί χρῶμα βγαίνει τελικά; Ὄχι
γκρί, ὅπως θὰ περίμενε κανείς, ἀλλὰ θαλασσὶ σὲ ἀποχρώσεις
ποὺ δὲν ἔχεις ματαδεῖ.»
Ὁ ἄλλος δὲν ἀποκρίθηκε.
Ἴσως νὰ δυσκολευόταν ν’ἀκούσει, ἔτσι ποὺ ἦταν προστατευμένος
ἀπὸ τὸ μάλλινο σκουφάκι μὲ τὴ γούνινη ἐπένδυση. Ἡ ὑπόλοιπη
ὁμάδα συνέχιζε μὲ ἀμείωτο ρυθμό, ἀνυπόμονα σχεδόν, ἐπιθυμώντας
νὰ φτάσει τὸ συντομότερο στὴ θερμαινόμενη αἴθουσα τοῦ συνοικιακοῦ
γυμναστηρίου. Τὸ νέο ὅμως ἡ σιγὴ δὲν τὸν πτόησε διόλου:
«Σ’ἐκείνη τὴν παραλία γνώρισα πέρσι μιὰ κοπέλα μὲ ὄμορφα
πράσινα μάτια. Εἶχε στήσει τὸ καβαλέτο της καὶ ζωγράφιζε
τὸ νερὸ νὰ ἀφρίζει ἀνάμεσα στὰ χαλίκια. Τὸ χειμώνα προτιμῶ νὰ
στήνω τὸ καβαλέτο στὸ μπαλκόνι, μοῦ ἐκμυστηρεύτηκε.
Μιὰ φορὰ ἐκεῖ
ποὺ ἔβαζα τὸν οὐρανὸ στὸν καμβὰ μὲ πλατιὲς πινελιές, χτύπησε
τὸ τηλέφωνο. Τὰ νέα πού μοῦ μήνυσαν ἦταν μαῦρα σὰ τὴ νύχτα,
ἔφυγα ἀπὸ τὸ σπίτι βιαστικὰ καὶ ὅταν γύρισα μετὰ ἀπὸ καιρὸ
ἐξουθενωμένη ἀπὸ τὸ πένθος, βρῆκα τὸ μισὸ οὐρανὸ νὰ στέκεται
στὴ μέση του μπαλκονιοῦ ἀγέρωχος. Ὁ καιρὸς εἶχε χαλάσει μέσα
μου κι ἦταν τόση ἡ μανία νὰ ἐξαφανίσω τὴ μπλὲ καλοκαιρία,
ποὺ ἄρχισα νὰ ξύνω τὸ χρῶμα μὲ μανία. Κι ἔτσι ὅπως ἄρχισε
νὰ ξεκολλάει καὶ νὰ πέφτει σὲ φαρδιὲς λωρίδες γεμίζοντας
τὸ μπαλκόνι, αἰσθάνθηκα τὴν ἀνάγκη νὰ πατήσω ἐπάνω της, μήπως
καὶ θυμηθῶ τὶς μέρες πρὶν τὸ κακό. Πῶς ἔτριζε καθὼς θρυμματιζόταν
ἡ μπλὲ καλοκαιρία! Ὁ ἦχος μὲ ἔκανε νὰ ἀνατριχιάσω, ἀλλὰ
συνέχισα μὲ μανία νὰ ποδοπατάω τὶς μπλὲ φλοῦδες. Ἐκεῖνο
τὸ βράδυ χρειάστηκε νὰ μουλιάσω πολλὴ ὥρα τὰ πόδια μου στὴν
πλαστικὴ λεκανίτσα γιὰ νὰ βγάλω τὸ μπλὲ ἀπὸ πάνω μου.»
Πηγή:
Πρώτη δημοσίευση, ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ .
Στέλλα
Παρασχᾶ. Σπούδασε θέατρο, κινηματογράφο
καὶ πολιτιστικὴ διαχείριση. Πρόσφατες δημοσιεύσεις της
λογοτεχνικῆς/ποιητικῆς ὑφῆς βρίσκονται στοὺς ἱστότοπους Ποιεῖν, Θράκα, Bibliotheque. Συμμετέχει
στὴ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ
Πόλη αὐτὴ τὴ Νύχτα, Τόμος Α’ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
poema
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου