ΜΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ συνόδευσε τὴν δεκαεφτάχρονη
ἀνιψιά της στὸ Λύκειο ὅπου ἡ μικρὴ θὰ ‘παιρνε ἔπαινο. Ἤξερε ὅτι
αὐτὸς ὁ ἔπαινος θώπευε κάπως τὴν ἐφηβική της μελαγχολία καὶ
ὅτι ἡ παρουσία της στὴ σχολικὴ γιορτὴ ἦταν ἕνα εἶδος ἀναγνώρισης.
Πρώτη στὴ τάξη της καὶ τρίτη στὸ σχολεῖο. Ὁ σημαιοφόρος, ἕνα ἀδύνατο
ἀγόρι, μόλις καὶ μετὰ βίας φορτωνόταν τὴ σημαία. Εἴκοσι ὀκτὼ Ὀκτωβρίου
καὶ οἱ σημαῖες ξεσηκωμένες, οὔτε ἐπανάσταση νὰ ἤτανε. Σὰν καλὴ
μαθήτρια παρακολούθησε προσεκτικὰ καὶ χειροκρότησε θερμά. Καὶ
στὸ τέλος κάτι ποὺ δὲν περίμενε, κάτι ποὺ εἶχε ξεχάσει, μιὰ φωνὴ ἀπὸ
τὸ παρελθὸν ποὺ εἶχε σωπάσει. Σὰν ν' ἀνασταινόταν κάτι ποὺ εἶχε θάψει.
Ξαφνικὰ βρῆκε τὸν ἑαυτό της νὰ τραγουδάει παράφωνα τὸν ἐθνικὸ ὕμνο.
Θυμόταν τοὺς στίχους. Συγκινήθηκε κιόλας. Μιὰ Τρίτη συνόδευσε τὸν
ἄντρα της στὴ διαδήλωση κατὰ τοῦ καινούργιου νομοσχεδίου τῆς γαλλικῆς
κυβέρνησης ποὺ προέβλεπε τὴν ἀναδιοργάνωση τῶν περιοχῶν.
«Θέλουν νὰ ἐξολοθρέψουν τὴν ἀλσατικὴ κουλτούρα οἱ Ἰακωβίνοι», τῆς
εἶπε ἐξοργισμένος. Συμφώνησε. Εἶχε σπουδάσει Τοπικὲς Γλῶσσες
καὶ Κουλτοῦρες στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Στρασβούργου. Ἀγαποῦσε τὴν περιοχή.
«Μήπως θέλεις νὰ φορέσω φιόγκο», τὸν ρώτησε. Δὲν ἦταν ἡ μόνη ποὺ τὸ
σκέφτηκε. Ὅμως οἱ ἄλλες δὲν ἀστειεύονταν. Πολλὲς γυναῖκες εἶχαν
ντυθεῖ ἀλσατικά. Χρόνια στὴν Ἀλσατία, ἀλλὰ πρώτη φορὰ ἔβλεπε ἀλσατικὴ
σημαία. Ἡ τρίχρωμη κυμάτιζε σὰν γαλανόλευκη. Πρώτη φορὰ ἄκουγε
τὸν ἀλσατικὸ ὕμνο. Παράφωνα μὲ τὰ σπασμένα γερμανοαλσατικὰ της
προσπάθησε νὰ τραγουδήσει κι αὐτή.
Μετά
ἦρθε ὁ Charlie. Ὄχι πὼς ἦταν Charlie, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν Τετάρτη —κατὰ
τύχη— ἔγινε. Βρισκόταν στὸ μετρό, ὅταν τὸ ἔμαθε. Δὲν ἔκανε στάση
στὴν Place de la Republique. Κατέβηκε στὴν ἑπόμενη κι ἔσυρε τὴ βαλίτσα
της μέχρι τὴν Πλατεία, ὅπου γινόταν ἡ συγκέντρωση. Εἶχε κάτι νὰ
μοιραστεῖ μὲ τὸ πλῆθος ποὺ δὲν ἤξερε. Καὶ τὴν ἑπόμενη στὴν ἴδια Πλατεία
τραγούδησε καὶ τὴν Marseillaise, μολονότι ἔβρισκε τοὺς στίχους βάρβαρους.
Τό
βράδυ ἔκανε ἕνα μπάνιο μὲ ἄφθονο ἀφρόλουτρο καὶ Μπετόβεν. Ἡ κλασικὴ
μουσικὴ τὴν βοηθοῦσε νὰ ξεχνάει τὰ ἐγκόσμια. Ὁ «Ὕμνος τῆς χαρᾶς»
βρόντησε στὸ μικρὸ διαμέρισμα. Δὲν ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἤθελε
ν΄ ἀκούσει, ἀλλὰ καλὴ προθέρμανση γιὰ τὴν δουλειὰ ποὺ τὴν περίμενε.
Σιγοτραγουδοῦσε καὶ τὶς νότες μὲ το κομπιοῦτερ ἤδη ἀνοιχτὸ καὶ
τὸ κείμενο αρχινισμένο, «Οἱ πιὸ Εὐρωπαῖοι Ἀμερικάνοι συγγραφεῖς
...»
Τὸ
ἑπόμενο πρωὶ μπροστὰ στὴν ὀθόνη κάποια στιγμὴ θυμήθηκε ὅτι ὀνειρεύτηκε
τὴν ἀμερικάνικη σημαία μὲ σημαιοφόρο τὸν Μίκυ Μάους.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Ἀρίστη Τριανταφυλλίδου Τρεντέλ (Θεσσαλονίκη, 1958). Ζεῖ στὴ Γαλλία. Διδάσκει στὸ
Πανεπιστήμιο τοῦ Μέν. Γράφει στὰ ελληνικά καὶ στὰ αγγλικά. Δημοσίευσε τὴν
συλλογή διηγημάτων Ἄρτεμις
(ἐκδ. Ἠριδανός, 2010). Τελευταῖο βιβλίο της One Solar Year
(Outskirtspress, 2012).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου